ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
EPANUTIN
1. ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ:
EPANUTIN
2. ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ σε δραστικά συστατικά:
Κάθε καψάκιο περιέχει 100 mg νατριούχου φαινυτοΐνης.
Tα 5 ml ποσίμου εναιωρήματος περιέχουν 30 mg φαινυτοΐνης.
3 ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ:
Καψάκιο, σκληρό.
Πόσιμο εναιώρημα
4. ΚΛΙΝΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ:
4.1 Θεραπευτικές ενδείξεις
Η φαινυτοΐνη ενδείκνυται για τον έλεγχο όλων των μορφών εστιακής επιληψίας και των γενικευμένων
τονικοκλονικών κρίσεων. Ακόμη, η φαινυτοΐνη ενδείκνυται για την πρόληψη και την θεραπεία των
σπασμών, που εμφανίζονται κατά τη διάρκεια ή μετά τις νευροχειρουργικές επεμβάσεις κρανίου.
4.2 Δοσολογία και τρόπος χορήγησης
ΤΟ ΠΌΣΙΜΟ ΕΝΑΙΏΡΗΜΑ EPANUTIN ΔΕΝ ΠΡΟΟΡΙΖΕΤΑΙ ΓΙΑ ΠΑΡΕΝΤΕΡΙΚΗ ΧΡΗΣΗ.
Γενικά:
Τα καψάκια EPANUTIN περιέχουν το νατριούχο άλας της φαινυτοΐνης. Η ελεύθερη μορφή του οξέος
της φαινυτοΐνης χρησιμοποιείται στο εναιώρημα της φαινυτοΐνης (30 mg / 5 ml). Επειδή παρατηρείται
περίπου 8% αύξηση στη περιεκτικότητα του φαρμάκου με τη μορφή του ελεύθερου οξέος, σε σχέση με
τη μορφή του νατριούχου άλατος, μπορεί να είναι απαραίτητη η προσαρμογή της δοσολογίας και η
παρακολούθηση των επιπέδων του στον ορό, κατά τη μετάβαση από ένα προϊόν το οποίο περιέχει το
ελεύθερο οξύ, σε ένα προϊόν που περιέχει το νατριούχο άλας και αντίστροφα.
Η δοσολογία πρέπει να εξατομικεύεται για να επιτευχθεί η μεγιστοποίηση του κλινικού οφέλους διότι
από ασθενή σε ασθενή μπορεί να υπάρχει μεγάλη διακύμανση στα επίπεδα φαινυτοΐνης στο πλάσμα με
ισοδύναμες δόσεις. Η φαινυτοΐνη πρέπει να χορηγείται σε μικρές δόσεις με σταδιακή αύξηση μέχρι
έλεγχος των συμπτωμάτων ή να εμφανιστούν σημεία τοξικότητας. Σε ορισμένες περιπτώσεις, μπορεί να
είναι απαραίτητος ο προσδιορισμός των επιπέδων του φαρμάκου στον ορό για να βελτιστοποιηθεί η
προσαρμογή της δοσολογίας. Ο βέλτιστος έλεγχος, χωρίς κλινικά σημεία τοξικότητας, επιτυγχάνεται
συχνότερα σε επίπεδα ορού μεταξύ 10-20 μg/ml, παρόλο που ορισμένες ήπιες περιπτώσεις
τονικοκλονικών κρίσεων (grand mal) μπορεί να ελεγχθούν με χαμηλότερα επίπεδα φαινυτοΐνης στον
ορό. Με την προτεινόμενη δοσολογία, μπορεί να απαιτηθεί μια χρονική περίοδος επτά έως δέκα
ημερών για επιτευχθούν επίπεδα φαινυτοΐνης σε σταθεροποιημένη κατάσταση, και αλλαγές στη
δοσολογία (αύξηση ή μείωση), δεν πρέπει να πραγματοποιούνται σε διαστήματα βραχύτερα των επτά
έως δέκα ημερών. Η θεραπεία συντήρησης πρέπει να γίνεται με τη χαμηλότερη δόση που επιτυγχάνει
έλεγχο των σπασμών.
1
Ενήλικες:
Αρχικά 3-4mg/kg/ημέρα με επακόλουθη προσαρμογή της δόσης αν απαιτηθεί. Για τους περισσότερους
ασθενείς 200-500 mg ημερησίως σε μία ή σε διηρημένες δόσεις είναι ικανοποιητική δόση συντήρησης.
Κατ’ εξαίρεση ημερήσια δόση εκτός αυτού του εύρους μπορεί να ενδείκνυται.
Βρέφη και Παιδιά: 5mg/kg βάρους σώματος, την ημέρα σε δύο διηρημένες δόσεις με επακόλουθη
εξατομικευμένη προσαρμογή της δοσολογίας μέχρι το ανώτερο 300 mg ημερησίως. Συνήθης
συνιστώμενη δόση συντήρησης 4-8 mg/kg βάρους σώματος, την ημέρα. Εάν η ημερήσια δόση δεν
μπορεί να διαιρεθεί σε ίσα μέρη, η μεγαλύτερη δόση πρέπει να χορηγείται κατά την κατάκλιση.
Νεογνά:
Η απορρόφηση της φαινυτοΐνης δεν μπορεί να προβλεφθεί μετά την από του στόματος χορήγηση.
Επιπλέον ο μεταβολισμός μπορεί να κατασταλεί. Διά τούτο είναι ιδιαίτερα σημαντική η
παρακολούθηση των επιπέδων στον ορό στα νεογνά.
Ηλικιωμένοι (ηλικίας άνω των 65 ετών):
Όπως για τους ενήλικες η δοσολογία πρέπει να εξατομικεύεται ανάλογα με τις απαιτήσεις του
ασθενούς, βάσει των ανωτέρω αναφερομένων οδηγιών. Να λαμβάνεται υπόψη η πιθανότητα
αλληλεπιδράσεων, διότι οι ηλικιωμένοι συνήθως λαμβάνουν ταυτόχρονα και άλλα φάρμακα.
4.3 Αντενδείξεις
Η φαινυτοΐνη αντενδείκνυται σε ασθενείς με ιστορικό υπερευαισθησίας στη φαινυτοΐνη ή στα αδρανή
συστατικά του ιδιοσκεύασματος ή σε άλλες υδαντοΐνες.
4.4 Ιδιαίτερες Προειδοποιήσεις & Ιδιαίτερες Προφυλάξεις κατά τη Χρήση
Γενικά:
Η φαινυτοΐνη δεν είναι αποτελεσματική στις προσβολές αφαίρεσης (petit mal). Αν παρουσιάζονται
τονικοκλονικοί σπασμοί (grand mal) και αφαίρεση (petit mal), τότε χρειάζεται συνδυασμός
φαρμακευτικής αγωγής. Η φαινυτοΐνη δεν ενδείκνυται σε σπασμούς που οφείλονται σε υπογλυκαιμία ή
άλλα μεταβολικά αίτια. Στις περιπτώσεις αυτές πρέπει να γίνονται οι κατάλληλες διαγνωστικές
εξετάσεις.
Η φαινυτοΐνη δεν πρέπει να διακόπτεται απότομα εξαιτίας της πιθανότητας αυξημένης συχνότητας
σπασμών, συμπεριλαμβανομένου του status epilepticus. Όταν απαιτείται, κατά την κρίση του γιατρού,
η ανάγκη για ελάττωση της δόσης, διακοπή ή αντικατάσταση με εναλλακτική αντιεπιληπτική αγωγή,
αυτή θα πρέπει να γίνεται σταδιακά. Ωστόσο, σε περίπτωση εμφάνισης αλλεργίας ή αντίδρασης
υπερευαισθησίας, μπορεί να χρειαστεί άμεση αντικατάσταση με εναλλακτική αντιεπιληπτική θεραπεία.
