αποτελεί ένδειξη επιδείνωσης του άσθματος. Στις περιπτώσεις αυτές, θα πρέπει
να επανεκτιμηθεί το θεραπευτικό σχήμα του ασθενούς. Αιφνίδια και
προοδευτική επιδείνωση των συμπτωμάτων του άσθματος είναι απειλητική για τη
ζωή του ασθενούς και θα πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη η έναρξη ή αύξηση της
θεραπείας με κορτικοστεροειδή. Σε ασθενείς που κινδυνεύουν, είναι δυνατόν να
απαιτηθεί καθημερινός έλεγχος της μέγιστης εκπνευστικής ροής.
Το διάλυμα για εισπνοή με εκνεφωτή μίας δόσης πρέπει να χρησιμοποιείται μόνο
με εισπνοές από το στόμα και δεν πρέπει χρησιμοποιείται παρεντερικά ή να
καταπίνεται.
Ασθενείς που χρησιμοποιούν τα διαλύματα για εισπνοή με εκνεφωτή στο σπίτι
πρέπει να έχουν υπ΄ όψη τους ότι αν η διάρκεια της ανακούφισης και η συνήθης
διάρκεια δράσης μειωθούν, δεν πρέπει να αυξήσουν τη δόση ούτε τη συχνότητα
χορήγησης, αλλά να συμβουλευθούν τον θεράποντα ιατρό.
Τα διαλύματα για εισπνοή με εκνεφωτή θα πρέπει να χρησιμοποιoύνται με
προσοχή σε ασθενείς που έχουν χρησιμοποιήσει μεγάλες ποσότητες άλλων
συμπαθομιμητικών φαρμάκων.
Σε ασθενείς που έκαναν θεραπεία με εισπνοές σαλβουταμόλης σε συνδυασμό με
ipratropium bromide αναφέρθηκε ένας μικρός αριθμός από περιστατικά με οξύ
γλαύκωμα κλειστής γωνίας.
Επομένως ο συνδυασμός εισπνοών σαλβουταμόλης με εισπνοές αντιχολινεργικών
πρέπει να χρησιμοποιείται με προσοχή, ιδιαίτερα σε ασθενείς με οξύ γλαύκωμα
κλειστής γωνίας. Οι ασθενείς θα πρέπει να ενημερώνονται για τον σωστό τρόπο
χορήγησης και να ειδοποιούνται ώστε το διάλυμα να μην έρχεται σε επαφή με τα
μάτια.
Κατά τη διάρκεια της θεραπείας με βήτα-2 διεγέρτες μπορεί να εμφανισθεί
σοβαρή υποκαλιαιμία κυρίως μετά από παρεντερική και δι΄ εισπνοών χορήγηση.
Ιδιαίτερη προσοχή απαιτείται σε οξύ σοβαρό άσθμα οπότε η υποκαλιαιμία μπορεί
να ενισχυθεί λόγω της ταυτόχρονης χορήγησης παραγώγων της ξανθίνης,
στεροειδών, διουρητικών και γενικά φαρμάκων που προκαλούν υποκαλιαιμία,
αλλά και λόγω ιστικής υποξίας, καθώς και σε άτομα που εμφανίζουν σύνδρομο
μακρού QT, επειδή μπορεί να αναπτύξουν επικίνδυνη αρρυθμία (πολύμορφη
κοιλιακή ταχυκαρδία). Σε αυτές τις περιπτώσεις συνιστάται παρακολούθηση των
επιπέδων του καλίου στον ορό του αίματος.
Όπως και με άλλες θεραπείες με εισπνοές μπορεί να εμφανισθεί παράδοξος
βρογχόσπασμος, με αποτέλεσμα την άμεση αύξηση της δύσπνοιας μετά τη
χορήγηση του φαρμάκου. Αυτό θα πρέπει να αντιμετωπισθεί άμεσα με
εναλλακτική μορφή χορήγησης ή με ένα διαφορετικό εισπνεόμενο
βρογχοδιασταλτικό ταχείας δράσης, αν είναι άμεσα διαθέσιμο. Η συγκεκριμένη
μορφή σαλβουταμόλης θα πρέπει να διακοπεί και, εάν είναι αναγκαίο να
χρησιμοποιηθεί ένα διαφορετικό βρογχοδιασταλτικό ταχείας δράσης για συνεχή
χρήση.
Από τη συνταγογραφική διακίνηση του προϊόντος καθώς και από τη δημοσιευμένη
βιβλιογραφία υπάρχουν ενδείξεις σπάνιας εμφάνισης μυοκαρδιακής ισχαιμίας
σχετιζόμενης με τη σαλβουταμόλη. Οι ασθενείς με υποκείμενη σοβαρή καρδιακή
νόσο (π.χ ισχαιμική καρδιοπάθεια, ταχυαρρυθμία ή σοβαρή καρδιακή ανεπάρκεια)
που λαμβάνουν σαλβουταμόλη για αναπνευστική πάθηση, πρέπει να