Πυρεξία
8
1. Πολύ σπάνιες αναφορές έχουν ληφθεί για θρομβοπενία, ακκοκιοκυτταραιμία και
απλαστική αναιμία, ιδιαίτερα σε άτομα με διαταραχή της νεφρικής και/ή της
ηπατικής λειτουργίας, ενισχύοντας την ανάγκη ειδικής φροντίδας σε αυτή την
ομάδα ασθενών.
2. Μια καθυστερημένη πολυοργανική διαταραχή υπερευαισθησίας (γνωστή
ως σύνδρομο υπερευαισθησίας ή DRESS), με πυρετό, εξανθήματα,
αγγειίτιδα, λεμφαδενοπάθεια, ψευδολέμφωμα, αρθραλγία, λευκοπενία,
ηωσινοφιλία, ηπατο- σπληνομεγαλία, μη φυσιολογικές δοκιμασίες ηπατικής
λειτουργίας και σύνδρομο μείωσης του αριθμού των ενδοηπατικών χοληδόχων
πόρων - vanishing bile duct syndrome (καταστροφή και εξαφάνιση των
ενδοηπατικών χοληδόχων πόρων) που συμβαίνουν σε διάφορους
συνδυασμούς. Μπορεί επίσης να επηρεαστούν και άλλα όργανα (π.χ. ήπαρ,
πνεύμονες, νεφροί, πάγκρεας, μυοκάρδιο και παχύ έντερο). Εάν εμφανισθούν
τέτοιες αντιδράσεις σε οποιαδήποτε χρονική στιγμή κατά τη διάρκεια της
θεραπείας, η αλλοπουρινόλη πρέπει να διακόπτεται άμεσα και οριστικά.
Οι ασθενείς που εμφανίζουν σύνδρομο υπερευαισθησίας και SJS/TEN δεν θα πρέπει
να υποβάλλονται στην ίδια θεραπεία. Τα κορτικοστεροειδή μπορεί ωφελήσουν
στην επιτυχή αντιμετώπιση δερματικών αντιδράσεων υπερευαισθησίας. Στις
περιπτώσεις που έχουν εμφανισθεί γενικευμένες αντιδράσεις υπερευαισθησίας,
συνήθως υπήρχε παρουσία νεφρικής και/ή ηπατικής δυσλειτουργίας, ιδιαίτερα
όταν η έκβαση ήταν θανατηφόρος.
3. Το αγγειοανοσοβλαστικό Τ-λέμφωμα
έχει αναφερθεί πολύ σπάνια μετά από
βιοψία γενικευμένης λεμφαδενοπάθειας. Φαίνεται ότι είναι αναστρέψιμη με την
διακοπή της αλλοπουρινόλης.
4. Σε πρώιμες κλινικές μελέτες αναφέρθηκαν ναυτία και έμετος. Περαιτέρω
αναφορές υποδεικνύουν ότι αυτή η αντίδραση δεν αποτελεί σημαντικό πρόβλημα
και μπορεί να αποφευχθεί με τη λήψη της αλλοπουρινόλης μετά από γεύμα.
5. Έχει αναφερθεί ηπατική δυσλειτουργία χωρίς καθαρή ένδειξη περισσότερο
γενικευμένης υπερευαισθησίας. Ηπατοτοξικότητα και σημεία μεταβολής της
ηπατικής λειτουργίας μπορεί να εμφανιστούν και σε ασθενείς που δεν
παρουσιάζουν υπερευαισθησία.
6. Οι δερματικές αντιδράσεις είναι οι πιο συχνές αντιδράσεις και μπορεί να
εμφανισθούν σε οποιαδήποτε χρονική στιγμή κατά τη διάρκεια της θεραπείας.
Μπορεί να είναι κνησμώδεις, κηλοδοβλατιδώδεις, ορισμένες φορές λεπιδώδεις,
ορισμένες φορές τύπου πορφύρας και σπάνια αποφολιδώδεις, όπως σύνδρομο
Stevens-johnson και τοξική επιδερμική νεκρόλυση (SJS/TEN). Ο υψηλότερος κίνδυνος
για SJS και TEN ή άλλες σοβαρές αντιδράσεις υπερευαισθησίας, εμφανίζεται τις
πρώτες εβδομάδες της θεραπείας. Τα καλύτερα αποτελέσματα στο χειρισμό
τέτοιων αντιδράσεων, προέρχονται από την πρώιμη διάγνωση και την άμεση
διακοπή οποιουδήποτε ύποπτου φαρμάκου. Εάν εμφανισθούν τέτοιες αντιδράσεις,
η αλλοπουρινόλη πρέπει να διακοπεί ΑΜΕΣΑ. Μετά την ύφεση των ήπιων
αντιδράσεων, η αλλοπουρινόλη μπορεί, εάν αυτό είναι επιθυμητό, να
επαναχορηγηθεί σε μικρή δόση (π.χ. 50 mg/ημέρα) και να αυξηθεί σταδιακά. Εάν το
εξάνθημα επανεμφανισθεί η αλλοπουρινόλη πρέπει να διακοπεί ΟΡΙΣΤΙΚΑ καθώς
μπορεί να εμφανισθούν πιο σοβαρές αντιδράσεις υπερευαισθησίας (βλέπε
παράγραφο 4.8 «Διαταραχές του ανοσοποιητικού συστήματος»).
Ωστόσο η χρήση του γονοτύπου ως μέθοδος ανίχνευσης πληθυσμού για τη λήψη
αποφάσεων σχετικά με την θεραπεία με αλλοπουρινόλη δεν έχει τεκμηριωθεί. Εάν
τα αρχικά συμπτώματα υποτροπιάσουν η αλλοπουρινόλη θα πρέπει να διακόπτεται
ΜΟΝΙΜΑ, καθώς μπορεί να εμφανιστούν πιο σοβαρές αντιδράσεις
υπερευαισθησίας (βλέπε Διαταραχές του ανοσοποιητικού συστήματος). Αν τα SJS/
TEN ή άλλες σοβαρές αντιδράσεις υπερευαισθησίας δεν μπορεί να αποκλεισθούν,
ΜΗΝ επαναχορηγήσετε αλλοπουρινόλη, λόγω της πιθανότητας για μια σοβαρή ή
ακόμη και θανατηφόρα αντίδραση. Η κλινική διάγνωση του SJS/TEN παραμένει η
βάση για την λήψη της απόφασης. Εάν εμφανισθούν τέτοιες αντιδράσεις σε
οποιαδήποτε χρονική στιγμή κατά τη διάρκεια θεραπείας η αλλοπουρινόλη πρέπει
να διακοπεί ΑΜΕΣΑ ΚΑΙ ΟΡΙΣΤΙΚΑ.