Σ’αυτή την περίπτωση, η εναλλακτική θεραπεία, θα πρέπει να είναι ένα αντιεπιληπτικό φάρμακο, που
δεν ανήκει στην κατηγορία των υδαντοϊνών.
Μικρό ποσοστό ατόμων που έπαιρναν φαινυτοΐνη αποδείχθηκε ότι μεταβόλιζαν βραδέως το φάρμακο.
Ο βραδύς μεταβολισμός που πιθανόν οφείλεται σε περιορισμένη διαθεσιμότητα ενζύμων και έλλειψη
επαγωγής, φαίνεται να είναι γενετικά προκαθορισμένος.
Εφάπαξ λήψη μεγάλων ποσοτήτων οινοπνευματωδών ποτών πιθανόν να αυξήσουν τα επίπεδα
φαινυτοΐνης στον ορό, ενώ η χρόνια λήψη μπορεί να μειώσει τα επίπεδα στον ορό.
Προσοχή στην αλλαγή ιδιοσκευασμάτων, γιατί, λόγω της πιθανής διαφοράς βιοδιαθεσιμότητας,
μπορούν να μεταβληθούν σημαντικώς τα επίπεδα της φαινυτοΐνης στο αίμα.
Φυτικά προϊόντα που περιέχουν St. John’s wort (Hypericum perforatum) δεν πρέπει να λαμβάνονται
2
ταυτόχρονα με φαινυτοΐνη εξαιτίας του κινδύνου μείωσης της συγκέντρωσης της φαινυτοΐνης στο
πλάσμα.
Το πόσιμο εναιώρημα EPANUTIN περιέχει:
Sodium Benzοate που μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο ίκτερου σε νεογνά, Glycerol, που μπορεί να
προκαλέσει πονοκέφαλο, στοματική ενόχληση και διάροια.
Επίσης περιέχει Ethanol (0,4932%), που είναι επιβλαβές για αυτούς που πάσχουν από αλκοολισμό και
τις χρωστικές Carmoisine E 122, Sunset Yellow FCF E 110, που μπορεί να προκαλέσουν αλλεργικές
αντιδράσεις.
Κάθε κουταλάκι του γλυκού (5ml) περιέχει 1,044 g Sucrose, που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη εάν ο
ασθενής παρουσιάζει δυσανεξία και κάποια σάκχαρα.
Τα καψάκια EPANUTIN περιέχουν Lactose Monohydrate, που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη εάν ο
ασθενής παρουσιάζει δυσανεξία σε κάποια σάκχαρα.
Επίδραση στο κεντρικό νευρικό σύστημα:
Επίπεδα φαινυτοΐνης στον ορό πάνω από τα θεραπευτικά όρια, μπορεί να προκαλέσουν συγχυτικές
καταστάσεις, που αναφέρονται ως ‘παραλήρημα’, ‘ψύχωση’ ή ‘εγκεφαλοπάθεια’ ή σπανίως μη
αναστρέψιμη παρεγκεφαλιδική δυσλειτουργία. Συνεπώς, με το πρώτο σημείο οξείας τοξικότητας,
πρέπει να προσδιορίζονται τα επίπεδα του φαρμάκου στον ορό. Αν τα επίπεδα φαινυτοΐνης στον ορό
είναι υψηλά, ενδείκνυται μείωση της δόσης. Αν τα συμπτώματα επιμένουν, συνιστάται διακοπή της.
Σε ασθενείς με λιποείδωση τύπου Vogt-Spielmeyer, πρέπει να μειώνεται η δόση του φαρμάκου, γιατί
φαίνεται ότι έχουν μειωμένη ανοχή σε αυτό.
Επίδραση στο αιμοποιητικό σύστημα:
Αναφέρθηκε πιθανή σχέση μεταξύ φαινυτοΐνης και της εμφάνισης λεμφαδενοπάθειας (τοπικής ή
γενικευμένης), συμπεριλαμβανομένων και της καλοήθους υπερπλασίας των λεμφαδένων, του
ψευδολεμφώματος, του λεμφώματος και της νόσου του Hodgkin. Παρά το ότι δεν διαπιστώθηκε μια
σχέση αιτίου και αιτιατού, η εμφάνιση λεμφαδενοπάθειας επιβάλλει την ανάγκη διαφορικής διάγνωσης
αυτής της κατάστασης, από άλλου τύπου παθολογία των λεμφαδένων. Μπορεί να υπάρχει συμμετοχή
λεμφαδένων, παρουσία ή απουσία συμπτωμάτων και σημείων που ομοιάζουν με ορονοσία, όπως π.χ.
πυρετός, εξάνθημα και ηπατική συμμετοχή. Σε όλες τις περιπτώσεις λεμφαδενοπάθειας, ενδείκνυται
μακρά παρακολούθηση και πρέπει να καταβληθεί κάθε προσπάθεια ελέγχου των σπασμών, με χρήση
άλλων αντιεπιληπτικών φαρμάκων.
Αν και έχουν αναφερθεί μακροκυττάρωση και μεγαλοβλαστική αναιμία, αυτές οι καταστάσεις συνήθως
ανταποκρίνονται στη θεραπεία με φυλλικό οξύ. Μπορεί να παρατηρηθεί μείωση στον έλεγχο των
σπασμών, εάν στη θεραπεία με φαινυτοΐνη προστεθεί φυλλικό οξύ.
Επίδραση στο ήπαρ/ Επίδραση στους νεφρούς/ Ανοσοποιητικό σύστημα:
Σε ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια ή ηπατική βλάβη, πρέπει να μειώνεται η δόση του φαρμάκου, γιατί
φαίνεται ότι έχουν μειωμένη ανοχή σε αυτό.
Το ήπαρ είναι το κύριο όργανο βιομετατροπής της φαινυτοΐνης. Ασθενείς με ηπατική ανεπάρκεια,
υπερήλικες ή βαρέως πάσχοντες ασθενείς, μπορεί να εμφανίσουν πρώιμα σημεία τοξικότητας.
Έχουν αναφερθεί τοξική ηπατίτιδα και ηπατική βλάβη που μπορεί, σε σπάνιες περιπτώσεις, να είναι
θανατηφόρες.
Περιπτώσεις οξείας ηπατοτοξικότητας, περιλαμβανομένων σπάνιων περιπτώσεων οξείας ηπατικής
ανεπάρκειας, έχουν αναφερθεί με τη χορήγηση της φαινυτοΐνης. Τα περιστατικά αυτά συνοδεύονται με
ένα σύνδρομο υπερευαισθησίας, το οποίο χαρακτηρίζεται από πυρετό, δερματικά εξανθήματα και
λεμφαδενοπάθεια και εμφανίζεται συνήθως εντός των πρώτων δύο μηνών της θεραπείας. Άλλες συχνές
εκδηλώσεις περιλαμβάνουν αρθραλγίες, εξάνθημα, ίκτερο, ηπατομεγαλία, αύξηση των επιπέδων των
3
τρανσαμινασών του ορού, λευκοκυττάρωση και ηωσινοφιλία. Η κλινική πορεία της οξείας
ηπατοτοξικότητας από φαινυτοΐνη, κυμαίνεται από ταχεία αποκατάσταση, μέχρι θανατηφόρο έκβαση.
