ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
1. ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
Lasix
2. ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ
Κάθε φύσιγγα των 2 ml περιέχει ως δραστικό συστατικό 21,3 mg νατριούχο
φουροσεμίδη, που αντιστοιχεί σε 20 mg φουροσεμίδη.
Για τον πλήρη κατάλογο των εκδόχων, βλ. παράγραφο 6.1.
3. ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ
Ενέσιμο διάλυμα
4. ΚΛΙΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
4.1 Θεραπευτικές ενδείξεις
Οιδήματα οφειλόμενα σε συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια, κίρρωση ήπατος ή
νεφρική βλάβη. Αρτηριακή υπέρταση ως μονοθεραπεία ή σε συνδυασμό με
κάποιο αντιυπερτασικό.
Η ενδοφλέβια χορήγηση συνιστάται, όταν απαιτείται άμεση διούρηση, όπως σε
περιπτώσεις πνευμονικού οιδήματος, αντιμετώπιση της οξείας
υπερασβεστιαιμίας σε συνδυασμό με χλωρονατριούχους ορούς.
4.2 Δοσολογία και τρόπος χορήγησης
Πρέπει να χρησιμοποιείται η ελάχιστη αποτελεσματική δόση για την επίτευξη
του επιθυμητού αποτελέσματος.
Για να επιτευχθεί η καλύτερη αποτελεσματικότητα και για να κατασταλεί η
αντιρρύθμιση, γενικά, προτιμάται η συνεχής έγχυση φουροσεμίδης συγκριτικά
με τις επαναλαμβανόμενες ενέσεις bolus.
Ενήλικες και νεαρά άτομα άνω των 15 ετών:
Αν δεν υπάρχει συγκεκριμένη οδηγία, χορηγούνται αρχικά 20-40 mg Lasix (1-2
φύσιγγες) παρεντερικώς. Αν η διουρητική ανταπόκριση μετά τη χορήγηση των
20-40 mg Lasix (1-2 φύσιγγες) δεν είναι ικανοποιητική, επιτρέπεται η ανά 2ωρο
επανάληψη της δόσης 20 mg (1 φύσιγγα), ωσότου το προσδοκώμενο
αποτέλεσμα πραγματοποιηθεί. Η κατά τον τρόπο αυτό εκτίμηση της δόσης
μπορεί να χορηγείται 1-2 φορές την ημέρα.
Οξύ πνευμονικό οίδημα:
Αρχικά χορηγούνται 40 mg Lasix (2 φύσιγγες)
βραδέως ενδοφλεβίως. Αν δεν υπάρξει ικανοποιητικό αποτέλεσμα εντός μίας
ώρας, αύξηση της δόσης σε 80 mg Lasix (4 φύσιγγες) ενδοφλεβίως.
1
Θεραπεία οιδήματος όταν η χορήγηση από του στόματος δεν είναι δυνατή:
20-
40 mg Lasix (1-2 φύσιγγες) ενδομυϊκώς ή ενδοφλεβίως. Αύξηση της δόσης κατά
20 mg ανά διαστήματα δύο ωρών, ωσότου επιτευχθεί η επιθυμητή διούρηση. Η
δόση αυτή χορηγείται εν συνεχεία εφάπαξ ή σε δύο τμήματα ημερησίως.
Υψηλές δόσεις χορηγούνται υπό μορφή εγχύσεως με ρυθμό όχι μεγαλύτερο από
4 mg/min.
Η συνέχιση της αγωγής είναι εξάρτηση της αποβολής υγρών και της
υποκατάστασης υγρών καθώς και των ηλεκτρολυτικών απωλειών.
Σε δηλητηριάσεις με οξέα ή βάσεις η αλκαλοποίηση ή αντίστοιχα η οξινοποίηση
των ούρων μπορεί να επαυξήσει τη διούρηση.
Βρέφη και παιδιά ηλικίας κάτω των 15 ετών:
Γενικά θα πρέπει να χορηγηθεί φουροσεμίδη από του στόματος.
Η παρεντερική χορήγηση (στάγδην έγχυση) επιτρέπεται μόνον σε επικίνδυνες
για τη ζωή περιπτώσεις. Για την παρεντερική χορήγηση ισχύει ο δοσολογικός
κανόνας 1 mg/kg βάρους σώματος μέχρι τη μέγιστη ημερήσια δόση των 20 mg
Lasix (1 φύσιγγα). Η μετάταξη σε από του στόματος αγωγή πρέπει να
συντομεύεται κατά το δυνατό.
Τρόπος χορήγησης
Η παρεντερική χορήγηση Lasix 20 mg ενδείκνυται στις περιπτώσεις, στις οποίες
η εντερική απορρόφηση είναι μειωμένη ή όταν επιδιώκεται η ταχεία αποβολή
υγρών.
Κατά την ενδοφλέβια χορήγηση Lasix πρέπει να γίνεται η ένεση αργά. Δεν
επιτρέπεται η ταχύτητα χορήγησης να υπερβεί τα 4 mg/λεπτό. Σε ασθενείς με
σοβαρού βαθμού νεφρική ανεπάρκεια (επίπεδα κρεατινίνης ορού > 5 mg/dl)
συνιστάται ο ρυθμός έγχυσης να μην υπερβαίνει τα 2,5 mg/λεπτό.
Η ενδομυϊκή χορήγηση πρέπει να περιορίζεται σε εξαιρετικές περιπτώσεις,
όπου δεν είναι εφικτή ούτε η ενδοφλέβια ούτε η από του στόματος χορήγηση.
Επισημαίνεται ότι η ενδομυϊκή ένεση δεν συνιστάται για την αγωγή οξέων
καταστάσεων, όπως είναι το πνευμονικό οίδημα.
Η διάρκεια της αγωγής καθορίζεται από τον ιατρό. Προσδιορίζεται ανάλογα με
το είδος και τη βαρύτητα της νόσου.
4.3 Αντενδείξεις
Η φουροσεμίδη δεν πρέπει να χορηγείται σε:
Ασθενείς υπερευαίσθητους στη φουροσεμίδη ή σε κάποιο από τα έκδοχα του
Lasix. Ασθενείς αλλεργικοί στις σουλφοναμίδες (π.χ. σουλφοναμιδικά
αντιμικροβιακά ή σουλφονυλουρίες) και γενικά στις θειαζίδες μπορεί να
εμφανίσουν διασταυρούμενη ευαισθησία στη φουροσεμίδη,
Ασθενείς με υποογκαιμία ή αφυδάτωση,
Ασθενείς με ανουρία λόγω νεφρικής ανεπάρκειας οι οποίοι δεν
ανταποκρίνονται
στη φουροσεμίδη,
Ασθενείς με βαριάς μορφής υποκαλιαιμία,
Ασθενείς με βαριάς μορφής υπονατριαιμία,
2
Ασθενείς σε κωματώδη και προκωματώδη κατάσταση που έχει σχέση με
ηπατική
εγκεφαλοπάθεια,
Θηλάζουσες.
