επίσης κατευναστική δράση, όπως βαρβιτουρικά, αναισθητικά , βενζοδιαζεπίνες,
αγχολυτικά πέραν των βενζοδιαζεπινών, υπνωτικά, κατασταλτικά του Κεντρικού
Νευρικού Συστήματος, αντιισταμινικά, αντιϋπερτασικά, βακλοφένη, θαλιδομίδη,
πιζοτιφαίνη και νευροληπτικά μπορεί να αυξηθεί η κεντρική κατασταλτική επίδρασή
της με σημαντικές συνέπειες, ιδιαίτερα στην περίπτωση οδήγησης αυτοκινήτου ή
χρήσης μηχανημάτων.
Η chlorpromazine αναστέλλει την αντιϋπερτασική δράση άλλων φαρμάκων όπως η
γουανεθιδίνη, η κλονιδίνη και α- μεθυλντόπα.
Η ταυτόχρονη χορήγηση της chlorpromazine με αντιϋπερτασικά και διουρητικά
οδηγεί σε αθροιστική συνέργεια και υπάρχει κίνδυνος ορθοστατικής υπότασης.
Όταν το φάρμακο λαμβάνεται μαζί με αντιχολινεργικά, αντιισταμινικά,
αντιπαρκινσονικά και τρικυκλικά αντικαταθλιπτικά μπορεί να γίνουν σοβαρότερες οι
παρενέργειες από το αυτόνομο και το κεντρικό νευρικό σύστημα (σύγχυση, οργανικό
ψυχοσύνδρομο).
΄Όταν το φάρμακο χορηγείται μαζί με προπανολόλη αυξάνονται τα επίπεδα στο αίμα
και κατά συνέπεια και η δράση των δύο φαρμάκων.
Η chlorpromazine όπως και όλα τα νευροληπτικά παραμένουν στους ιστούς του
σώματος για μεγάλο χρονικό διάστημα, γι αυτό μπορεί να εμφανιστούν
αλληλεπιδράσεις με άλλα φάρμακα και μετά τη διακοπή της χορήγησης του
φαρμάκου.
Ακόμα, δεν ενδείκνυται η συγχορήγηση με σουλτοπρίδη, ντοπαμινεργικούς
αγωνιστές εκτός της λεβοντόπας (αμανταδίνη, απομορφίνη, βρωμοκρυπτίνη,
καβεργολίνη, εντακαπόνη, λισουρίδη, περγολίδη, piribedil, πραμιπεξόλη,
quinagolide, ροπινιρόλη), εκτός από την περίπτωση παρκινσονικού ασθενή.
Ο συνδυασμός της chlorpromazine με ντοπαμινεργικούς αγωνιστές, εκτός της
λεβοντόπας, στον παρκινσονικό ασθενή πιθανόν να προκαλέσει ή να επιδεινώσει τα
ψυχωσικά προβλήματα. Οι ντοπαμινεργικοί αγωνιστές πρέπει να μειώνονται
προοδευτικά μέχρι τη διακοπή, ώστε να αποφευχθεί ο κίνδυνος εμφάνισης
συνδρόμου επιθετικότητας.
Φαρμακευτικά προϊόντα που προκαλούν κοιλιακή ταχυκαρδία δίκην ριπιδίου
(“torsades de pointes”): αντιαρρυθμικά φάρμακα κατηγορίας Ια (κινιδίνη,
υδροκινιδίνη, δυσοπυραμίδη) και κατηγορίας ΙΙΙ (αμιωδαρόνη, σοταλόλη, δοφετιλίδη,
ιβουτιλίδη), ορισμένα νευροληπτικά (θειοριδαζίνη, λεβομεπρομαζίνη,
τριφθοροπεραζίνη, κυαμεμαζίνη, σουλπιρίδη, αμισουλπρίδη, τιαπρίδη, πιμοζίδη,
αλοπεριδόλη,δροπεριδόλη) και άλλα φάρμακα όπως βεπριδίλη, αστεμιζόλη,
τερφεναδίνη, σισαπρίδη, διφαιμανίλη, ερυθρομυκίνη IV, μιζολαστίνη, βινκαμίνη IV,
αλοφαντρίνη, σπαρφλοξασίνη, μοξιφλοξασίνη, πενταμιδίνη, σπιραμυκίνη IV:
αυξημένος κίνδυνος προβλημάτων του κοιλιακού ρυθμού, ειδικά κοιλιακή
ταχυκαρδία δίκην ριπιδίου. Εάν είναι εφικτό, να διακόπτεται το μη αντι-μικροβιακό
φάρμακο που προκαλεί την κοιλιακή ταχυκαρδία δίκην ριπιδίου. Εάν δεν είναι
δυνατό να αποφευχθεί ο συνδυασμός, απαιτείται τακτικός έλεγχος του διαστήματος
QT και ΗΚΓική παρακολούθηση.
Η χρήση σκευασμάτων που δρουν τοπικά στο γαστρεντερικό μπορεί να μειώσουν την
απορρόφηση της chlorpromazine κατά την πέψη. Επομένως, η λήψη αυτών των
σκευασμάτων συνιστάται να γίνεται με χρονική διαφορά μεγαλύτερη των 2 ωρών,
εάν είναι δυνατό, από τη λήψη της chlorpromazine.
H συγχορήγηση αντιδιαβητικών και chlorpromazine σε υψηλή δοσολογία
(100mg/ημέρα) μπορεί να αυξήσει τη γλυκόζη του αίματος. Συνιστάται η
προσαρμογή της δοσολογίας του αντιδιαβητικού κατά τη διάρκεια της αγωγής με τα
νευροληπτικά, καθώς και μετά τη διακοπή της.