Στους ασθενείς με οξεία ηπατοτοξικότητα, η φαινυτοΐνη πρέπει να διακόπτεται αμέσως και να μην
επαναχορηγείται.
Αρκετές μεμονωμένες περιπτώσεις υποδηλώνουν ότι μπορεί να υπάρχει μια αυξημένη, αν και σπάνια,
συχνότητα εμφάνισης αντιδράσεων υπερευαισθησίας, συμπεριλαμβανομένου του δερματικού
εξανθήματος και της ηπατοτοξικότητας σε ασθενείς της μαύρης φυλής.
Επίδραση στο δέρμα:
Η φαινυτοΐνη πρέπει να διακόπτεται, όταν εμφανίζεται εξάνθημα του δέρματος. Αν το εξάνθημα είναι
αποφολιδωτικό, πορφυρικό ή πομφολυγώδες ή αν υπάρχει υπόνοια ερυθηματώδους λύκου, συνδρόμου
Stevens-Johnson ή τοξικής επιδερμικής νεκρόλυσης, δεν πρέπει να επαναληφθεί η χορήγηση αυτού του
φαρμάκου, αλλά να χορηγηθεί άλλη θεραπεία. Αν το εξάνθημα είναι ηπιότερης μορφής (ιλαροειδές ή
οστρακιοειδές), η θεραπεία μπορεί να επαναληφθεί μετά την πλήρη υποχώρηση του εξανθήματος. Αν
το εξάνθημα επανεμφανισθεί με την επανάληψη της θεραπείας, αντενδείκνυται η περαιτέρω χορήγηση
της φαινυτοΐνης.
Βιβλιογραφικές αναφορές υποδεικνύουν ότι ο συνδυασμός φαινυτοΐνης, κρανιακής ακτινοβόλησης και
σταδιακής ελάττωσης των κορτικοστεροειδών, μπορεί να συσχετισθεί με την ανάπτυξη πολύμορφου
ερυθήματος και/ή συνδρόμου Stevens-Johnson και/ή τοξικής επιδερμικής νεκρόλυσης.
Επίδραση στον μεταβολισμό:
Λαμβάνοντας υπόψη μεμονωμένες αναφορές, που συσχετίζουν τη φαινυτοΐνη με την επιδείνωση
πορφυρίας, πρέπει να δίδεται προσοχή στη χρήση του φαρμάκου αυτού σε ασθενείς, οι οποίοι πάσχουν
από την ασθένεια αυτή.
Αναφέρθηκε υπεργλυκαιμία, που οφείλεται στην ανασταλτική δράση του φαρμάκου στην έκκριση
ινσουλίνης. Η φαινυτοΐνη μπορεί να αυξήσει τα επίπεδα σακχάρου στον ορό σε διαβητικούς ασθενείς.
Επίδραση στο μυοσκελετικό σύστημα:
Οστεομαλακία έχει συσχετισθεί με τη θεραπεία με φαινυτοΐνη και θεωρείται ότι οφείλεται στην
παρεμπόδιση του μεταβολισμού της βιταμίνης D, από την φαινυτοϊνη.
4.5 Αλληλεπιδράσεις με άλλα Φάρμακα και άλλες μορφές Αλληλεπιδράσεων
Αλληλεπιδράσεις με φάρμακα:
Υπάρχουν πολλά φάρμακα που μπορεί ν΄αυξήσουν ή να μειώσουν τα επίπεδα της φαινυτοΐνης στον ορό
ή να τα επηρεάσει πιθανόν η φαινυτοΐνη. Όπου υπάρχει υπόνοια αλληλεπίδρασης φαρμάκων, η
μέτρηση των επιπέδων στον ορό, μπορεί να φανεί ιδιαίτερα χρήσιμη. Οι πιο συνήθεις αλληλεπιδράσεις
που παρατηρούνται είναι οι εξής:
Φάρμακα που μπορεί να αυξήσουν τις συγκεντρώσεις της φαινυτοϊνης στον ορό:
Διάφορα φάρμακα μπορεί να αυξήσουν τα επίπεδα της φαινυτοΐνης στον ορό, είτε μειώνοντας τον
ρυθμό μεταβολισμού της από τα ηπατικά κυτοχρωμικά συστήματα CYP450 2C9 και 2C19 (π.χ. η
δικουμαρόλη, η δισουλφιράμη, η ομεπραζόλη, η τικλοπιδίνη) ή ανταγωνιζόμενα για τις θέσεις
πρωτεϊνικής σύνδεσης (π.χ. σαλικυλικά, σουλφισοξαζόλη, τολβουταμίδη) ή με συνδυασμό και των δύο
διαδικασιών (π.χ. φαινυλβουταζόνη, βαλπροϊκό νάτριο). Ο πίνακας 1 συνοψίζει τις κατηγορίες
φαρμάκων που πιθανά μπορεί να αυξήσουν τα επίπεδα της φαινυτοΐνης στον ορό:
4
ΠΙΝΑΚΑΣ 1
Κατηγορία φαρμάκων Φάρμακα σε κάθε κατηγορία (ενδεικτικά)
Οινόπνευμα φάπαξ λήψη)
Αναλγητικά/αντιφλεγμονώδη αζαπροπαζόνη
σαλικυλικά
φαινυλβουταζόνη
Αναισθητικά αλοθάνη
Αντιμικροβιακοί παράγοντες ερυθρομυκίνη
ισονιαζίδη
σουλφοναμίδες
χλωραμφενικόλη
Αντιεπιληπτικά σουξινιμίδια
φελβαμάτη
Αντιμυκητιασικοί παράγοντες αμφοτερικίνη Β
ιτρακοναζόλη
κετοκοναζόλη
μικοναζόλη
φλουκοναζόλη
Βενζοδιαζεπίνες και ψυχοτρόπα φάρμακα βιλοξαζίνη
διαζεπάμη
δισουλφιράμη
μεθυλφαινιδάτη
τραζοδόνη
χλωροδιαζεποξείδη
Ανταγωνιστές ασβεστίου/φάρμακα
καρδιαγγειακού
αμιωδαρόνη
δικουμαρόλη
διλτιαζέμη
νιφεδιπίνη
τικλοπιδίνη
Η
2
-ανταγωνιστές σιμετιδίνη
Ορμόνες οιστρογόνα
Αντιδιαβητικά από το στόμα τολβουταμίδη
Αναστολείς αντλίας πρωτονίων ομεπραζόλη
Αναστολείς επαναπρόσληψης της
σεροτονίνης
σερτραλίνη
φλουβοξαμίνη
φλουοξετίνη
Κουμαρινικά αντιπηκτικά
Φάρμακα που μπορεί να ελαττώσουν τις συγκεντρώσεις της φαινυτοϊνης στο πλάσμα:
Ο πίνακας 2 συνοψίζει τις κατηγορίες φαρμάκων που μπορεί να ελαττώσουν τα επίπεδα του
EPANUTIN στο πλάσμα:
ΠΙΝΑΚΑΣ 2
Κατηγορία φαρμάκων Φάρμακα σε κάθε κατηγορία (ενδεικτικά)
Οινόπνευμα ρόνια λήψη)
Αντιμικροβιακοί παράγοντες ριφαμπικίνη
σιπροφλοξασίνη
Αντιεπιληπτικά βιγκαμπατρίνη
Αντιελκωτικοί παράγοντες σουκραλφάτη
Βρογχοδιασταλτικά θεοφυλλίνη
Φάρμακα καρδιαγγειακού ρεσερπίνη
Υπεργλυκαιμικοί παράγοντες διαζοξείδη
Η υδροχλωρική μολινδρόνη περιέχει ιόντα ασβεστίου, τα οποία παρεμβαίνουν στην απορρόφηση της
5
φαινυτοΐνης. Ο χρόνος λήψης φαινυτοΐνης και φαρμάκων που περιέχουν ασβέστιο,
συμπεριλαμβανομένων των αντιόξινων που περιέχουν ασβέστιο, πρέπει να ρυθμίζεται κατάλληλα για
να αποφευχθούν προβλήματα απορρόφησης, καθώς χορήγηση αλάτων ασβεστίου, είτε με την μορφή
τροφής, είτε με την μορφή αντιόξινων, μειώνει την απορρόφηση της φαινυτοΐνης και συνεπώς, τα
επίπεδά της στο αίμα.