Όσον αφορά στην κύηση, βλ. παράγραφο 4.6 «Κύηση και γαλουχία».
4.4 Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση
Θα πρέπει να διασφαλίζεται η αποβολή των ούρων. Σε ασθενείς με μερική
απόφραξη της αποβολής των ούρων (π.χ. σε ασθενείς με διαταραχές κένωσης
της ουροδόχου κύστης, υπερτροφία του προστάτη ή στένωση της ουρήθρας) η
αυξημένη απέκκριση των ούρων μπορεί να προκαλέσει ή να επιδεινώσει τα
ενοχλήματα. Γι’ αυτό, απαιτείται προσεκτική παρακολούθηση των ασθενών και
ειδικότερα κατά τα αρχικά στάδια της αγωγής.
Η αγωγή με φουροσεμίδη απαιτεί τακτική ιατρική παρακολούθηση. Ιδιαίτερα
προσεκτική παρακολούθηση απαιτείται σε:
Ασθενείς με υπόταση,
Ασθενείς οι οποίοι βρίσκονται σε ιδιαίτερο κίνδυνο λόγω έντονης πτώσης της
αρτηριακής
πιέσεως, π.χ. ασθενείς με σημαντική στένωση των στεφανιαίων αρτηριών ή
των αιμοφόρων
αγγείων που εφοδιάζουν τον εγκέφαλο,
Ασθενείς με λανθάνοντα ή έκδηλο σακχαρώδη διαβήτη,
Ασθενείς με ουρική αρθρίτιδα,
Ασθενείς με ηπατονεφρικό σύνδρομο, π.χ. νεφρική βλάβη λειτουργικής
αιτιολογίας
συνοδευόμενη από βαριάς μορφής νόσο του ήπατος,
Ασθενείς με υποπρωτεϊναιμία συνοδευόμενη π.χ. από νεφρωσικό σύνδρομο
(δυνατόν να
εξασθενήσει η δράση της φουροσεμίδης και να ενισχυθεί η ωτοτοξικότητά
της). Απαιτείται
προσεκτική τιτλοποίηση της δόσης,
Πρόωρα νεογνά (πιθανή εμφάνιση νεφρασβέστωσης/νεφρολιθίασης
.
θα πρέπει
να
παρακολουθείται η νεφρική λειτουργία και να διεξάγεται υπερηχογράφημα
των νεφρών).
Επίσης αυξάνει τη συχνότητα παραμονής ανοικτού του αρτηριακού πόρου και
επιπλέκει το σύνδρομο αναπνευστικής δυσχέρειας των νεογνών.
Στη διάρκεια της θεραπείας συνιστάται ο προσεκτικός και τακτικός έλεγχος
των ηλεκτρολυτών και ιδιαίτερα του καλίου, του ασβεστίου, των χλωριδίων
και του δικαρβονικού και του ισοζυγίου υγρών. Ακόμη είναι απαραίτητος ο
τακτικός έλεγχος κρεατινίνης και ουρίας στο αίμα. Πρέπει επίσης να ελέγχεται
ο μεταβολισμός των υδατανθράκων.
Ιδιαίτερα συχνός έλεγχος απαιτείται σε ασθενείς που βρίσκονται σε υψηλό
κίνδυνο να εκδηλώσουν διαταραχές στην ισορροπία των ηλεκτρολυτών ή
ακόμη σε περίπτωση σημαντικής επιπλέον απώλειας υγρών (π.χ. λόγω εμέτων,
διάρροιας ή έντονης εφίδρωσης). Πρέπει να γίνεται αποκατάσταση της
υποογκαιμίας ή της αφυδάτωσης, καθώς και οποιασδήποτε σημαντικής
3
διαταραχής των ηλεκτρολυτών και της οξεοβασικής ισορροπίας. Αυτό δυνατόν
να απαιτήσει παροδική διακοπή της φουροσεμίδης.
Παράλληλη χρήση με τη ρισπεριδόνη
Σε ελεγχόμενες με εικονικό φάρμακο μελέτες της ρισπεριδόνης σε
ηλικιωμένους ασθενείς με άνοια, παρατηρήθηκε υψηλότερη θνησιμότητα σε
ασθενείς στους οποίους χορηγούνταν φουροσεμίδη και ρισπεριδόνη (7,3%,
μέσος όρος ηλικίας 89 έτη, εύρος 75-97 έτη) συγκριτικά με ασθενείς στους
οποίους χορηγείτο μόνο ρισπεριδόνη (3,1%, μέσος όρος ηλικίας 84 έτη, εύρος
70-96 έτη) ή μόνο φουροσεμίδη (4,1%, μέσος όρος ηλικίας 80 έτη, εύρος 67-90
έτη). Παράλληλη χρήση της ρισπεριδόνης με άλλα διουρητικά (κυρίως
θειαζιδικά διουρητικά σε χαμηλή δόση) δεν συσχετίστηκε με παρόμοια
ευρήματα.
Δεν έχει αναγνωριστεί παθοφυσιολογικός μηχανισμός ο οποίος να εξηγεί αυτό
το εύρημα, και δεν παρατηρήθηκαν σταθερά ευρήματα ως προς την αιτία
θανάτου. Εν τούτοις, θα πρέπει να δίνεται προσοχή και θα πρέπει να
εξετάζονται οι κίνδυνοι και τα οφέλη αυτού του συνδυασμού ή της συν-
θεραπείας με άλλα ισχυρά διουρητικά πριν την απόφαση για τη χρήση. Δεν
υπήρξε αυξημένη συχνότητα της θνησιμότητας σε ασθενείς που λαμβάνουν
άλλα διουρητικά ως παράλληλη θεραπεία με τη ρισπεριδόνη. Ανεξάρτητα από
τη θεραπεία, η αφυδάτωση ήταν ένας συνολικός παράγοντας κινδύνου για τη
θνησιμότητα και θα πρέπει συνεπώς να αποφεύγεται σε ηλικιωμένους ασθενείς
με άνοια (βλ. παράγραφο 4.3 «Αντενδείξεις»).
4.5
Αλληλεπιδράσεις με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα και άλλες
μορφές αλληλεπίδρασης
Μη συνιστώμενοι συνδυασμοί
Σε μεμονωμένες περιπτώσεις μετά από ενδοφλέβια χορήγηση φουροσεμίδης και
εντός 24 ωρών από τη λήψη ένυδρης χλωράλης μπορεί να εμφανισθούν
αίσθημα καύσου, εφίδρωση, ανησυχία, ναυτία, αύξηση της αρτηριακής πίεσης
και ταχυκαρδία. Συνεπώς, δεν συνιστάται η συγχορήγηση φουροσεμίδης με
ένυδρη χλωράλη.
Η φουροσεμίδη δυνατόν να ενισχύσει την ωτοτοξικότητα των
αμινογλυκοσιδών και των άλλων ωτοτοξικών φαρμακευτικών προϊόντων.
Επειδή μπορεί να προκληθεί μη ανατάξιμη βλάβη, τα φάρμακα αυτά πρέπει να
χορηγούνται με τη φουροσεμίδη μόνο εφόσον επιβάλλεται από ιατρικής
πλευράς.
