αλληλεπιδράσεις είναι απίθανο να εμφανισθούν, ωστόσο έχουν αναφερθεί με τα
από στόματος αντιπηκτικά.
Στους ασθενείς που λαμβάνουν αντιπηκτικά από στόματος, όπως βαρφαρίνη και
ασενοκουμαρόλη, χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή και παρακολούθηση της
αντιπηκτικής δράσης.
Η επαφή μεταξύ των προϊόντων από λάτεξ όπως αντισυλληπτικών
διαφραγμάτων ή προφυλακτικών και της κρέμας PEVARYL θα πρέπει να
αποφεύγεται, καθώς τα συστατικά της κρέμας PEVARYL μπορεί να
καταστρέψουν το λάτεξ. Ασθενείς που χρησιμοποιούν σπερματοκτόνα
αντισυλληπτικά θα πρέπει να συμβουλεύονται τον γιατρό τους καθώς
οποιαδήποτε τοπική κολπική θεραπεία μπορεί να αδρανοποιήσει το
σπερματοκτόνο αντισυλληπτικό (βλέπε παράγραφο 4.4 Ειδικές προειδοποιήσεις
και προφυλάξεις κατά τη χρήση).
4.6 Γονιμότητα, κύηση και γαλουχία
Εγκυμοσύνη
Μελέτες σε ζώα έχουν δείξει αναπαραγωγική τοξικότητα (βλέπε παράγραφο 5.3,
Προκλινικά δεδομένα για την ασφάλεια).
Επειδή υφίσταται κολπική απορρόφηση, το PEVARYL δεν πρέπει να χορηγείται
κατά το πρώτο τρίμηνο της κύησης εκτός εάν ο γιατρός θεωρεί ότι είναι
απαραίτητο για την ασθενή. Το PEVARYL μπορεί να χορηγηθεί κατά το δεύτερο
ή τρίτο τρίμηνο της κύησης αν το αναμενόμενο όφελος για τη μητέρα υπερτερεί
των πιθανών κινδύνων για το έμβρυο.
Θηλασμός
Μετά από στόματος χορήγηση της νιτρικής εκοναζόλης σε θηλάζοντες
αρουραίους, η εκοναζόλη και/ή οι μεταβολίτες της εκκρίνονταν στο γάλα και
ανιχνεύθηκαν στα μικρά που θήλαζαν. Δεν είναι γνωστό αν η νιτρική
εκοναζόλη εκκρίνεται στο ανθρώπινο γάλα.
Συνιστάται προσοχή όταν χορηγείται PEVARYL και η ασθενής θηλάζει.
Γονιμότητα
Αποτελέσματα από μελέτες αναπαραγωγής σε ζώα δεν έδειξαν επίδραση της
εκοναζόλης στη γονιμότητα (βλέπε παράγραφο 5.3 Προκλινικά δεδομένα για
την ασφάλεια).
4.7 Επιδράσεις στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανών
Καμία γνωστή.
4.8 Ανεπιθύμητες ενέργειες
Η ασφάλεια της κολπικής κρέμας και των κολπικών υποθέτων PEVARYL
αξιολογήθηκε σε 3.630 ασθενείς που έλαβαν μέρος σε 32 κλινικές δοκιμές.
Με βάση τα συγκεντρωτικά δεδομένα από αυτές τις κλινικές δοκιμές, οι πιο
συχνά αναφερόμενες ανεπιθύμητες ενέργειες ήταν (με % συχνότητα
εμφάνισης): κνησμός (1,2%) και αίσθηση καύσου στο δέρμα (1,2%).
Συμπεριλαμβανομένων των ανεπιθύμητων ενεργειών που προαναφέρθηκαν, ο
ακόλουθος πίνακας παρουσιάζει τις ανεπιθύμητες ενέργειες που έχουν