Το φυλλικό οξύ εξουδετερώνει την αντιεπιληπτική δράση της φαινυτοΐνης.
Μια μελέτη φαρμακοκινητικής αλληλεπίδρασης μεταξύ της νελφιναβίρης και της φαινυτοΐνης
χορηγούμενες από του στόματος, έδειξε ότι η νελφιναβίρη μείωσε τις τιμές AUC της φαινυτοΐνης
(συνολικής) και ελεύθερης φαινυτοΐνης κατά 29% και 28%, αντίστοιχα. Ως εκ τούτου, η συγκέντρωση
της φαινυτοΐνης κατά την συγχορήγηση με νελφιναβίρη θα πρέπει να ελέγχεται, καθώς η νελφιναβίρη
μπορεί να μειώσει τη συγκέντρωση της φαινυτοΐνης στο πλάσμα. (βλέπε 5.2 Φαρμακοκινητικές
ιδιότητες – Φαρμακοκινητικές αλληλεπιδράσεις.).”
Οι συγκεντρώσεις της φαινυτοΐνης στο πλάσμα μπορεί να μειωθούν με ταυτόχρονη χορήγηση φυτικών
προϊόντων που περιέχουν St. John’s wort (Hypericum perforatum). Αυτό οφείλεται στην επαγωγή των
ενζύμων που μεταβολίζουν φαρμακευτικές ουσίες από το St. John’s wort. Ως εκ τούτου, φυτικά
προϊόντα που περιέχουν St. John’s wort δεν πρέπει να συνδυάζονται με φαινυτοΐνη. Η επαγωγική
δράση μπορεί να διαρκέσει μέχρι και δύο εβδομάδες μετά την διακοπή της θεραπείας με St. John’s
wort. Εάν ο αθενής ήδη λαμβάνει St. John’s wort, θα πρέπει να διακοπεί η χορήγησή του και να
ελεγχθούν τα επίπεδα των αντιεπιληπτικών στον ορό. Τα επίπεδα των αντιεπιληπτικών μπορεί να
αυξηθούν με την διακοπή του St. John’s wort. Η δόση του αντιεπιληπτικού μπορεί να χρειαστεί
προσαρμογή.
Φάρμακα που μπορεί, είτε να αυξήσουν, είτε να ελαττώσουν τις συγκεντρώσεις της φαινυτοϊνης στον ορό
Ο πίνακας 3 συνοψίζει τις κατηγορίες φαρμάκων που μπορεί, είτε να αυξήσουν, είτε να ελαττώσουν τα
επίπεδα της φαινυτοΐνης στον ορό:
ΠΙΝΑΚΑΣ 3
Κατηγορία φαρμάκων Φάρμακα σε κάθε κατηγορία (ενδεικτικά)
Αντιμικροβιακοί παράγοντες σιπροφλοξασίνη
Αντιεπιληπτικά βαλπροϊκό νάτριο
βαλπροϊκό οξύ
καρβαμαζεπίνη
φαινοβαρβιτάλη
Αντινεοπλασματικοί παράγοντες
Ψυχοτρόπα φάρμακα διαζεπάμη
χλωροδιαζεποξείδη
Ομοίως, η επίδραση της φαινυτοΐνης στα επίπεδα στον ορό της καρβαμαζεπίνης, της φαινοβαρβιτάλης,
του βαλπροϊκού οξέος και του βαλπροϊκού νάτριου είναι απρόβλεπτη.
Εφάπαξ λήψη μεγάλων ποσοτήτων οινοπνευματωδών ποτών πιθανόν να αυξήσουν τα επίπεδα
φαινυτοΐνης στον ορό, ενώ η χρόνια λήψη μπορεί να μειώσει τα επίπεδα στον ορό.
Αν και δεν πρόκειται για αληθή αλληλεπίδραση, τα τρικυκλικά αντικαταθλιπτικά και οι φαινοθειαζίνες
μπορεί να προκαλέσουν επιληπτικές κρίσεις σε ευαίσθητους ασθενείς, οπότε η δόση της φαινυτοΐνης
μπορεί να χρειαστεί ρύθμιση.
Φάρμακα των οποίων τα επίπεδα στο αίμα και /ή αποτελεσματικότητα μπορεί να επηρεαστούν από τη
φαινυτοΐνη
Ο πίνακας 4 συνοψίζει τις κατηγορίες φαρμάκων των οποίων τα επίπεδα στο αίμα και /ή
αποτελεσματικότητα μπορεί να επηρεαστούν από την φαινυτοΐνη:
6
ΠΙΝΑΚΑΣ 4
Κατηγορία φαρμάκων Φάρμακα σε κάθε κατηγορία (ενδεικτικά)
Αντιμικροβιακοί παράγοντες δοξυκυκλίνη
πραζικουαντέλη
ριφαμπικίνη
τετρακυκλίνη
Αντιεπιληπτικά λαμοτριγίνη
Αντιμυκητιασικοί παράγοντες αζόλες
Βρογχοδιασταλτικά θεοφυλλίνη
Αντινεοπλασματικοί παράγοντες τενιποσίδη
Ανταγωνιστές ασβεστίου/φάρμακα
καρδιαγγειακού
βεραπαμίλη
διγιτοξίνη
νικαρδιπίνη
νιμοδιπίνη
κινιδίνη
Κορτικοστεροειδή
Κουμαρινικά αντιπηκτικά
Κυκλοσπορίνη
Διουρητικά φουροσεμίδη
Ορμόνες οιστρογόνα
από του στόματος αντισυλληπτικά
θυρεοειδικές ορμόνες
Υπεργλυκαιμικοί παράγοντες διαζοξείδη
Νευρομυϊκοί αποκλειστές αλκουρόνιο
βεκουρόνιο
πανκουρόνιο
Οπιοειδή αναλγητικά μεθαδόνη
Αντιδιαβητικά από το στόμα χλωροπροπαμίδη
γλυβουρίδη
τολβουταμίδη
Ψυχοτρόπα φάρμακα / Αντικαταθλιπτικά κλοζαπίνη
παροξετίνη
σερτραλίνη
Βιταμίνη D
Αν και δεν πρόκειται για αληθή αλληλεπίδραση, τα τρικυκλικά αντικαταθλιπτικά μπορεί να
προκαλέσουν επιληπτικές κρίσεις σε ευαίσθητους ασθενείς, οπότε η δόση της φαινυτοΐνης μπορεί να
χρειαστεί ρύθμιση.
Η φαινυτοΐνη ελαττώνει την δράση του φυλλικού οξέος, με κίνδυνο πρόκλησης μεγαλοβλαστικής
αναιμίας, ενώ αυξάνει την τοξικότητα της μεθοτρεξάτης.