Προφυλάξεις κατά τη χρήση
Κατά τη συγχορήγηση της φουροσεμίδης με σισπλατίνη υπάρχει κίνδυνος
ωτοτοξικής επίδρασης. Επιπλέον δυνατόν να ενισχυθεί η νεφροτοξικότητα της
σισπλατίνης στην περίπτωση που η φουροσεμίδη δεν χορηγείται σε χαμηλές
δόσεις (π.χ. 40 mg σε ασθενείς με φυσιολογική νεφρική λειτουργία) και με
θετικό ισοζύγιο υγρών όταν χορηγείται για να επιτευχθεί έντονη διούρηση
κατά τη διάρκεια της αγωγής με σισπλατίνη.
Η φουροσεμίδη ελαττώνει την αποβολή των αλάτων λιθίου και πιθανόν να
προκαλέσει αυξημένα επίπεδα λιθίου στον ορό, καταλήγοντας σε αυξημένο
κίνδυνο τοξικότητας από το λίθιο, περιλαμβανομένου του αυξημένου κινδύνου
καρδιοτοξικής και νευροτοξικής επίδρασης του λιθίου. Γι’ αυτό συνιστάται
4
όπως παρακολουθούνται προσεκτικά τα επίπεδα λιθίου των ασθενών οι οποίοι
λαμβάνουν το συνδυασμό.
Σε ασθενείς στους οποίους χορηγούνται διουρητικά μπορεί να εμφανισθεί
βαριάς μορφής υπόταση και επιδείνωση της νεφρικής λειτουργίας,
περιλαμβανομένων περιπτώσεων νεφρικής ανεπάρκειας, ειδικότερα όταν
χορηγηθεί για πρώτη φορά αναστολέας του μετατρεπτικού ενζύμου της
αγγειοτασίνης (αναστολέας του ΜΕΑ) ή ανταγωνιστής των υποδοχέων της
αγγειοτασίνης ΙΙ ή για πρώτη φορά αυξημένη δόση. Είναι σκόπιμο να εξεταστεί
η διακοπή της χορήγησης της φουροσεμίδης παροδικά ή τουλάχιστον η μείωση
της δόσης για 3 ημέρες πριν από την έναρξη της αγωγής με κάποιο αναστολέα
του ΜΕΑ ή κάποιο υποδοχέα της αγγειοτασίνης ΙΙ ή την αύξηση της δόσης
αυτών.
Ρισπεριδόνη: Θα πρέπει να δίνεται προσοχή και να εξετάζονται οι κίνδυνοι και
τα οφέλη του συνδυασμού ή της συν-θεραπείας με φουροσεμίδη ή με άλλα
ισχυρά διουρητικά πριν την απόφαση για τη χρήση. Βλ. παράγραφο 4.4 «Ειδικές
προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση, σχετικά με την αυξημένη
θνησιμότητα σε ηλικιωμένους ασθενείς με άνοια οι οποίοι λαμβάνουν
παράλληλα ρισπεριδόνη.
Να λαμβάνονται υπόψη
Η ταυτόχρονη χορήγηση με μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα,
περιλαμβανομένου του ακετυλοσαλικυλικού οξέος, μπορεί να μειώσει τη δράση
της φουροσεμίδης. Σε ασθενείς με αφυδάτωση ή υποογκαιμία τα μη στεροειδή
αντιφλεγμονώδη φάρμακα δυνατόν να προκαλέσουν οξεία νεφρική βλάβη. Η
τοξικότητα των σαλικυλικών δυνατόν να αυξηθεί από τη φουροσεμίδη.
Κατά τη συγχορήγηση με φαινυτοΐνη παρατηρήθηκε εξασθένηση της δράσης της
φουροσεμίδης.
Τα κορτικοστεροειδή, η καρβενοξολόνη, η γλυκύρριζα σε μεγάλη ποσότητα,
καθώς και η παρατεταμένη χρήση καθαρτικών πιθανόν να αυξήσει τον κίνδυνο
υποκαλιαιμίας.
Ορισμένες ηλεκτρολυτικές διαταραχές (π.χ. υποκαλιαιμία, υπομαγνησιαιμία)
δυνατόν να αυξήσουν την τοξικότητα συγκεκριμένων άλλων φαρμάκων (π.χ.
σκευάσματα δακτυλίτιδας και φάρμακα που προκαλούν το σύνδρομο
παράτασης του διαστήματος QT).
Στην περίπτωση που συγχορηγηθεί η φουροσεμίδη με αντιυπερτασικά φάρμακα,
διουρητικά ή άλλες ουσίες με υποτασική δράση θα πρέπει να ληφθεί υπόψη η
πιο έντονη μείωση της αρτηριακής πιέσεως.
Η προβενεσίδη, η μεθοτρεξάτη και άλλες ουσίες, όπως η φουροσεμίδη, που
υφίστανται σημαντική απέκκριση από τα νεφρικά σωληνάρια πιθανόν να
μειώνουν τη δράση της φουροσεμίδης. Αντιθέτως, η φουροσεμίδη μπορεί να
μειώσει την αποβολή αυτών των φαρμάκων από τους νεφρούς. Σε περίπτωση
αγωγής με υψηλές δόσεις (ιδιαίτερα κατά τη συγχορήγηση φουροσεμίδης με τα
άλλα φάρμακα) μπορεί να προκληθούν αυξημένα επίπεδα στον ορό και
αυξημένος κίνδυνος ανεπιθυμήτων ενεργειών λόγω της φουροσεμίδης ή
εξαιτίας της συγχορηγούμενης αγωγής.
5
Η δράση των αντιδιαβητικών φαρμάκων και των συμπαθητικομιμητικών που
αυξάνουν την αρτηριακή πίεση (π.χ. αδρεναλίνη, νοραδρεναλίνη) μπορεί να
μειωθεί. Η φουροσεμίδη ανταγωνίζεται τη δράση των μυοχαλαρωτικών τύπου
κουραρίου και ενισχύει τη δράση της σουκινυλχολίνης. Επίσης αυξάνει τις
φαρμακολογικές ενέργειες της θεοφυλλίνης.
Η βλαπτική επίδραση των νεφροτοξικών φαρμάκων στο νεφρό μπορεί να
αυξηθεί.
Νεφρική δυσλειτουργία μπορεί να εμφανιστεί σε ασθενείς που λαμβάνουν
ταυτόχρονα αγωγή φουροσεμίδης με υψηλές δόσεις συγκεκριμένων
κεφαλοσπορινών.
Η συγχορήγηση κυκλοσπορίνης Α με φουροσεμίδη συνοδεύεται από αυξημένο
κίνδυνο ουρικής αρθρίτιδας, δευτεροπαθώς της υπερουριχαιμίας που
προκαλείται από τη φουροσεμίδη, καθώς και δυσλειτουργία στην αποβολή
ουρικού οξέος από τους νεφρούς λόγω της κυκλοσπορίνης.
