Η συνήθης δοσολογία για ενήλικες και παιδιά μετά την πρώτη νηπιακή ηλικία και με
φυσιολογική ηπατική και νεφρική λειτουργία είναι 50mg/kg/ημέρα μοιρασμένα σε
τέσσερις δόσεις (1 κάθε 6 ώρες). Στις σοβαρές λοιμώξεις, ιδιαίτερα στις μηνιγγικές,
μπορούν να χορηγηθούν δόσεις μέχρι 100mg/kg/ημέρα, αλλά συνιστάται η επιστροφή
στη συνήθη δοσολογία όσο το δυνατόν γρηγορότερα. Η συνιστώμενη δοσολογία για
την πρώιμη νηπιακή ηλικία είναι 25mg/kg/ημέρα, πάντοτε μοιρασμένα σε 4 δόσεις.
Για να ελαχιστοποιηθεί ο κίνδυνος υποτροπής, συνιστάται να συνεχίζεται η θεραπεία,
αφού η θερμοκρασία του ασθενούς επιστρέψει στο φυσιολογικό, για 4 ακόμα μέρες
στις ρικετσιώσεις και για 8 έως 10 μέρες στον τυφοειδή πυρετό.
Τρόπος ανασύστασης ενέσιμου: Γίνεται με διάλυμα ενέσιμου νερού και χλωριούχου
νατρίου κάτω από αυστηρά άσηπτες συνθήκες. Το διάλυμα που δεν χρησιμοποιείται
απορρίπτεται.
2.7 Υπερδοσολογία – Αντιμετώπιση: Τα συμπτώματα χαρακτηρίζονται από σοκ,
υποθερμία, φαιό χρώμα δέρματος, κυάνωση, οξέωση και κώμα. Η αιμοκάθαρση με
στήλες άνθρακα μπορεί γρήγορα να μειώσει τα επίπεδα χλωραμφαινικόλης του
αίματος και να αναστρέψει τα τοξικά συμπτώματα.
Τηλ. Κέντρο Δηλητηριάσεων Αθηνών: 210 77.93.777.
2.8 Ανεπιθύμητες ενέργειες: Κάποιες από τις ακόλουθες ανεπιθύμητες ενέργειες
μπορεί να εκδηλωθούν κατά τη διάρκεια της θεραπείας με χλωραμφαινικόλη:
•Καταστολή του μυελού των οστών που μπορεί να λάβει δύο διαφορετικές μορφές. Η
πρώτη είναι η συνήθης δοσοεξαρτώμενη αναστρέψιμη καταστολή που εκδηλώνεται
συνήθως όταν η συγκέντρωση στο πλάσμα υπερβεί τα 25μg ανά ml, και
χαρακτηρίζεται από μειωμένη χρησιμοποίηση σιδήρου, κοκκιοκυτοπενία, αναιμία,
λευκοπενία και θρομβοκυτοπενία. Η επίδραση αυτή μπορεί να οφείλεται στην
αναστολή της πρωτεϊνοσύνθεσης στα μιτοχόνδρια των κυττάρων του μυελού των
οστών. Η δεύτερη ανεξάρτητη της δόσης μορφή, είναι μία μη αναστρέψιμη
απλαστική ή υποπλαστική αναιμία. Η απλασία μπορεί να εκδηλωθεί μετά από
λανθάνουσα περίοδο εβδομάδων ή μηνών. Όσο μεγαλύτερο είναι το διάστημα μεταξύ
της τελευταίας δόσης και των πρώτων σημείων, τόσο μεγαλύτερο είναι το ποσοστό
θνητότητας. Η επιβίωση είναι πιθανότερη σε εκείνους με πρώιμη έναρξη απλασίας,
που μπορεί όμως στη συνέχεια να εξελιχθεί σε μυελοβλαστική λευχαιμία.
•Τοξική εκδήλωση – “το φαιόν σύνδρομο’’ – σε νεογέννητα ειδικά στα πρόωρα, που
αναφέρεται όμως και σε παιδιά ηλικίας 2 ετών και σε νεογέννητα από μητέρες που
έλαβαν θεραπεία με χλωραμφαινικόλη κατά την τελευταία περίοδο της κύησης. Το
σύνδρομο συνήθως εμφανίζεται κατά τις πρώτες μέρες θεραπείας μεγάλης δόσης, με
κοιλιακή διάταση, έμετο, άρνηση τροφής, ακανόνιστη αναπνοή, φαιά κυάνωση,
υποθερμία, γαλακτική οξέωση, κυκλοφορική κατάρρευση και πιθανό θάνατο (40%
των περιπτώσεων). Φαίνεται πως οφείλεται σε ηπατική και νεφρική ανωριμότητα,
αντίστοιχη ανικανότητα γλυκουρονυλιώσεως της χλωραμφαινικόλης και απέκκρισης
του ασύζευκτου φαρμάκου. Παρόμοιο σύνδρομο αναφέρθηκε σε ενηλίκους και
μεγαλύτερα παιδιά που έλαβαν πολύ υψηλές δόσεις.
•Νευρολογικές διαταραχές όπως κεφαλαλγία, διανοητική σύγχυση, οπτική και
περιφερική νευρίτιδα, έχουν αναφερθεί περιστασιακά σε ασθενείς κατόπιν μακράς
διάρκειας και υψηλής δοσολογίας θεραπεία με χλωραμφαινικόλη.
•Αντιδράσεις υπερευαισθησίας (αλλεργικές), όπως δερματικά εξανθήματα και
πορφύρα, αγγειοοίδημα, φαρμακο-επαγώμενος πυρετός, φαινόμενα αναφυλαξίας.
•Έχει επίσης αναφερθεί αντίδραση τύπου Jarisch-Herxheimer μετά την έναρξη
θεραπείας χλωραμφαινικόλης για τυφοειδή πυρετό, σύφιλη και βρουκέλλωση. Η
αντίδραση απεδόθη στην μαζική έκλυση βακτηριακών ενδοτοξινών, αλλά η ακριβής
παθογένεσή της είναι ασαφής.