Βαρφαρίνη. Η επίδραση της φαινυτοΐνης στην βαρφαρίνη είναι μεταβλητή και οι χρόνοι προθρομβίνης
θα πρέπει να προσδιορίζονται όταν αυτοί οι δυο παράγοντες συνδυάζονται.
Φαρμακευτική εντερική σίτιση / αλληλεπίδραση με διαιτητικά παρασκευάσματα
Βιβλιογραφικές αναφορές υποδηλώνουν ότι ασθενείς, οι οποίοι λάμβαναν εντερική σίτιση και/ ή
σχετικά διαιτητικά συμπληρώματα, έχουν χαμηλότερα από τα αναμενόμενα επίπεδα φαινυτοΐνης στο
πλάσμα. Επομένως, συνιστάται να μην χορηγείται φαινυτοΐνη ταυτόχρονα με παρασκεύασμα εντερικής
σίτισης.
Μπορεί, ως εκ τούτου, να είναι απαραίτητη η πιο συχνή παρακολούθηση των επιπέδων φαινυτοΐνης
στον ορό, σε αυτούς τους ασθενείς.
Αλληλεπιδράσεις του Φαρμάκου σε Εργαστηριακές Εξετάσεις:
7
Η φαινυτοΐνη πιθανόν να προκαλέσει μείωση των επιπέδων του, πρωτεϊνικά συνδεδεμένου, ιωδίου στον
ορό (ΡΒΙ). Μπορεί επίσης να προκαλέσει χαμηλότερες, του φυσιολογικού, τιμές των δοκιμασιών
δεξαμεθαζόνης ή μετυραπόνης. Η φαινυτοΐνη μπορεί να προκαλέσει αύξηση των επιπέδων στον ορό
της γλυκόζης, της αλκαλικής φωσφατάσης και της γ-γλουταμυλοτρανσπεπτιδάσης (GGT). Η
φαινυτοΐνη μπορεί να επηρεάσει το ασβέστιο του αίματος και τις δοκιμασίες του μεταβολισμού της
γλυκόζης του αίματος.
4.6 Κύηση και γαλουχία
Χρήση κατά την κύηση:
Ένας αριθμός αναφορών έδειξε μια συσχέτιση μεταξύ της χρήσης αντιεπιληπτικών από επιληπτικές
γυναίκες και της υψηλότερης συχνότητας συγγενών διαμαρτιών σε παιδιά που γεννήθηκαν από αυτές
τις γυναίκες. Πιο εκτεταμένα δεδομένα υπάρχουν σχετικά με τη φαινυτοΐνη και τη φαινοβαρβιτάλη,
αλλά αυτά τα φάρμακα είναι επίσης τα πλέον χρησιμοποιούμενα αντιεπιληπτικά φάρμακα. Λιγότερο
συστηματικές ή μη δημοσιευθείσες μελέτες αναφέρουν πιθανή παρόμοια συσχέτιση, με τη χρήση όλων
των γνωστών αντιεπιληπτικών φαρμάκων.
Οι αναφορές, που υποδεικνύουν μεγαλύτερη συχνότητα συγγενών διαμαρτιών σε παιδιά επιληπτικών
γυναικών υπό θεραπεία, δεν μπορούν να θεωρηθούν ως επαρκείς αποδείξεις σαφούς συσχέτισης του
αιτίου και αιτιατού. Υπάρχουν ενδογενή μεθοδολογικά προβλήματα για την απόκτηση επαρκών
δεδομένων, όσον αφορά στην τερατογένεση από φάρμακα στον άνθρωπο. Γενετικοί παράγοντες ή η
επιληψία αυτή καθ΄αυτή, μπορεί να είναι πιο σημαντικοί από τη φαρμακοθεραπεία, για τις διαμαρτίες
των νεογνών. Η μεγάλη πλειονότητα των μητέρων, υπό αντιεπιληπτική θεραπεία, γεννούν φυσιολογικά
νεογνά. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι στην εγκυμοσύνη, παρά τις αυξημένες πιθανότητες βλάβης
του εμβρύου, τα αντιεπιληπτικά φάρμακα δεν πρέπει να διακόπτονται, όταν χορηγούνται για την
πρόληψη γενικευμένων τονικοκλονικών κρίσεων, γιατί η επιληπτική κατάσταση είναι σαφώς πιο
επικίνδυνη και βλαπτική, καθώς υπάρχει μεγάλη πιθανότητα πρόκλησης status epilepticus με συνοδό
υποξία και με συνέπεια τον κίνδυνο της ζωής. Σε μεμονωμένες περιπτώσεις, όπου η βαρύτητα και η
συχνότητα των επιληπτικών κρίσεων είναι τέτοιες που η διακοπή του φαρμάκου δεν δημιουργεί
σοβαρό κίνδυνο στην ασθενή, η διακοπή του πρέπει να εξετάζεται πριν και κατά την εγκυμοσύνη, παρά
το ότι δεν μπορεί να λεχθεί με βεβαιότητα ότι, ακόμα και μικρές κρίσεις, δεν δημιουργούν κάποιο
κίνδυνο στο έμβρυο. Ο θεράπων ιατρός θα πρέπει να σταθμίσει αυτά τα ενδεχόμενα, όταν θεραπεύει ή
συμβουλεύει επιληπτικές γυναίκες που είναι δυνατόν να μείνουν έγκυοι.
Εκτός από την αυξημένη συχνότητα συγγενών διαμαρτιών, όπως π.χ. λαγόχειλο και λυκόστομα και
καρδιακές ανωμαλίες, σε παιδιά γυναικών που έπαιρναν φαινυτοΐνη και άλλα αντιεπιληπτικά φάρμακα,
αναφέρθηκαν και περιπτώσεις εμβρυϊκού συνδρόμου υδαντοΐνης. Αυτό εμφανίζεται ως προγεννητική
καθυστέρηση της ανάπτυξης, μικροκεφαλία και νοητική καθυστέρηση σε παιδιά που γεννήθηκαν από
μητέρες που έπαιρναν φαινυτοΐνη, βαρβιτουρικά, οινόπνευμα ή τριμεθαδιόνη. Όμως, αυτά τα
χαρακτηριστικά αλληλοσυσχετίζονται και συχνά συνδέονται με καθυστερημένη ενδομήτρια ανάπτυξη
που οφείλεται σε άλλα αίτια.
Αναφέρθηκαν και μεμονωμένα περιστατικά κακοήθων νεοπλασιών, συμπεριλαμβανομένου και του
νευροβλαστώματος, σε παιδιά εγκύων που έπαιρναν φαινυτοΐνη κατά την εγκυμοσύνη.
Σε μεγάλο ποσοστό ασθενών, παρατηρήθηκε αύξηση της συχνότητας των κρίσεων κατά την
εγκυμοσύνη, λόγω μεταβολών στην απορρόφηση ή στο μεταβολισμό της φαινυτοΐνης. Περιοδικές
μετρήσεις των επιπέδων φαινυτοΐνης στον ορό είναι ιδιαίτερα χρήσιμες για την αντιμετώπιση εγκύων
επιληπτικών ασθενών, ως οδηγός κατάλληλης ρύθμισης της δοσολογίας. Ωστόσο, ενδείκνυται η, μετά
τον τοκετό, επαναφορά στην αρχική δοσολογία.