Ασθενείς που είχαν αυξημένο κίνδυνο νεφροπάθειας από ραδιοσκιαγραφικά και
αντιμετωπίζονταν θεραπευτικά με φουροσεμίδη εμφάνισαν μεγαλύτερο
ποσοστό επιδείνωσης της νεφρικής λειτουργίας αφότου έλαβαν
ραδιοσκιαγραφικό υλικό έναντι των ασθενών υψηλού κινδύνου στους οποίους
χορηγήθηκε ενδοφλεβίως μόνο ενυδάτωση πριν από τη λήψη
ραδιοσκιαγραφικών.
Η μετολαζόνη δρα συνεργικά με τη φουροσεμίδη και μπορεί να προκαλέσει
έντονη διούρηση σε ασθενείς, που δεν ανταποκρίνονται στη φουροσεμίδη μόνη
της.
Ο κίνδυνος πρόκλησης ορθοστατικής υπότασης αυξάνει με σύγχρονη χορήγηση
αλκοόλης, βαρβιτουρικών και ναρκωτικών.
Απουσία φαρμακοκινητικής αλληλεπίδρασης φαρμάκου
Καμιά πληροφορία μέχρι σήμερα δεν θεωρήθηκε απαραίτητη.
Αλληλεπίδραση με εργαστηριακούς ή διαγνωστικούς ελέγχους
Καμιά πληροφορία μέχρι σήμερα δεν θεωρήθηκε απαραίτητη.
4.6 Κύηση και γαλουχία
Κύηση
Η φουροσεμίδη διαπερνά το φραγμό του πλακούντα. Δεν πρέπει να χορηγείται
κατά την κύηση, εκτός και αν συντρέχουν σοβαροί ιατρικοί λόγοι και για μικρό
χρονικό διάστημα.
Η αγωγή κατά την κύηση απαιτεί παρακολούθηση της ανάπτυξης του εμβρύου.
Γαλουχία
Η φουροσεμίδη περνά στο μητρικό γάλα και δυνατόν να αναστείλει τη
γαλουχία. Οι γυναίκες στις οποίες χορηγείται φουροσεμίδη, δεν θα πρέπει να
θηλάζουν.
4.7 Επιδράσεις στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανών
6
Κάποιες ανεπιθύμητες αντιδράσεις (π.χ. ανεπιθύμητα έντονη πτώση της
αρτηριακής πίεσης) δυνατόν να επηρεάσουν την ικανότητα των ασθενών να
συγκεντρωθούν και να αντιδράσουν και γι’ αυτό αποτελούν κίνδυνο σε
καταστάσεις όπου αυτές οι ικανότητες είναι ιδιαίτερης σημασίας (π.χ.
χειρισμός μηχανών ή αυτοκινήτου).
Αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία στην αρχή της αγωγής ή όταν γίνεται αλλαγή του
φαρμάκου ή σε συνδυασμό με λήψη οινοπνεύματος.
4.8 Ανεπιθύμητες ενέργειες
Οι συχνότητες προέρχονται από βιβλιογραφικά δεδομένα μελετών όπου η
φουροσεμίδη χρησιμοποιήθηκε συνολικά σε 1.387 ασθενείς, σε οποιαδήποτε
δόση και ένδειξη. Στην περίπτωση κατά την οποία η κατηγορία συχνότητας για
την ίδια ανεπιθύμητη ενέργεια ήταν διαφορετική, επιλέχθηκε η κατηγορία
υψηλότερης συχνότητας.
Η ακόλουθη συχνότητα CIOMS χρησιμοποιήθηκε κατά περίπτωση:
Πολύ συχνές ≥ 10%, συχνές ≥ 1 έως < 10%, όχι συχνές ≥ 0,1 έως <1%,
σπάνιες ≥ 0,01 έως < 0,1%, πολύ σπάνιες < 0,01, μη γνωστές (δεν μπορούν να
εκτιμηθούν με βάση τα διαθέσιμα δεδομένα).
Διαταραχές του μεταβολισμού και της θρέψης
Πολύ συχνές: Διαταραχές των ηλεκτρολυτών (περιλαμβανομένων των
συμπτωματικών), αφυδάτωση και υποογκαιμία, ειδικότερα σε ηλικιωμένους
ασθενείς, αυξημένα επίπεδα κρεατινίνης στο αίμα, αυξημένα επίπεδα
τριγλυκεριδίων στο αίμα
Συχνές: Υπονατριαιμία, υποχλωραιμία, υποκαλιαιμία, αυξημένα επίπεδα
χοληστερόλης στο αίμα, αυξημένα επίπεδα ουρικού οξέος στο αίμα και κρίσεις
ουρικής αρθρίτιδας
Όχι συχνές: Μείωση της ανοχής στη γλυκόζη. Ο λανθάνων σακχαρώδης
διαβήτης μπορεί να καταστεί έκδηλος. Βλ. παράγραφο 4.4 «Ειδικές
προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση».
Μη γνωστές: Υπασβεστιαιμία, υπομαγνησιαιμία, αυξημένα επίπεδα ουρίας στο
αίμα, μεταβολική αλκάλωση, ψευδο-σύνδρομο Bartter στα πλαίσια κακής χρήσης
ή/και μακροχρόνιας χρήσης της φουροσεμίδης.
Αγγειακές διαταραχές
Πολύ συχνές (για την ενδοφλέβια έγχυση): Υπόταση, περιλαμβανομένης της
ορθοστατικής υπότασης (βλ. παράγραφο 4.4 «Ειδικές προειδοποιήσεις και
προφυλάξεις κατά τη χρήση»).
Σπάνιες: Αγγειίτιδα
Μη γνωστές: Θρόμβωση.
Διαταραχές των νεφρών και των ουροφόρων οδών
Συχνές: Αυξημένος όγκος ούρων
Σπάνιες: Διάμεση νεφρίτιδα των ουροφόρων σωληναρίων
Μη γνωστές:
- Αυξημένα επίπεδα νατρίου στα ούρα, αυξημένα επίπεδα χλωριδίου στα ούρα,
κατακράτηση ούρων (σε ασθενείς με μερική απόφραξη εκροής των ούρων, βλ.
παράγραφο 4.4 «Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση»)
- Νεφρασβέστωση/νεφρολιθίαση στα πρόωρα νεογνά (βλ. παράγραφο 4.4
«Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση»)
7
- Νεφρική βλάβη (βλ. παράγραφο 4.5 «Αλληλεπιδράσεις με άλλα φαρμακευτικά
προϊόντα και άλλες μορφές αλληλεπίδρασης»).
Διαταραχές του γαστρεντερικού
Όχι συχνές: Ναυτία
Σπάνιες: Έμετος, διάρροια
Πολύ σπάνιες: Οξεία παγκρεατίτιδα.
Διαταραχές του ήπατος και των χοληφόρων
Πολύ σπάνιες: Χολόσταση, αυξημένα επίπεδα τρανσαμινασών.
