συστηματικές όσο και τοπικές αντιδράσεις.
Σημαντική αύξηση πόνου συνοδευόμενου από τοπική διόγκωση, επιπλέον
περιορισμό της κινητικότητας της άρθρωσης, πυρετό και κακουχία
υποδηλώνουν σηπτική αρθρίτιδα.
Αν παρουσιασθεί τέτοια επιπλοκή και επιβεβαιωθεί η διάγνωση της σηπτικής
αρθρίτιδας, θα πρέπει να εφαρμοσθεί η κατάλληλη αντιμικροβιακή θεραπεία.
Τοπική έγχυση στεροειδούς σε μολυσμένη περιοχή πρέπει να αποφεύγεται. Η
κατάλληλη εξέταση του αρθρικού υγρού, αν υπάρχει, είναι απαραίτητη για
τον αποκλεισμό της σηπτικής πορείας.
Τα κορτικοστεροειδή δεν πρέπει να ενίονται σε ασταθείς αρθρώσεις. Συχνή
ενδοαρθρική ένεση μπορεί να προκαλέσει βλάβη των ιστών της άρθρωσης.
Στους ασθενείς πρέπει να τονίζεται αρκετά η σημασία της μη υπερβολικής
χρήσης των αρθρώσεων, παρά τη συμπτωματική ανακούφιση, εφόσον η
φλεγμονώδης πορεία παραμένει εν ενεργεία.
Προσοχή στη χορήγηση
Η μακροχρόνια χορήγηση γλυκοκορτικοστεροειδών οδηγεί, όπως
προαναφέρθηκε, σε καταστολή του άξονα Υποθάλαμος-Υπόφυση-
Επινεφρίδια (ΥΥΕ) δηλαδή σε αναστολή της φλοιοεπινεφριδικής λειτουργίας.
Ο βαθμός της αναστολής αυτής εξαρτάται από τη δόση, την ισχύ του
χορηγούμενου κορτικοστεροειδούς, τη συχνότητα και το χρόνο χορήγησής
του στη διάρκεια του 24ώρου, την ημιπερίοδο ζωής του στους ιστούς και τη
συνολική χρονική διάρκεια της θεραπείας. Σημειώνεται ότι η κατασταλτική
ενέργεια των γλυκοκορτικοειδών στον άξονα ΥΥΕ είναι εντονότερη και πιο
παρατεταμένη όταν χορηγούνται τις νυκτερινές ώρες. Σε φυσιολογικά άτομα 1
mg δεξαμεθαζόνης χορηγούμενης τη νύκτα, αναστέλλει την έκκριση της
φλοιοεπινεφριδιοτρόπου ορμόνης της υπόφυσης για 24 ώρες. Αιφνίδια ή
απότομη μείωση της δόσης των γλυκοκορτικοειδών ενδέχεται να προκαλέσει
«σύνδρομο στέρησης» που χαρακτηρίζεται από οξεία φλοιοεπινεφριδική
ανεπάρκεια με μυϊκή αδυναμία, υπόταση, υπογλυκαιμία, ναυτία, εμέτους,
ανησυχία, μυαλγίες, αρθραλγίες ή υποτροπή των συμπτωμάτων της
θεραπευόμενης νόσου.
Ηλικιωμένοι
Οι συνήθεις ανεπιθύμητες ενέργειες των κορτικοστεροειδών και ειδικά
οστεοπόρωση, υπέρταση, υποκαλιαιμία, διαβήτης, τάση ανάπτυξης
φλεγμονών και λέπτυνση του δέρματος μπορεί να έχουν περισσότερο σοβαρές
συνέπειες στους ηλικιωμένους, κυρίως κατά τη μακροχρόνια χορήγηση. Σε
τέτοιες περιπτώσεις απαιτείται στενή παρακολούθηση του ασθενούς.
4.5 Αλληλεπιδράσεις με άλλα φαρμακα και άλλες μορφές
αλληλεπίδρασης:
Αλληλεπιδράσεις με επαγωγείς των μικροσωμιακών ηπατικών ενζύμων :
Φάρμακα όπως τα βαρβιτουρικά, η φαινυτοΐνη και η ριφαμπικίνη τα οποία
επάγουν τα ηπατικά ένζυμα μπορεί να αυξήσουν το μεταβολισμό των
γλυκοκορτικοστεροειδών και ως εκ τούτου σε ασθενείς που υποβάλλονται σε
θεραπεία με σταθερές δόσεις γλυκοκορτικοστεροειδών μπορεί να απαιτηθεί
προσαρμογή της δόσης επί προσθήκης ή διακοπής της χορήγησης των
φαρμάκων αυτών.
R:\SPCs\PREZOLON INJ\spc 0000 (291008). prezolon inj.doc Page 5 of 11