Διαταραχές της πηκτικότητας αναφέρθηκαν κατά τις πρώτες 24 ώρες, σε νεογνά που γεννήθηκαν από
μητέρες που έπασχαν από επιληψία και έπαιρναν φαινοβαρβιτάλη και/ή φαινυτοΐνη. Η βιταμίνη Κ
αποδείχτηκε ότι προλαμβάνει ή επανορθώνει αυτήν την διαταραχή και συνιστάται να χορηγείται στην
επίτοκο προ του τοκετού και στο νεογνό μετά τον τοκετό.
8
Χρήση κατά τη γαλουχία:
Δεν συνιστάται ο θηλασμός σε μητέρες που παίρνουν φαινυτοΐνη, γιατί το φάρμακο εκκρίνεται στο
μητρικό γάλα σε χαμηλές συγκεντρώσεις. Η συγκέντρωση της φαινυτοΐνης στο μητρικό γάλα είναι
περίπου το ένα τρίτο της αντίστοιχης συγκέντρωσης στο πλάσμα της μητέρας.
4.7 Επίδραση στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανημάτων
Οι ασθενείς πρέπει να προειδοποιούνται να μην οδηγούν οχήματα ή να χειρίζονται πιθανώς επικίνδυνα
μηχανήματα, μέχρις ότου καταστεί εμφανές ότι η φαρμακευτική αυτή αγωγή δεν επηρεάζει την
ικανότητά τους να ασχοληθούν με τέτοιες δραστηριότητες.
4.8 Ανεπιθύμητες ενέργειες
Σύνολο του οργανισμού: Αναφυλακτοειδής αντίδραση και αναφυλαξία
.
Συγγενείς και οικογενειακές/γενετικές διαταραχές: Συγγενείς ανωμαλίες του εμβρύου.
Καρδιαγγειακό: ΄Εχει παρατηρηθεί υπόταση, σοβαρές καρδιοτοξικές αντιδράσεις κ.ά. (βλέπε 4.4
Ιδιαίτερες Προειδοποιήσεις & Ιδιαίτερες Προφυλάξεις κατά τη Χρήση – Γενικά και Επίδραση στο
καρδιαγγειακό).
Κεντρικό Νευρικό Σύστημα: Οι πιο συνήθεις εκδηλώσεις που αναφέρονται κατά τη θεραπεία με
φαινυτοΐνη αφορούν σ΄ αυτό το σύστημα και συνήθως σχετίζονται με τη δόση. Αυτές περιλαμβάνουν
νυσταγμό, αταξία, συγκεχυμένη ομιλία, ελαττωμένη ικανότητα συντονισμού κινήσεων και διανοητική
σύγχυση (βλέπε 4.4 Ιδιαίτερες Προειδοποιήσεις & Ιδιαίτερες Προφυλάξεις κατά τη Χρήση -
Επίδραση στο Κεντρικό Νευρικό Σύστημα).
Επίσης αναφέρθηκαν ζάλη, αϋπνία, παροδική νευρικότητα, σπαστικές κινήσεις, δυσαρθρία,
κεφαλαλγία, παραισθησία και υπνηλία.
Υπήρξαν επίσης σπάνιες αναφορές δυσκινησίας, που προκλήθηκε από φαινυτοΐνη, που
συμπεριλάμβανε χορεία, δυστονία, τρόμο και πτερυγίζοντα τρόμο, παρόμοιες με αυτές που
προκαλούνται από τη φαινοθειαζίνη και άλλα νευροληπτικά φάρμακα.
Επίσης έχουν υπάρξει περιστασιακές αναφορές μόνιμης παρεγκεφαλιδικής βλάβης οι οποίες
σχετίζονται με σημαντική υπερδοσολογία φαινυτοΐνης.
Σε ασθενείς που έπαιρναν φαινυτοΐνη για μακρό χρονικό διάστημα, παρατηρήθηκε περιφερική
πολυνευροπάθεια με προεξάρχοντα τον αισθητικό χαρακτήρα.
Συνδετικοί ιστοίς: Τράχυνση των χαρακτηριστικών του προσώπου, πάχυνση των χειλέων,
χαρακτηριστική υπερπλασία των ούλων, κυρίως στα παιδιά (αναστρέψιμη), υπερτρίχωση, που τείνει
να παραμείνει και μετά την διακοπή και νόσος του Peyronie, σύσπαση Dupuytren.
Γαστρεντερικό Σύστημα: Ναυτία, έμετος, δυσκοιλιότητα ή διάρροια, σπάνιες περιπτώσεις τοξικής
ηπατίτιδας, ηπατική βλάβη (βλέπε 4.4 Ιδιαίτερες Προειδοποιήσεις & Ιδιαίτερες Προφυλάξεις κατά
τη Χρήση - Επίδραση στο Ήπαρ/ Επίδραση στους νεφρούς /ΑνοσοποιητικόΣύστημα).
Αιμοποιητικό Σ ύστημα/Διαταραχές μεταβολισμού : Αιματολογικές επιπλοκές, μερικές από τις οποίες
απέβησαν θανατηφόρες, έχουν αναφερθεί κατά καιρούς, σε σχέση με την χορήγηση φαινυτοΐνης. Αυτές
περιλαμβάνουν μυελοτοξικότητα (θρομβοπενία, λευκοπενία, ακοκκιοκυτταραιμία),
κοκκιοκυτταροπενία, και παγκυτοπενία μετά ή άνευ καταστολής του μυελού των οστών.
Αναφέρθηκαν επίσης μακροκυττάρωση, ένδεια φυλλικού οξέος και μεγαλοβλαστική αναιμία. Έχει
επίσης αναφερθεί υπασβαεστιαιμία και σπάνιες περιπτώσεις οξείας υπεργλυκαιμίας. Επίσης
αναφέρθηκαν λεμφαδενοπάθεια περιλαμβάνουσα καλοήθη υπερπλασία των λεμφαδένων,
9
ψευδολέμφωμα, λέμφωμα και νόσος του Hodgkin (βλέπε 4.4 Ιδιαίτερες Προειδοποιήσεις και
Προφυλάξεις κατά τη Χρήση - Επίδραση στο Αιμοποιητικό σύστημα & Επίδραση στον μεταβολισμό).
Μυοσκελετικές διαταραχές: Έχει αναφερθεί οστεομαλάκυνση.
Ενδοκρινικές διαταραχές: Αναφέρθηκαν σπάνιες περιπτώσεις θυρεοειδίτιδας.
Ανοσοποιητικό σύστημα: Σύνδρομο υπερευαισθησίας, που μπορεί να είναι θανατηφόρο σε ορισμένες
περιπτώσεις, συστηματικός ερυθηματώδης λύκος, οζώδης περιαρτηρίτιδα, διαταραχές ανοσοσφαιρινών.
(βλέπε 4.4 Ιδιαίτερες Προειδοποιήσεις & Ιδιαίτερες Προφυλάξεις κατά τη Χρήση - Επίδραση στο
ήπαρ/ Επίδραση στους νεφρούς/ Ανοσοποιητικό σύστημα).
Δέρμα: Δερματικές εκδηλώσεις που μερικές φορές συνοδεύονται από πυρετό, περιλαμβάνουν
οστρακιοειδή ή ιλαροειδή εξανθήματα. Το ιλαροειδές εξάνθημα είναι το πιο συχνό. Άλλες μορφές
δερματίτιδας παρατηρούνται σπανιότερα. Άλλες δερματικές εκδηλώσεις, πιο σοβαρού τύπου, που
μπορεί να είναι θανατηφόρες, περιλαμβάνουν πομφολυγώδη, αποφολιδωτική ή πορφυρική δερματίτιδα,
ερυθηματώδη λύκο, σύνδρομο Stevens Johnson και τοξική επιδερμική νεκρόλυση (βλέπε 4.4
Ιδιαίτερες Προειδοποιήσεις & Ιδιαίτερες Προφυλάξεις κατά τη Χρήση - Επίδραση στο δέρμα).