Διαταραχές του ωτός και του λαβυρίνθου
Όχι συχνές: Διαταραχές της ακοής, παρ’ όλο που συνήθως είναι παροδικές,
ιδιαίτερα σε ασθενείς με νεφρική βλάβη, υποπρωτεϊναιμία (π.χ. σε νεφρωσικό
σύνδρομο) ή/και όταν η ενδοφλέβια χορήγηση φουροσεμίδης γίνεται πολύ
γρήγορα. Περιπτώσεις κώφωσης, μερικές φορές μη αναστρέψιμες έχουν
αναφερθεί μετά τη χορήγηση φουροσεμίδης από το στόμα ή ενδοφλεβίως.
Σπάνιες: Εμβοές των ώτων.
Διαταραχές του δέρματος και του υποδόριου ιστού
Όχι συχνές: Κνησμός, κνίδωση, εξανθήματα, πομφολυγώδης δερματίτιδα,
πολύμορφο ερύθημα, πεμφιγοειδές, αποφολιδωτική δερματίτιδα, πορφύρα,
αντίδραση από φωτοευαισθησία
Μη γνωστές: Σύνδρομο Stevens-Johnson, τοξική επιδερμική νεκρόλυση, οξεία
γενικευμένη εξανθηματική φλυκταίνωση και φαρμακευτικό εξάνθημα με
ηωσινοφιλία και συστηματικά συμπτώματα.
Διαταραχές του ανοσοποιητικού συστήματος
Σπάνιες: Σοβαρές αναφυλακτικές ή αναφυλακτικού τύπου αντιδράσεις (π.χ. με
καταπληξία).
Διαταραχές του νευρικού συστήματος
Σπάνιες: Παραισθησίες
Συχνές: Ηπατική εγκεφαλοπάθεια σε ασθενείς με ηπατοκυτταρική ανεπάρκεια
(βλ. παράγραφο 4.3 «Αντενδείξεις»).
Γι’ αυτό επιβάλλεται τακτική παρακολούθηση της διούρησης και των
ηλεκτρολυτών και ανάλογη διόρθωση τυχόν διαταραχών.
Διαταραχές του αιμοποιητικού και του λεμφικού συστήματος
Συχνές: Αιμοσυμπύκνωση
Όχι συχνές: Θρομβοπενία
Σπάνιες: Λευκοπενία, ηωσινοφιλία
Πολύ σπάνιες: Ακοκκιοκυτταραιμία, απλαστική αναιμία ή αιμολυτική αναιμία.
Συγγενείς και οικογενείς/γενετικές διαταραχές
Μη γνωστές: Αυξημένος κίνδυνος παραμονής ανοικτού του αρτηριακού πόρου
στην περίπτωση που η φουροσεμίδη χορηγηθεί στα πρόωρα νεογνά κατά τις
πρώτες εβδομάδες της ζωής τους.
Γενικές διαταραχές και καταστάσεις της οδού χορήγησης
Σπάνιες: Πυρετός.
Μη γνωστές: Μετά την ενδομυϊκή ένεση, τοπικές αντιδράσεις όπως άλγος.
8
Ο συστηματικός ερυθηματώδης λύκος μπορεί να ενεργοποιηθεί ή να
παρουσιάσει έξαρση με τη φουροσεμίδη.
Ξανθοψία, θρομβοφλεβίτις
.
υπερουριχαιμία, αζωθαιμία. Επίσης συχνή,
ιδιαίτερα στους υπερήλικες και τους καλοκαιρινούς μήνες, είναι η αφυδάτωση.
Αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών
Η αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών μετά από τη χορήγηση
άδειας κυκλοφορίας του φαρμακευτικού προϊόντος είναι σημαντική. Επιτρέπει
τη συνεχή παρακολούθηση της σχέσης οφέλους-κινδύνου του φαρμακευτικού
προϊόντος. Ζητείται από τους επαγγελματίες του τομέα της υγειονομικής
περίθαλψης να αναφέρουν οποιεσδήποτε πιθανολογούμενες ανεπιθύμητες
ενέργειες μέσω του εθνικού συστήματος αναφοράς:
Ελλάδα
Εθνικός Οργανισμός Φαρμάκων
Μεσογείων 284
GR-15562 Χολαργός, Αθήνα
Τηλ: + 30 21 32040380/337
Φαξ: + 30 21 06549585
Ιστότοπος: http :// www . eof . gr
Κύπρος
Φαρμακευτικές Υπηρεσίες
Υπουργείο Υγείας
CY-1475 Λευκωσία
Φαξ: + 357 22608649
Ιστότοπος: www . moh . gov . cy / phs
4.9 Υπερδοσολογία
Σημεία και συμπτώματα
Η κλινική εικόνα της οξείας ή της χρόνιας υπερδοσολογίας αρχικά εξαρτάται
από το μέγεθος και τις συνέπειες της απώλειας υγρών και ηλεκτρολυτών π.χ.
υποογκαιμία, αφυδάτωση, αιμοσυμπύκνωση, καρδιακές αρρυθμίες
(συμπεριλαμβάνεται ο κολποκοιλιακός αποκλεισμός και η κοιλιακή
μαρμαρυγή). Τα συμπτώματα αυτών των διαταραχών αφορούν σε βαριάς
μορφής υπόταση (εξελισσόμενη μέχρι και καταπληξία), οξεία νεφρική βλάβη,
θρόμβωση, καταστάσεις παραληρήματος, χαλαρή παράλυση, απάθεια και
σύγχυση.
Αντιμετώπιση
Δεν είναι γνωστό κάποιο ειδικό αντίδοτο για τη φουροσεμίδη. Στην περίπτωση
που η λήψη έγινε μόλις προ ολίγου, απαιτείται προσπάθεια για να
ελαχιστοποιηθεί η περαιτέρω συστηματική απορρόφηση του δραστικού
συστατικού λαμβάνοντας μέτρα, τέτοια όπως πλύση στομάχου ή αυτά που
συνιστώνται για τη μείωση της απορρόφησης (π.χ. ενεργοποιημένος άνθρακας).
Θα πρέπει να γίνει αποκατάσταση των κλινικά σημαντικών διαταραχών στο
ισοζύγιο υγρών και ηλεκτρολυτών. Εκτός από την πρόληψη και τη θεραπευτική
αντιμετώπιση των σοβαρών επιπλοκών που προέρχονται από τέτοιες
διαταραχές και από άλλες επιδράσεις στον οργανισμό, πιθανόν η διορθωτική
9
αυτή ενέργεια να απαιτήσει γενική και ειδική εντατική ιατρική παρακολούθηση
και τη λήψη θεραπευτικών μέτρων αντιμετώπισης.
_____________________________________
*
Άμεσα μέτρα αντιμετώπισης αναφυλακτικής καταπληξίας
Γενικά συνιστάται η λήψη των παρακάτω μέτρων:
Με τις πρώτες ενδείξεις (εφίδρωση, τάση για έμετο, κυάνωση) διακόπτεται η
ένεση, αφήνεται όμως η βελόνα στη φλέβα, ώστε να διατηρηθεί η δίοδος προς
αυτή. Εκτός από τα άλλα μέτρα
πρώτης βοήθειας, τοποθέτηση της κεφαλής σε χαμηλότερο σημείο από το σώμα
και απελευθέρωση των αναπνευστικών οδών.
