• Μοντελουκάστη: πιθανή μείωση στην αποτελεσματικότητα της μοντελουκάστης που
προκαλείται από τον αυξημένο ηπατικό μεταβολισμό.
Να γίνεται κλινική παρακολούθηση και να προσαρμόζεται η δοσολογία του αντιασθματικού,
εάν είναι αναγκαίο.
• Προγαβίδη: πιθανή αύξηση της συγκέντρωσης της φαινοβαρβιτάλης στο πλάσμα. Πιθανή
ελάττωση της συγκέντρωσης της προγαβίδης στο πλάσμα (χωρίς τεκμηρίωση).
Να γίνεται κλινική παρακολούθηση και μέτρηση της συγκέντρωσης της φαινοβαρβιτάλης
στο πλάσμα, εάν είναι αναγκαίο. Η δοσολογία να προσαρμόζεται όταν είναι απαραίτητο.
• Θεοφυλλίνη (βάση και άλατα) και αμινοφυλλίνη: μειωμένη συγκέντρωση της θεοφυλλίνης
στο πλάσμα και δράση λόγω αυξημένου ηπατικού μεταβολισμού.
Να γίνεται κλινική παρακολούθηση και μέτρηση της συγκέντρωσης της θεοφυλλίνης στον
ορό, εάν είναι αναγκαίο. Η δοσολογία της θεοφυλλίνης να προσαρμόζεται κατά τη διάρκεια
και μετά την αγωγή με τη φαινοβαρβιτάλη, εάν είναι αναγκαίο.
• Ζιδοβουδίνη (κατ’ επέκταση όπως και με τη ριφαμπικίνη): πιθανή μείωση στην
αποτελεσματικότητα της ζιδοβουδίνης λόγω αυξημένου ηπατικού μεταβολισμού. Να γίνεται
τακτική κλινική παρακολούθηση.
Συνδυασμοί που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη:
• Αλπρενολόλη, μετοπρολόλη, προπρανολόλη (β-αποκλειστές): μειωμένες συγκεντρώσεις
αυτών των β-αποκλειστών που συνοδεύονται από ελαττωμένη κλινική αποτελεσματικότητα
(αυξημένος ηπατικός μεταβολισμός). Αυτό πρέπει να λαμβάνεται υπόψη για αυτούς τους β-
αποκλειστές, οι οποίοι αποβάλλονται κυρίως μέσω ηπατικού βιομετασχηματισμού.
• Άλλα κατασταλτικά του ΚΝΣ: παράγωγα της μορφίνης (αναλγητικά, αντιβηχικά και
θεραπείες υποκατάστασης), βενζοδιαζεπίνες (αυξημένος κίνδυνος αναπνευστικής
καταστολής, η οποία είναι δυνητικά θανατηφόρα στην περίπτωση υπερδοσολογίας),
αγχολυτικά πέρα των βενζοδιαζεπινών (καρβαμικό οξύ, καπτοδιάμη, etifoxine), υπνωτικά,
κατασταλτικά αντικαταθλιπτικά, νευροληπτικά, κατασταλτικοί ανταγωνιστές των Η1-
υποδοχέων ισταμίνης, κεντρικά αντιυπερτασικά, βακλοφαίνη, θαλιδομίδη: αυξημένη
κεντρική καταστολή.
Αλλαγές στην εγρήγορση πιθανόν να καταστήσουν επικίνδυνη την οδήγηση και το χειρισμό
μηχανών.
• Καρβαμαζεπίνη: βαθμιαία μείωση στη συγκέντρωση της καρβαμαζεπίνης και του ενεργού
μεταβολίτη της στο πλάσμα χωρίς εμφανή αλλαγή στην αντισπασμωδική
αποτελεσματικότητα. Αυτό πρέπει να ληφθεί υπόψη ειδικά όταν αξιολογείται η συγκέντρωση
στο πλάσμα.
• Μεθοτρεξάτη: αυξημένη αιματολογική τοξικότητα λόγω της αθροιστικής αναστολής της
διϋδροφυλλικής αναγωγάσης.
• Φαινυτοΐνη: σε ασθενείς που ήδη ακολουθούν αγωγή με φαινοβαρβιτάλη, ο συνδυασμός
με φαινυτοΐνη αυξάνει τη συγκέντρωση της φαινοβαρβιτάλης στο πλάσμα και πιθανόν
να οδηγήσει σε συμπτώματα τοξικότητας (ανταγωνιστική αναστολή του μεταβολισμού).
Απρόβλεπτες αλλαγές πιθανόν να συμβούν σε ασθενείς που ήδη ακολουθούν αγωγή με
φαινοβαρβιτάλη όταν συνδυάζεται με φαινυτοΐνη:
Η συγκέντρωση της φαινυτοΐνης στο πλάσμα είναι συνήθως μειωμένη (αυξημένος
μεταβολισμός) χωρίς αυτή η μείωση να επηρεάζει αρνητικά την αντισπασμωδική
δράση. Μετά τη διακοπή της φαινοβαρβιτάλης, είναι πιθανόν να εμφανιστούν
επιδράσεις τοξικότητας.
Η συγκέντρωση της φαινυτοΐνης είναι πιθανόν να αυξηθεί σε ορισμένες περιπτώσεις
(ανταγωνιστική αναστολή του μεταβολισμού).
• Προκαρβαζίνη: αυξημένη συχνότητα αντιδράσεων υπερευαισθησίας (υπερηωσινοφιλία,
εξάνθημα) που προκαλούνται από τον αυξημένο μεταβολισμό της προκαρβαζίνης.
5