Ειδικές αισθήσεις: Αλλοίωση της γεύσης, διπλωπία.
4.9 Υπερδοσολογία
Η θανατηφόρος δόση σε παιδιά δεν είναι γνωστή. Η θανατηφόρος δόση στους ενήλικες υπολογίστηκε
ότι είναι 2-5g. Τα αρχικά συμπτώματα είναι νυσταγμός, αταξία, δυσαρθρία. Άλλα σημεία είναι τρόμος,
αυξημένα αντανακλαστικά, υπνηλία, νωθρότητα, λήθαργος, συγκεχυμένη ομιλία, διαταραχές στην
όραση, ναυτία, έμετος, κώμα και υπόταση. Ο θάνατος προέρχεται από αναπνευστική και κυκλοφορική
καταστολή.
Υπάρχουν σημαντικές διαφορές από άτομο σε άτομο, ως προς τις συγκεντρώσεις της φαινυτοΐνης στον
ορό, στις οποίες εμφανίζεται τοξικότητα. Οριζόντιος νυσταγμός εμφανίζεται συνήθως με 20 μg/mL,
αταξία με 30 μg/mL, δυσαρθρία και λήθαργος όταν η συγκέντρωση στον ορό είναι άνω των 40 μg/mL.
Εν τούτοις, έχει αναφερθεί συγκέντρωση του ύψους των 50 μg/mL, χωρίς σημεία τοξικότητας. Έχει
αναφερθεί περίπτωση που έχει ληφθεί το 25πλάσιο της θεραπευτικής δόσης της φαινυτοΐνης, με
αποτέλεσμα η συγκέντρωση στον ορό να είναι άνω των 100 μg/mL, με πλήρη ανάνηψη.
Παρατεταμένη υπέρβαση της δόσης, μπορεί να προκαλέσει μόνιμη παρεγκεφαλιδική βλάβη.
Θεραπεία:
Η θεραπεία είναι μη ειδική, επειδή δεν υπάρχει γνωστό αντίδοτο.
Πρέπει να παρακολουθείται προσεκτικά η λειτουργία του αναπνευστικού και του κυκλοφορικού
συστήματος και να λαμβάνονται τα ανάλογα υποστηρικτικά μέτρα. Μπορεί να γίνει αιμοκάθαρση,
δεδομένου ότι η φαινυτοΐνη δεν συνδέεται πλήρως με τις πρωτεΐνες του πλάσματος. Ολική
αφαιμαξομετάγγιση έχει χρησιμοποιηθεί στη θεραπεία βαρείας δηλητηριάσεως σε παιδιά.
Σε οξεία υπερδοσολογία πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η πιθανότητα λήψης και άλλων κατασταλτικών
του ΚΝΣ, συμπεριλαμβανομένου του οινοπνεύματος.
5. ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚEΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
Κωδικός : ATC: N03AB02
5.1. Φαρμακοδυναμικές ιδιότητες
Η φαινυτοΐνη είναι ένα αντιεπιληπτικό που μπορεί να χρησιμοποιηθεί στη θεραπεία της επιληψίας. Η
10
κύρια περιοχή της δράσης της είναι ο κινητικός φλοιός όπου αναστέλλεται η επέκταση της επιληπτικής
δραστηριότητας. Πιθανώς με την ενίσχυση της έκλυσης νατρίου από τους νευρώνες, η φαινυτοΐνη
τείνει να σταθεροποιήσει τον ουδό της υπερδιεγερσιμότητας που προκαλείται από υπερβολικό ερεθισμό
ή από περιβαλλοντικές διαταραχές, που είναι δυνατόν να μειώσουν τη διακίνηση του νατρίου δια μέσου
της κυτταρικής μεμβράνης. Αυτό περιλαμβάνει τη μείωση του δυναμικού στο επίπεδο των συνάψεων.
Η μείωση του δυναμικού προφυλάσσει από την εμφάνιση εστιακών κρίσεων του φλοιού,
προερχομένων από τη διέγερση παρακειμένων φλοιωδών περιοχών. Η φαινυτοΐνη μειώνει τη μέγιστη
δραστηριότητα των κέντρων του εγκεφαλικού στελέχους που ευθύνονται για την τονική φάση των
τονικοκλονικών επιληπτικών σπασμών (grand mal).
5.2 Φαρμακοκινητικές ιδιότητες
Η φαινυτοΐνη είναι ένα ασθενές οξύ και έχει περιορισμένη υδατοδιαλυτότητα, ακόμα και στο έντερο.
Το φάρμακο υπόκειται σε μια αργή και κατά κάποιο τρόπο μεταβλητή απορρόφηση μετά την από του
στόματος χορήγηση. Αφού ολοκληρωθεί η από του στόματος απορρόφηση, κατανέμεται σε όλους τους
ιστούς.
Ο χρόνος ημίσειας ζωής της φαινυτοΐνης στο πλάσμα στον άνθρωπο είναι περίπου 22 ώρες και
κυμαίνεται από 7 έως 42 ώρες. Τα θεραπευτικά επίπεδα στη σταθεροποιημένη κατάσταση του
φαρμάκου, επιτυγχάνονται τουλάχιστον 7 έως 10 ημέρες μετά την έναρξη της θεραπείας με
συνιστώμενη δόση 300 mg ανά ημέρα. Οι μέγιστες συγκεντρώσεις της νατριούχου φαινυτοΐνης
παρατηρούνται σε 1½ - 3 ώρες μετά την χορήγησή της. Η φαινυτοΐνη έχει φαινόμενο όγκο κατανομής
0,6 L/kg και συνδέεται ισχυρά (90%) με τις πρωτεΐνες του πλάσματος, κυρίως με την αλβουμίνη. Τα
επίπεδα της ελεύθερης φαινυτοΐνης μπορεί να μεταβληθούν σε ασθενείς στους οποίους τα
χαρακτηριστικά της πρωτεϊνικής σύνδεσης διαφέρουν από τα φυσιολογικά. Η φαινυτοΐνη κατανέμεται
στο εγκεφαλονωτιαίο υγρό (ΕΝΥ), στο σίελο, στο σπέρμα, στα γαστρεντερικά υγρά, στη χολή και στο
μητρικό γάλα. Η συγκέντρωση της φαινυτοΐνης στο ΕΝΥ, στον εγκέφαλο, και στο σίελο προσεγγίζει τα
επίπεδα της ελεύθερης φαινυτοΐνης στο πλάσμα.
Η φαινυτοΐνη βιομετατρέπεται στο ήπαρ με οξειδωτικό μεταβολισμό. Η κύρια μεταβολική οδός
περιλαμβάνει 4-υδροξυλίωση, η οποία αντιπροσωπεύει το 80% όλων των μεταβολιτών. Το κυτόχρωμα
CYP2C9 παίζει σημαντικό ρόλο στο μεταβολισμό της φαινυτοΐνης (90% της καθαρής ενδογενούς
κάθαρσης), ενώ το κυτόχρωμα CYP2C19 έχει μικρή ανάμειξη σε αυτή τη διαδικασία (10% της
καθαρής ενδογενούς κάθαρσης). Αυτή η σχετική συμμετοχή του CYP2C19 στο μεταβολισμό της
φαινυτοΐνης μπορεί εντούτοις να αυξήσει τις μέγιστες συγκεντρώσεις φαινυτοΐνης.