Φαρμακευτικά μέτρα:
Αμέσως επινεφρίνη (αδρεναλίνη) ενδοφλεβίως: Διαλύεται 1
ml
επινεφρίνης
1:1.000 σε 10
ml
και ενίεται βραδέως από το διάλυμα 1
ml
(=0,1
mg
επινεφρίνη),
κάτω από συνεχή παρακολούθηση του σφυγμού και της αρτηριακής πίεσης
(προσοχή καρδιακή αρρυθμία!). Η χορήγηση της δόσης αυτής μπορεί να
επαναληφθεί.
Συνέχιση με γλυκοκορτικοειδή i.v.: Π.χ. 250-1.000
mg
μεθυλπρεδνιζολόνη, η
οποία ανάλογα με την περίπτωση επαναλαμβάνεται.
Οι δοσολογικές υποδείξεις αφορούν σε ενήλικες με φυσιολογικό βάρος
σώματος. Σε παιδιά η δόση θα πρέπει να μειώνεται ανάλογα με το σωματικό
βάρος.
Η αγωγή συνεχίζεται με υποκατάσταση της υποογκαιμίας με ενδοφλέβια
χορήγηση:
Π.χ. υποκατάσταση του πλάσματος, ανθρώπινη λευκωματίνη, πλήρες διάλυμα
ηλεκτρολυτών
Συμπληρωματικά μέτρα: Τεχνητή αναπνοή, χορήγηση οξυγόνου,
αντιϊσταμινικά.
5. ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
Φαρμακοθεραπευτική κατηγορία: Διουρητικό της αγκύλης, αντιυπερτασικό.
Κωδικός ATC: C03CA01
5.1 Φαρμακοδυναμικές ιδιότητες
Τρόπος δράσης
Η φουροσεμίδη {χημική ονομασία: 5-(aminosulfonyl)-4-chloro-2-[(2-furanylmethyl)
amino] benzoic acid; 4-chloro-N-furfuryl-5-sulfamoyl-anthranilic acid} είναι ένα διουρητικό
της αγκύλης που δημιουργεί μια συγκριτικά ισχυρή και βραχείας διάρκειας
διούρηση με ταχεία έναρξη. Η φουροσεμίδη παρεμποδίζει το σύστημα συν-
μεταφοράς του Na
+
K
+
2Cl
-
το οποίο είναι παρόν στην κυτταρική μεμβράνη του
αυλού στο ευρύ ανιόν σκέλος της αγκύλης του Henle: ως εκ τούτου η
αποτελεσματικότητα της αλατοδιουρητικής δράσης της φουροσεμίδης
εξαρτάται από τη συγκέντρωση της ουσίας που φθάνει στον αυλό του
σωληνάριου μέσω της αντλίας οργανικών οξέων. Η διουρητική δράση
επιτυγχάνεται με αναστολή της επαναπορρόφησης χλωριούχου νατρίου σε αυτό
το τμήμα της αγκύλης του Henle. Ως επακόλουθο αυτού, η κλασματική αποβολή
10
νατρίου μπορεί να φθάσει στο 35% της σπειραματικής διήθησης νατρίου. Τα
δευτεροπαθή αποτελέσματα της αυξημένης αποβολής νατρίου είναι η αυξημένη
απέκκριση ούρων (λόγω του ωσμωτικά δεσμευμένου ύδατος) και η αυξημένη
απέκκριση καλίου από το αθροιστικό σωληνάριο.
Επίσης αυξημένη είναι και η αποβολή ιόντων ασβεστίου και μαγνησίου.
Η φουροσεμίδη διακόπτει το μηχανισμό παλίνδρομης αλληλορύθμισης του
σπειράματος στο εγγύς εσπειραμένο σωληνάριο, με αποτέλεσμα να μην
υπάρχει εξασθένηση της αλατοδιουρητικής δραστηριότητας. Η φουροσεμίδη
προκαλεί δοσοεξαρτώμενη διέγερση του συστήματος ρενίνης-αγγειοτασίνης-
αλδοστερόνης.
Σε καρδιακή ανεπάρκεια, η φουροσεμίδη προκαλεί άμεση μείωση του
προφορτίου της καρδιάς μέσω διαστολής των φλεβών. Αυτή η πρώιμη αγγειακή
δράση φαίνεται ότι έχει σχέση με τις προσταγλανδίνες και προϋποθέτει επαρκή
νεφρική λειτουργία με δραστηριοποίηση του συστήματος ρενίνης-
αγγειοτασίνης και δεν επηρεάζεται η σύνθεση προσταγλανδινών. Επιπλέον η
φουροσεμίδη λόγω της νατριουρητικής της δράσης ελαττώνει την αγγειακή
αντιδραστικότητα στις κατεχολαμίνες, που εμφανίζεται αυξημένη στους
υπερτασικούς ασθενείς.
Το αντιυπερτασικό αποτέλεσμα της φουροσεμίδης αποδίδεται στην αυξημένη
αποβολή νατρίου, στον ελαττωμένο όγκο αίματος και στη μειωμένη
ανταπόκριση των λείων μυϊκών ινών των αγγείων στα αγγειοσυσταλτικά
ερεθίσματα.
Φαρμακοδυναμικά χαρακτηριστικά
Η έναρξη της διούρησης μετά την ενδοφλέβια χορήγηση φουροσεμίδης
επέρχεται εντός 15 λεπτών και μετά την από του στόματος χορήγηση
εμφανίζεται εντός 1 ώρας.
Σε υγιή άτομα που έλαβαν φουροσεμίδη σε δόσεις 10-100 mg εντοπίσθηκε
δοσοεξαρτώμενη αύξηση στη διούρηση και νατριούρηση. Η διάρκεια δράσης
είναι περίπου 3 ώρες μετά από ενδοφλέβια χορήγηση 20 mg φουροσεμίδης ενώ
μετά από του στόματος χορήγηση 40 mg σε υγιή άτομα είναι 3-6 ώρες.
Σε ασθενείς, η σχέση των ενδοσωληναριακών συγκεντρώσεων της αδέσμευτης
(ελεύθερης) φουροσεμίδης (προσδιορίζεται χρησιμοποιώντας το ρυθμό
απέκκρισης της φουροσεμίδης με τα ούρα) με το νατριουρητικό του αποτέλεσμα
έχει τη μορφή καμπύλης τύπου S με ελάχιστο ρυθμό αποτελεσματικής
απέκκρισης της φουροσεμίδης περίπου 10 μg ανά λεπτό. Γι’ αυτό, η συνεχής
έγχυση φουροσεμίδης είναι πιο αποτελεσματική από ό,τι οι
επαναλαμβανόμενες ενέσεις bolus.
