Σε νεφρική και ηπατική ανεπάρκεια πρέπει να μειώνεται η δόση του φαρμάκου. Ιδιαίτερη προσοχή
απαιτείται σε αρρώστους με αναπνευστική ανεπάρκεια, σε υπερήλικες, σε οδηγούς αυτοκινήτων και σε
χειριστές μηχανημάτων. Η απότομη διακοπή του φαρμάκου μπορεί να προκαλέσει επιληπτικές κρίσεις.
Η λήψη οινοπνευματωδών, πρέπει να αποφεύγεται. Η απότομη διακοπή σε άτομα που παίρνουν
αντιπηκτικά μπορεί να προκαλέσει επικίνδυνες αιμορραγίες.
Σε αρρώστους με σακχαρώδη διαβήτη μπορεί να επιτείνει την υπεργλυκαιμία λόγω αναστολής της
έκκρισης ινσουλίνης.
Η φαινυτοϊνη μπορεί να ελαττώσει τα επίπεδα της θυροξίνης και του συνδεδεμένου με λευκωματίνη
ιωδίου χωρίς όμως να υπάρχει υποθυρεοειδισμός. Η δόση του φαρμάκου πρέπει να ελαττώνεται σε
ασθενείς με λιποείδωση τύπου Vogt-Speilmeyer γιατί υπάρχει μειωμένη ανοχή στο φάρμακο.
Κατά την αλλαγή ιδιοσκευασμάτων λόγω διαφοράς στη βιοδιαθεσιμότητα μπορεί να μεταβληθούν τα
επίπεδα του φαρμάκου στο αίμα.
4.5 Αλληλεπιδράσεις με άλλα φάρμακα ή ουσίες:
Με κουμαρινικά αντιπηκτικά επιτείνεται η δράση της φαινυτοϊνης γιατί αναστέλλεται ο μεταβολισμός
της. Επίσης μειώνεται το επίπεδο του αντιπηκτικού στον ορρό και γι'αυτό απαιτείται η χορήγηση του σε
μεγαλύτερες δόσεις. Με τη χορήγηση χλωραμφενικόλης αυξάνονται τα επίπεδα της φαινυτοϊνης και της
φαινοβαρβιτάλης.
Η δράση της φαινοβαρβιτάλης επιτείνεται κατά την σύγχρονη χορήγηση με βαλπροϊκό οξύ, αναστολείς
της ΜΑΟ και άλλα υπνωτικά ή ηρεμιστικά όπως φαινοθειαζίδες και αντιϊσταμινικά.
Η δράση της φαινυτοϊνης επιτείνεται σε σύγχρονη χορήγηση με δισουλφιράμη, φαινυλοβουταζόνη,
ισονιαζίδη και σαλικυλικά.
Ελαττωμένα επίπεδα φαινυτοϊνης παρατηρούνται κατά τη σύγχρονη χορήγηση με φυλικό οξύ,
καρβαμαζεπίνη, αντιόξινα, γλυκονικό ασβέστιο και αντινεοπλασματικά όπως, βιπλαστίνη, βλεομυκίνη,
CISPLATIN.
Η φαινυτοϊνη και η φαινοβαρβιτάλη ελαττώνουν τα επίπεδα της δισοπυραμίδης, κινιδίνης,
κορτικοειδών, αντισυλληπτικών, διγιτοξίνης, φουροσεμίδης, αντιπυρίνης και αμινοπυρίνης.
4.6 Κύηση και γαλουχία
Χρήση κατά την κύηση
Το φάρμακο κατά την εγκυμοσύνη περνά τον πλακούντα και μπορεί να προκαλέσει συγγενείς
ανωμαλίες του εμβρύου. Αυτό πρέπει να σταθμίζεται έναντι του κινδύνου επιληπτικών κρίσεων κατά
την εγκυμοσύνη. Επίσης πρέπει να δίνεται βιταμίνη Κ για την πρόληψη διαταραχών πήξεως στο
νεογνό. Μετά τον τοκετό το νεογνό μπορεί να παρουσιάσει σύνδρομο στέρησης με ευερεθιστότητα
μέχρι 2 εβδομάδες αργότερα.
Χρήση κατά την γαλουχία
Κατά την χορήγηση του φαρμάκου σε θηλάζουσες γυναίκες πρέπει να εκτιμηθούν τα πιθανά οφέλη και
οι δυνητικοί κίνδυνοι.
4.7 Eπίδραση στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανημάτων
Κατά την χορήγηση του φαρμάκου σε οδηγούς και χειριστές μηχανημάτων απαιτείται ιδιαίτερη
προσοχή.
4.8 Ανεπιθύμητες ενέργειες
Από το Κ.Ν.Σ. : Ζάλη, υπνηλία, λήθαργος, σύγχυση, παράδοξη διεγερτικότητα, ευερεθιστότητα,
νυσταγμός, αταξία, δυσαρθρία, διπλωπία, τρόμος, κεφαλαλγία, υπερκινητικότητα (κυρίως σε παιδιά).
Οι παρενέργειες αυτές είναι δυνατόν να εξαφανιστούν με τη συνέχιση της θεραπείας σε χαμηλότερη
δοσολογία.
Από το Γ.Ε.Σ. : Ναυτία, εμετοί, διάρροια ή δυσκοιλιότητα, επιγαστραλγία. Η χορήγηση του φαρμάκου
κατά την διάρκεια ή αμέσως μετά το φαγητό είναι δυνατόν να βοηθήσει στην πρόληψη των
γαστρεντερικών διαταραχών.
Από το δέρμα : Ιλαροειδές εξάνθημα, αγγειονευρωτικό οίδημα, σύνδρομο Stevens-Johnson, σύνδρομο
συστηματικού ερυθηματώδους λύκου, τοξική επιδερμική νεκρόλυση και σπανιότερα αποφολιδωτική
δερματίτιδα.
Από το αιμοποιητικό σύστημα : θρομβοπενία, λευκοπενία, κοκκιοκυτταροπενία, πανκυτοπενία,
ηωσινοφιλία, μονοκυττάρωση και λευκοκυττάρωση, αναιμία μεγαλοβλαστική που συνήθως
ανταποκρίνεται στην χορήγηση φυλλικού οξέος και σπανιότερα αναιμία αιμολυτική ή απλαστική.
Ακόμη έχουν αναφερθεί: Πυρετός, υπερπλασία των ούλων, υποασβεσταιμία, οστεομαλακία,
ηπατίτιδα, θυρεοειδίτιδα, πολυαρθροπάθεια, υπερτρίχωση, υπεργλυκαιμίπ και λεμφαδενοπάθεια.
4.9 Υπερδοσολογία-Αντιμετώπιση:
Τα κύρια αρχικά συμπτώματα δηλητηριάσεως με DIPHENAL είναι νυσταγμός, αταξία κοι δυσαρθρία.
Ακολουθεί καταστολή του αναπνευστικού, σοβαρό shock και υπόταση με περιφερικό αγγειακό
collapsus, χαμηλή θερμοκρασία, νεφρική ανεπάρκεια και παρατεταμένο κώμα με καταστολή ή απουσία
αντανακλαστικών. Η θεραπεία είναι μη ειδική δεδομένου ότι δεν υπάρχει ειδικό αντίδοτο. Συνιστάται
κένωση του στομάχου και πλύση με θερμό νερό περιέχον διάλυμα 30g sodium sulfate. Ο βασικός