Η φαινυτοΐνη πιθανόν να προκαλέσει μείωση των επιπέδων του, πρωτεϊνικά συνδεδεμένου, ιωδίου στον
ορό (ΡΒΙ). Μπορεί επίσης να προκαλέσει χαμηλότερες, του φυσιολογικού, τιμές των δοκιμασιών
δεξαμεθαζόνης ή μετυραπόνης. Η φαινυτοΐνη μπορεί να προκαλέσει αύξηση των επιπέδων στον ορό
της γλυκόζης, της αλκαλικής φωσφατάσης και της γ-γλουταμυλοτρανσπεπτιδάσης (GGT). Η
φαινυτοΐνη μπορεί να επηρεάσει το ασβέστιο του αίματος και τις δοκιμασίες του μεταβολισμού της
γλυκόζης του αίματος.
4.6 Κύηση και γαλουχία
Χρήση κατά την κύηση:
Ένας αριθμός αναφορών έδειξε μια συσχέτιση μεταξύ της χρήσης αντιεπιληπτικών από επιληπτικές
γυναίκες και της υψηλότερης συχνότητας συγγενών διαμαρτιών σε παιδιά που γεννήθηκαν από αυτές
τις γυναίκες. Πιο εκτεταμένα δεδομένα υπάρχουν σχετικά με τη φαινυτοΐνη και τη φαινοβαρβιτάλη,
αλλά αυτά τα φάρμακα είναι επίσης τα πλέον χρησιμοποιούμενα αντιεπιληπτικά φάρμακα. Λιγότερο
συστηματικές ή μη δημοσιευθείσες μελέτες αναφέρουν πιθανή παρόμοια συσχέτιση, με τη χρήση όλων
των γνωστών αντιεπιληπτικών φαρμάκων.
Οι αναφορές, που υποδεικνύουν μεγαλύτερη συχνότητα συγγενών διαμαρτιών σε παιδιά επιληπτικών
γυναικών υπό θεραπεία, δεν μπορούν να θεωρηθούν ως επαρκείς αποδείξεις σαφούς συσχέτισης του
αιτίου και αιτιατού. Υπάρχουν ενδογενή μεθοδολογικά προβλήματα για την απόκτηση επαρκών
δεδομένων, όσον αφορά στην τερατογένεση από φάρμακα στον άνθρωπο. Γενετικοί παράγοντες ή η
επιληψία αυτή καθ΄αυτή, μπορεί να είναι πιο σημαντικοί από τη φαρμακοθεραπεία, για τις διαμαρτίες
των νεογνών. Η μεγάλη πλειονότητα των μητέρων, υπό αντιεπιληπτική θεραπεία, γεννούν φυσιολογικά
νεογνά. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι στην εγκυμοσύνη, παρά τις αυξημένες πιθανότητες βλάβης
του εμβρύου, τα αντιεπιληπτικά φάρμακα δεν πρέπει να διακόπτονται, όταν χορηγούνται για την
πρόληψη γενικευμένων τονικοκλονικών κρίσεων, γιατί η επιληπτική κατάσταση είναι σαφώς πιο
επικίνδυνη και βλαπτική, καθώς υπάρχει μεγάλη πιθανότητα πρόκλησης status epilepticus με συνοδό
υποξία και με συνέπεια τον κίνδυνο της ζωής. Σε μεμονωμένες περιπτώσεις, όπου η βαρύτητα και η
συχνότητα των επιληπτικών κρίσεων είναι τέτοιες που η διακοπή του φαρμάκου δεν δημιουργεί
σοβαρό κίνδυνο στην ασθενή, η διακοπή του πρέπει να εξετάζεται πριν και κατά την εγκυμοσύνη, παρά
το ότι δεν μπορεί να λεχθεί με βεβαιότητα ότι, ακόμα και μικρές κρίσεις, δεν δημιουργούν κάποιο
κίνδυνο στο έμβρυο. Ο θεράπων ιατρός θα πρέπει να σταθμίσει αυτά τα ενδεχόμενα, όταν θεραπεύει ή
συμβουλεύει επιληπτικές γυναίκες που είναι δυνατόν να μείνουν έγκυοι.
Εκτός από την αυξημένη συχνότητα συγγενών διαμαρτιών, όπως π.χ. λαγόχειλο και λυκόστομα και
καρδιακές ανωμαλίες, σε παιδιά γυναικών που έπαιρναν φαινυτοΐνη και άλλα αντιεπιληπτικά φάρμακα,
αναφέρθηκαν και περιπτώσεις εμβρυϊκού συνδρόμου υδαντοΐνης. Αυτό εμφανίζεται ως προγεννητική
καθυστέρηση της ανάπτυξης, μικροκεφαλία και νοητική καθυστέρηση σε παιδιά που γεννήθηκαν από
μητέρες που έπαιρναν φαινυτοΐνη, βαρβιτουρικά, οινόπνευμα ή τριμεθαδιόνη. Όμως, αυτά τα
χαρακτηριστικά αλληλοσυσχετίζονται και συχνά συνδέονται με καθυστερημένη ενδομήτρια ανάπτυξη
που οφείλεται σε άλλα αίτια.
Αναφέρθηκαν και μεμονωμένα περιστατικά κακοήθων νεοπλασιών, συμπεριλαμβανομένου και του
νευροβλαστώματος, σε παιδιά εγκύων που έπαιρναν φαινυτοΐνη κατά την εγκυμοσύνη.
Σε μεγάλο ποσοστό ασθενών, παρατηρήθηκε αύξηση της συχνότητας των κρίσεων κατά την
εγκυμοσύνη, λόγω μεταβολών στην απορρόφηση ή στο μεταβολισμό της φαινυτοΐνης. Περιοδικές
μετρήσεις των επιπέδων φαινυτοΐνης στον ορό είναι ιδιαίτερα χρήσιμες για την αντιμετώπιση εγκύων
επιληπτικών ασθενών, ως οδηγός κατάλληλης ρύθμισης της δοσολογίας. Ωστόσο, ενδείκνυται η, μετά
τον τοκετό, επαναφορά στην αρχική δοσολογία.
Διαταραχές της πηκτικότητας αναφέρθηκαν κατά τις πρώτες 24 ώρες, σε νεογνά που γεννήθηκαν από
μητέρες που έπασχαν από επιληψία και έπαιρναν φαινοβαρβιτάλη και/ή φαινυτοΐνη. Η βιταμίνη Κ
αποδείχτηκε ότι προλαμβάνει ή επανορθώνει αυτήν την διαταραχή και συνιστάται να χορηγείται στην
επίτοκο προ του τοκετού και στο νεογνό μετά τον τοκετό.
8