Eπιπλέον, πέρα από τη συγκεκριμένη δόση bolus του φαρμάκου, δεν υπάρχει
σημαντική αύξηση στο αποτέλεσμα. Η δράση της φουροσεμίδης μειώνεται,
εφόσον είναι μειωμένη η σωληναριακή απέκκριση ή η ενδοσωληναριακή
δέσμευση του φαρμάκου με τη λευκωματίνη.
5.2 Φαρμακοκινητικές ιδιότητες
11
Η βιοδιαθεσιμότητα του φαρμάκου στους ασθενείς προσδιορίζεται από
διάφορους παράγοντες συμπεριλαμβανόμενων και των συνοδών νόσων και
μπορεί να μειωθεί σε ποσοστό μικρότερο από 30% (π.χ. σε νεφρωσικό
σύνδρομο).
Ο όγκος κατανομής της φουροσεμίδης είναι 0,1-0,2 l/kg βάρους σώματος. Ο
όγκος κατανομής μπορεί να είναι μεγαλύτερος σε σχέση με το συνοδό νόσημα.
Η φουροσεμίδη συνδέεται εκτεταμένα με τις πρωτεΐνες του πλάσματος σε
ποσοστό μεγαλύτερο από 98% και κυρίως με τη λευκωματίνη.
Η φουροσεμίδη αποβάλλεται βασικά αναλλοίωτη, αρχικά μέσω απέκκρισης από
το εγγύς σωληνάριο. Μετά από την ενδοφλέβια χορήγηση φουροσεμίδης
ποσοστό 60-70% της δόσης εκκρίνεται με τον ίδιο τρόπο. Ο γλυκουρονικός
μεταβολίτης της φουροσεμίδης ο οποίος ανιχνεύεται στα ούρα ανέρχεται σε
ποσοστό περίπου 10-20%. Η εναπομείνασα δόση αποβάλλεται με τα κόπρανα,
πιθανώς μετά από χολική έκκριση.
Ο τελικός χρόνος ημίσειας ζωής της φουροσεμίδης μετά από ενδοφλέβια
χορήγηση ανέρχεται περίπου σε 1-1,5 ώρα.
Η φουροσεμίδη εκκρίνεται στο μητρικό γάλα. Η φουροσεμίδη διαπερνά τον
πλακουντιακό φραγμό και μεταφέρεται αργά στο έμβρυο. Στο έμβρυο ή στο
νεογνό ανευρίσκεται στις ίδιες συγκεντρώσεις όπως και στη μητέρα.
Νεφρική νόσος
Σε νεφρική ανεπάρκεια, η αποβολή της φουροσεμίδης επιβραδύνεται και ο
χρόνος ημιζωής επιμηκύνεται. Ο τελικός χρόνος ημίσειας ζωής σε ασθενείς με
βαριάς μορφής νεφρική ανεπάρκεια ανέρχεται μέχρι και 24 ώρες.
Σε νεφρωσικό σύνδρομο οι μειωμένες συγκεντρώσεις πρωτεΐνης στο πλάσμα
οδηγούν σε αυξημένες συγκεντρώσεις αδέσμευτης (ελεύθερης) φουροσεμίδης.
Από την άλλη πλευρά, η δραστικότητα της φουροσεμίδης μειώνεται σε αυτούς
τους ασθενείς λόγω δέσμευσης με την ενδοσωληναριακή λευκωματίνη και την
ελαττωμένη σωληναριακή απέκκριση.
Η φουροσεμίδη απομακρύνεται ελάχιστα μέσω αιμοδιύλισης, περιτοναϊκής
διύλισης και CAPD.
H
πατική ανεπάρκεια
Σε ηπατική ανεπάρκεια, ο χρόνος ημίσειας ζωής της φουροσεμίδης αυξάνεται
σε ποσοστό 30-90%, βασικά λόγω του μεγαλύτερου όγκου κατανομής.
Επιπλέον, σε αυτή την ομάδα ασθενών υπάρχει ευρεία παρέκκλιση σε όλες τις
φαρμακοκινητικές παραμέτρους.
Συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια, βαριάς μορφής υπέρταση,
ηλικιωμένοι
Η αποβολή της φουροσεμίδης επιβραδύνεται λόγω της μειωμένης νεφρικής
λειτουργίας σε ασθενείς με συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια, βαριάς μορφής
υπέρταση ή σε ηλικιωμένους.
Πρόωρα και πλήρους κυήσεως νεογνά
12
Η αποβολή της φουροσεμίδης δυνατόν να επιβραδυνθεί σε εξάρτηση με την
ωρίμανση των νεφρών. Ο μεταβολισμός του φαρμάκου μειώνεται επίσης στην
περίπτωση που είναι μειωμένη η ικανότητα γλουκουρογένεσης του εμβρύου.
Στα βρέφη, ο τελικός χρόνος ημίσειας ζωής είναι λιγότερο από 12 ώρες σε
ηλικία μεγαλύτερη των 33 εβδομάδων μετά τη γονιμοποίηση. Σε βρέφη ηλικίας
2 μηνών και μεγαλύτερα, η τελική κάθαρση είναι η ίδια με αυτή των ενηλίκων.
5.3 Προκλινικά δεδομένα για την ασφάλεια
Οξεία τοξικότητα
Από μελέτες τοξικότητας όπου χορηγήθηκε η φουροσεμίδη είτε από το στόμα
είτε ενδοφλεβίως σε διάφορα είδη τρωκτικών και σκύλους εντοπίσθηκε μικρή
οξεία τοξικότητα. Η από του στόματος LD
50
της φουροσεμίδης κυμαίνεται
μεταξύ 1.050 και 4.600 mg/kg σωματικού βάρους στα ποντίκια και στους
αρουραίους ενώ στα ινδικά χοιρίδια είναι 243 mg/kg βάρους σώματος. Σε
σκύλους, η από του στόματος LD
50
είναι περίπου 2.000 mg/kg βάρους σώματος
και η ενδοφλέβια LD
50
είναι περισσότερο από 400 mg/kg σωματικού βάρους.
Χρόνια τοξικότητα
Σε αρουραίους και σκύλους μετά από 6 και 12 μηνών χορήγηση οι νεφρικές
αλλοιώσεις συμπεριλαμβανόμενης της τοπικής ινώσεως, αποτιτανώσεως
έγιναν αντιληπτές στις ομάδες που είχαν λάβει την ανώτατη δόση (10-20 φορές
μεγαλύτερη από τη θεραπευτική δόση που χορηγείται στον άνθρωπο).
Ωτοτοξικότητα
Η φουροσεμίδη δυνατόν να παρέμβει στη διαδικασία μεταφοράς στο αγγειώδες
πέταλο του έσω ωτός και πιθανόν να προκαλέσει ακουστικές διαταραχές οι
οποίες γενικά είναι αναστρέψιμες.
Μεταλλαξιογόνος δράση
In
vitro δοκιμές που διεξήχθησαν σε βακτηρίδια και κύτταρα θηλαστικών
εντόπισαν τόσο θετικά όσο και αρνητικά αποτελέσματα. Επαγωγή παρ’ όλα
αυτά των γονιδιακών και χρωμοσωμικών μεταλλάξεων παρατηρήθηκε μόνο
όταν επιτεύχθηκαν κυτταροτοξικές συγκεντρώσεις από τη φουροσεμίδη.