Επειδή το κυτοχρωμικό σύστημα που ενέχεται στην υδροξυλίωση της φαινυτοΐνης στο ήπαρ
κορεννύεται σε υψηλές συγκεντρώσεις ορού, μικρές αυξήσεις στη δόση της φαινυτοΐνης μπορεί να
αυξήσουν το χρόνο ημίσειας ζωής και να οδηγήσουν σε σημαντικές αυξήσεις στα επίπεδα του ορού,
όταν αυτά βρίσκονται μεταξύ του θεραπευτικού εύρους ή είναι μεγαλύτερα από το ανώτερο όριο του.
Αύξηση της δοσολογίας κατά 10% ή περισσότερο μπορεί να προκαλέσει δυσανάλογη αύξηση στα
επίπεδα σταθεροποιημένης κατάστασης και να οδηγήσει σε τοξικότητα. Η κάθαρση της φαινυτοΐνης
φαίνεται να ελαττώνεται από αναστολείς του CYP2C9 όπως η φαινυλβουταζόνη και η
σουλφαφαιναζόλη. Έχει παρατηρηθεί επίσης, μειωμένη κάθαρση σε ασθενείς που έλαβαν αναστολείς
του CYP2C19, όπως η τικλοπιδίνη.
Το μεγαλύτερο ποσοστό του φαρμάκου απεκκρίνεται στη χολή ως αδρανείς μεταβολίτες οι οποίοι
επαναπορροφούνται από τον εντερικό σωλήνα και απομακρύνονται στα ούρα μερικώς μέσω
σπειραματικής διήθησης, αλλά κυρίως μέσω σωληναριακής απέκκρισης. Ποσοστό μικρότερο του 5%
της φαινυτοΐνης απεκκρίνεται ως το αρχικό φάρμακο.
Στους περισσότερους ασθενείς που συντηρούνται με σταθερή δοσολογία, επιτυγχάνονται σταθερά
επίπεδα φαινυτοΐνης στον ορό. Μεταξύ των ασθενών στους οποίους χορηγούνται ισοδύναμες δόσεις,
μπορεί να υπάρξει μεγάλο εύρος διακύμανσης ως προς τα επίπεδα φαινυτοϊνης. Ασθενείς με
ασυνήθιστα χαμηλά επίπεδα στον ορό, μπορεί είτε να μην συμμορφώνονται με τη θεραπεία, είτε να
μεταβολίζουν ταχέως τη φαινυτοΐνη. Ασυνήθιστα υψηλά επίπεδα μπορεί να οφείλονται σε ασθένειες
11
του ήπατος, συγγενή ενζυμική ανεπάρκεια ή αλληλεπιδράσεις φαρμάκων που έχουν ως αποτέλεσμα
παρεμβολή στη βιομετατροπή. Οι ασθενείς με μεγάλες διακυμάνσεις στα επίπεδα της φαινυτοΐνης στον
ορό, παρά τη χορήγηση σταθερών δόσεων, παρουσιάζουν ένα δύσκολο κλινικό πρόβλημα. Ο
προσδιορισμός των επιπέδων της φαινυτοΐνης στον ορό, στους ασθενείς αυτούς, είναι ιδιαίτερα
χρήσιμος. Όταν είναι απαραίτητος ο προσδιορισμός, πρέπει να λαμβάνονται τουλάχιστον 7-10 μέρες
μετά την έναρξη της θεραπείας, την αλλαγή της δοσολογίας, ή την προσθήκη ή αφαίρεση κάποιου
αλλού φαρμάκου από το σχήμα, ώστε να έχει επιτευχθεί ισορροπία ή σταθεροποιημένη κατάσταση. Τα
ελάχιστα επίπεδα που έχουν ληφθεί ακριβώς πριν στην επόμενη προγραμματισμένη δόση του
ασθενούς, παρέχουν πληροφορίες για το κλινικά αποτελεσματικό εύρος επιπέδων και επιβεβαιώνουν τη
συμμόρφωση του ασθενούς. Τα μέγιστα επίπεδα του φαρμάκου, που έχουν ληφθεί τη χρονική στιγμή
που αναμένεται η μέγιστη συγκέντρωση, υποδεικνύουν το όριο του κάθε ατόμου για την εμφάνιση
δοσο-εξαρτώμενων ανεπιθυμήτων ενεργειών.
Φαρμακοκινητικές αλληλεπιδράσεις
Η συγχορήγηση δισκίων νελφιναβίρης (1250 mg δύο φορές ημερησίως) με καψάκια φαινυτοΐνης (300
mg μια φορά ημερησίως) δεν επηρέασε την συγκέντρωση της νελφιναβίρης στο πλάσμα. Ωστόσο, η
συγχορήγηση της νελφιναβίρης μείωσε τις τιμές AUC της φαινυτοΐνης (συνολικής) και ελεύθερης
φαινυτοΐνης κατά 29% και 28%, αντίστοιχα.
5.3 Προκλινικά δεδομένα ασφαλείας
Δεν υπάρχουν επιπλέον στοιχεία από τα αναφερόμενα στο υπόλοιπο κείμενο της Περίληψης των
χαρακτηριστικών του προϊόντος.
6. ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
6.1 Έκδοχα
Καψάκια σκληρά:
Lactose Monohydrate, Magnesium Stearate. Σύνθεση κενού καψακίου: Gelatine, Titanium Dioxide E
171, Sodium Dodecylsulfate, Erythrosine E 127, Quinoline Yellow E 104, Μελάνι (Industrial
Methylated Spirit 74OP, Shellac, Black Iron Oxide E 172, 2-Ethoxyethanol, Soja Lecithin E 322,
Dimethyl Siloxane Antifoam, Water Purified).
Πόσιμο εναιώρημα:
Aluminum Magnesium Silicate, Sodium Benzoate, Citric Acid Monohydrate, Sodium
Carboxymethylcellulose, Glycerol, Polysorbate 40, Sucrose, Ethanol 96%, Vanillin, Banana Flavor,
Orange Oil, Carmoisine E 122, Sunset Yellow FCF E 110, Water Purified.
6.2 Ασυμβατότητες
Καμία γνωστή.
6.3 Διάρκεια ζωής
36 μήνες.
6.4 Ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά τη φύλαξη του προϊόντος
Δεν απαιτούνται ιδιαίτερες προφυλάξεις για τη φύλαξη του προϊόντος. Να φυλάσσεται σε θερμοκρασία
έως 25° C.
6.5 Φύση και συστατικά του περιέκτη
12
EPANUTIN καψάκια, σκληρά: συσκευάζονται σε λευκό φιαλίδιο (HDΡE) με λευκό πώμα (LDPE).
Συσκευασία των 100 καψακίων
EPANUTIΝ πόσιμο εναιώρημα: Γυάλινο φιαλίδιο, με πώμα από αλουμίνιο, των 125ml.
6.6 Οδηγίες χρήσης/χειρισμού
Δεν εφαρμόζεται.
7. ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
PFIZER HELLAS A.E.
Λ. Μεσογείων 243, 154 51 Ν. Ψυχικό, Τηλ.: 210 6785800
8. ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ:
EPANUTIN caps 100mg: 42517/25-9-2008
EPANUTIN oral sus 30mg/5ml : 42521/25-9-2008
9. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΡΩΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ:
EPANUTIN caps 100mg: 1971
EPANUTIN oral sus. 30mg/5ml : 1968
10. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΤΗΣ (ΜΕΡΙΚΗΣ) ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟ Y:
15 Οκτωβρίου 2009.
13