διαταραχής των ηλεκτρολυτών και της οξεοβασικής ισορροπίας. Αυτό δυνατόν
να απαιτήσει παροδική διακοπή της φουροσεμίδης.
Παράλληλη χρήση με τη ρισπεριδόνη
Σε ελεγχόμενες με εικονικό φάρμακο μελέτες της ρισπεριδόνης σε
ηλικιωμένους ασθενείς με άνοια, παρατηρήθηκε υψηλότερη θνησιμότητα σε
ασθενείς στους οποίους χορηγούνταν φουροσεμίδη και ρισπεριδόνη (7,3%,
μέσος όρος ηλικίας 89 έτη, εύρος 75-97 έτη) συγκριτικά με ασθενείς στους
οποίους χορηγείτο μόνο ρισπεριδόνη (3,1%, μέσος όρος ηλικίας 84 έτη, εύρος
70-96 έτη) ή μόνο φουροσεμίδη (4,1%, μέσος όρος ηλικίας 80 έτη, εύρος 67-90
έτη). Παράλληλη χρήση της ρισπεριδόνης με άλλα διουρητικά (κυρίως
θειαζιδικά διουρητικά σε χαμηλή δόση) δεν συσχετίστηκε με παρόμοια
ευρήματα.
Δεν έχει αναγνωριστεί παθοφυσιολογικός μηχανισμός ο οποίος να εξηγεί αυτό
το εύρημα, και δεν παρατηρήθηκαν σταθερά ευρήματα ως προς την αιτία
θανάτου. Εν τούτοις, θα πρέπει να δίνεται προσοχή και θα πρέπει να
εξετάζονται οι κίνδυνοι και τα οφέλη αυτού του συνδυασμού ή της συν-
θεραπείας με άλλα ισχυρά διουρητικά πριν την απόφαση για τη χρήση. Δεν
υπήρξε αυξημένη συχνότητα της θνησιμότητας σε ασθενείς που λαμβάνουν
άλλα διουρητικά ως παράλληλη θεραπεία με τη ρισπεριδόνη. Ανεξάρτητα από
τη θεραπεία, η αφυδάτωση ήταν ένας συνολικός παράγοντας κινδύνου για τη
θνησιμότητα και θα πρέπει συνεπώς να αποφεύγεται σε ηλικιωμένους ασθενείς
με άνοια (βλ. παράγραφο 4.3 «Αντενδείξεις»).
4.5
Αλληλεπιδράσεις με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα και άλλες
μορφές αλληλεπίδρασης
Μη συνιστώμενοι συνδυασμοί
Σε μεμονωμένες περιπτώσεις μετά από ενδοφλέβια χορήγηση φουροσεμίδης και
εντός 24 ωρών από τη λήψη ένυδρης χλωράλης μπορεί να εμφανισθούν
αίσθημα καύσου, εφίδρωση, ανησυχία, ναυτία, αύξηση της αρτηριακής πίεσης
και ταχυκαρδία. Συνεπώς, δεν συνιστάται η συγχορήγηση φουροσεμίδης με
ένυδρη χλωράλη.
Η φουροσεμίδη δυνατόν να ενισχύσει την ωτοτοξικότητα των
αμινογλυκοσιδών και των άλλων ωτοτοξικών φαρμακευτικών προϊόντων.
Επειδή μπορεί να προκληθεί μη ανατάξιμη βλάβη, τα φάρμακα αυτά πρέπει να
χορηγούνται με τη φουροσεμίδη μόνο εφόσον επιβάλλεται από ιατρικής
πλευράς.
Προφυλάξεις κατά τη χρήση
Κατά τη συγχορήγηση της φουροσεμίδης με σισπλατίνη υπάρχει κίνδυνος
ωτοτοξικής επίδρασης. Επιπλέον δυνατόν να ενισχυθεί η νεφροτοξικότητα της
σισπλατίνης στην περίπτωση που η φουροσεμίδη δεν χορηγείται σε χαμηλές
δόσεις (π.χ. 40 mg σε ασθενείς με φυσιολογική νεφρική λειτουργία) και με
θετικό ισοζύγιο υγρών όταν χορηγείται για να επιτευχθεί έντονη διούρηση
κατά τη διάρκεια της αγωγής με σισπλατίνη.
Η φουροσεμίδη ελαττώνει την αποβολή των αλάτων λιθίου και πιθανόν να
προκαλέσει αυξημένα επίπεδα λιθίου στον ορό, καταλήγοντας σε αυξημένο
κίνδυνο τοξικότητας από το λίθιο, περιλαμβανομένου του αυξημένου κινδύνου
καρδιοτοξικής και νευροτοξικής επίδρασης του λιθίου. Γι’ αυτό συνιστάται