Καρκινογόνος δράση
Η φουροσεμίδη χορηγήθηκε σε ποσότητα περίπου 200 mg/kg σωματικού βάρους
(14.000 ppm) την ημέρα μαζί με την τροφή σε θηλυκά ποντίκια και αρουραίους
για χρονικό διάστημα περισσότερο από 2 χρόνια.
Παρουσιάσθηκε αυξημένη συχνότητα αδενοκαρκινώματος των μαστών σε
ποντικούς, όχι όμως σε αρουραίους. Η δόση αυτή είναι σημαντικά μεγαλύτερη
από τη θεραπευτική δόση που χορηγείται σε ασθενείς ανθρώπους. Επιπλέον, οι
όγκοι αυτοί μορφολογικά ήταν ίδιοι με τους όγκους που εμφανίσθηκαν
αυτόματα και εντοπίσθηκαν σε ποσοστό 2% - 8% των υπό έλεγχο ευρισκομένων
ζώων.
Παρ’ όλα αυτά, η συχνότητα αυτή των όγκων θεωρείται απίθανο να σχετίζεται
με την αγωγή που χορηγείται στον άνθρωπο. Πράγματι δεν υπάρχει μαρτυρία
αυξημένης συχνότητας αδενοκαρκινώματος των μαστών στον άνθρωπο μετά τη
χορήγηση φουροσεμίδης. Με βάση τις επιδημιολογικές μελέτες, η ταξινόμηση
της καρκινογένεσης λόγω της φουροσεμίδης σε ανθρώπους δεν είναι δυνατή.
13
Σε μια μελέτη ως προς την καρκινογένεση χορηγήθηκε σε αρουραίους
φουροσεμίδη σε ημερήσιες δόσεις των 15 και 30 mg/kg σωματικού βάρους. Οι
άρρενες αρουραίοι στη δόση των 15 mg/kg αλλά όχι στη δόση των 30 mg/kg
εμφάνισαν οριακή αύξηση σε ασυνήθεις όγκους. Θεωρείται ότι τα ευρήματα
αυτά ήταν τυχαία.
Η καρκινογένεση της ουροδόχου κύστεως που προκαλείται από τη νιτροζαμίνη
σε αρουραίους δεν έδωσε στοιχεία από τα οποία να υποδηλώνεται ότι η
φουροσεμίδη είναι παράγοντας προαγωγής.
Τοξικότητα κατά την αναπαραγωγή
Η φουροσεμίδη δεν επέδρασε στη γονιμότητα των αρρένων και θηλέων
αρουραίων όταν χορηγήθηκε σε ημερήσιες δόσεις των 90 mg/kg βάρους σώματος
όπως και στα άρρενα και θηλυκά ποντίκια σε ημερήσιες από του στόματος
χορηγούμενες δόσεις 200 mg/kg βάρους σώματος.
Μετά από χορήγηση φουροσεμίδης σε διάφορα είδη θηλαστικών
συμπεριλαμβανόμενων του ποντικού, αρουραίου, γάτας, κουνελιού και σκύλου
δεν παρατηρήθηκε κάποια σχετική εμβρυοτοξική ή τερατογόνος δράση.
Περιγράφηκε καθυστερημένη νεφρική ωρίμανση –μείωση στον αριθμό των
διαφοροποιημένων σπειραμάτων– στους απογόνους των αρουραίων που
αντιμετωπίσθηκαν θεραπευτικά με 75 mg φουροσεμίδης ανά kg βάρους σώματος
κατά τις ημέρες της κυήσεως, ήτοι από την 7η-11η και τη 14η-18η ημέρα.
Η φουροσεμίδη διαπερνά τον πλακούντα και στον ομφάλιο λώρο επιτυγχάνει
100% συγκεντρώσεις ορού στη μητέρα. Μέχρι σήμερα δεν ανιχνεύθηκαν
κάποιες δυσμορφίες στον άνθρωπο που μπορεί να συνδέονται με την έκθεση
στη φουροσεμίδη. Παρ’ όλα αυτά, δεν υπάρχει αρκετή εμπειρία προκειμένου να
υπάρξει αδιαμφισβήτητη εκτίμηση των πιθανών βλαβερών επιδράσεων στο
έμβρυο. Η παραγωγή ούρων στο έμβρυο μπορεί να διεγερθεί στη μήτρα.
Παρατηρήθηκε ουρολιθίαση και νεφρασβέστωση μετά από χορήγηση
φουροσεμίδης σε πρόωρα νεογνά.
Δεν διεξήχθησαν μελέτες προκειμένου να αξιολογηθεί η δράση της
φουροσεμίδης σε νεογνά, όταν εισάγεται με το μητρικό γάλα.
6. ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
6.1 Κατάλογος εκδόχων
Νατρίου υδροξείδιο
Νάτριο χλωριούχο
Ύδωρ για ενέσιμα
6.2 Aσυμβατότητες
To Lasix ενέσιμο διάλυμα δεν πρέπει να αναμιγνύεται με άλλα φάρμακα στην
ίδια σύριγγα.
Επιπλέον το Lasix δεν πρέπει να εγχύεται μαζί με άλλα φάρμακα.
14
Το Lasix είναι διάλυμα με pH περί το 9 και δεν έχει ρυθμιστικές ιδιότητες. Έτσι,
το δραστικό συστατικό δυνατόν να καθιζάνει σε τιμή pH μικρότερη του 7. Γι’
αυτό, στην περίπτωση που το διάλυμα αυτό αραιωθεί, απαιτείται προσοχή
προκειμένου να διασφαλισθεί ότι το pH του αραιωμένου διαλύματος είναι
ασθενώς αλκαλικό έως ουδέτερο.
Το διάλυμα του φυσιολογικού ορού είναι κατάλληλο ως διαλύτης. Συνιστάται
όπως τα αραιωμένα διαλύματα χορηγηθούν όσο το δυνατό συντομότερα.
6.3 Διάρκεια ζωής
3 χρόνια
6.4 Ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά τη φύλαξη του προϊόντος
Φυλάσσετε στην αρχική συσκευασία για να προστατεύεται από το φως.
6.5 Φύση και συστατικά του περιέκτη
Κουτί που περιέχει 5 φύσιγγες των 20 mg/2 ml.
6.6 Ιδιαίτερες προφυλάξεις απόρριψης
Καμιά ειδική υποχρέωση.
7. ΚΑΤΟΧΟΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
sanofi-aventis AEBE
Λεωφ. Συγγρού 348 - Κτίριο Α΄
176 74 - ,Καλλιθέα Αθήνα
Ελλάδα
8. ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
41426/07/27-05-2008
9. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΡΩΤΗΣ ΕΓΚΡΙΣΗΣ /ΑΝΑΝΕΩΣΗΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ
Ημερομηνία πρώτης έγκρισης: 10/11/1965
Ημερομηνία τελευταίας ανανέωσης: 27/05/2008
10. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
15