ΦΥΛΛΟ ΟΔΗΓΙΩΝ ΧΡΗΣΗΣ
1.1 EPANUTIN Καψάκια σκληρά
Πόσιμο εναιώρημα
1.2 Σύνθεση
:
Δραστική ουσία :
Καψάκια σκληρά:
Phenytoin Sodium
Έκδοχα:
Lactose Monohydrate, Magnesium Stearate.
Σύνθεσηκενού καψακίου : Gelatine, Titanium
Dioxide Ε 171, Sodium Dodecylsulfate,
Erythrosine E 127, Quinoline Yellow E 104.
Δραστική ουσία :
Πόσιμο εναιώρημα:
Phenytoin
Έκδοχα:
Aluminum Magnesium Silicate, Sodium
Benzoate, Citric Acid Monohydrate, Sodium
Carboxymethylcellulose, Glycerol, Polysorbate
40, Sucrose, Ethanol 96%, Vanillin, Banana
Flavor, Orange Oil, Carmoisine E 122, Sunset
Yellow FCF E 110, Water Purified.
1.3 Φαρμακοτεχνική μορφή: Καψάκιο, σκληρό
Πόσιμο εναιώρημα.
1.4 Περιεκτικότητα σε δραστική
ουσία:
Κάθε καψάκιο περιέχει 100mg νατριούχου
φαινυτοΐνης.
Tα 5ml πόσιμου εναιωρήματος περιέχουν 30
mg φαινυτοΐνης.
1.5 Περιγραφή-Συσκευασία: Καψάκια σκληρά: Πορτοκαλί - λευκά
καψάκια με τυπωμένη την ένδειξη
«EPANUTIN 100» συσκευάζονται σε λευκό
φιαλίδιο με λευκό πώμα. Συσκευασία των 100
καψακίων.
Πόσιμο εναιώρημα: Κόκκινο εναιώρημα που
φέρεται σε γυάλινο φιαλίδιο, με πώμα από
αλουμίνιο, των 125 ml.
1.6 Φαρμακοθεραπευτική κατηγορία: Αντιεπιληπτικό.
1.7 Υπεύθυνος κυκλοφορίας: PFIZER HELLAS A.E., Λ. Μεσογείων 243,
154 51 Ν. Ψυχικό, Τηλ.: 210 6785800
1.8 Παρασκευαστής/ Συσκευαστής: Καψάκια σκληρά: GOEDECKE GMBH,
Γερμανία
Πόσιμο εναιώρημα: McNeil Manufacturing
Orleans, Γαλλία
2. ΤΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΓΝΩΡΙΖΕΤΕ ΓΙΑ ΤΟ ΦΑΡΜΑΚΟ ΠΟΥ ΣΑΣ ΧΟΡΗΓΗΣΕ Ο
ΓΙΑΤΡΟΣ ΣΑΣ
2.1 Γενικές πληροφορίες:
Η φαινυτοΐνη είναι ένα φάρμακο, που ανήκει στην κατηγορία των αντιεπιληπτικών
φαρμάκων.
2.2 Ενδείξεις:
Η φαινυτοΐνη ενδείκνυται για τον έλεγχο όλων των μορφών εστιακής επιληψίας και των
γενικευμένων τονικοκλονικών κρίσεων.
Ακόμη, η φαινυτοΐνη ενδείκνυται για την πρόληψη και την θεραπεία των σπασμών, που
εμφανίζονται κατά τη διάρκεια ή μετά τις νευροχειρουργικές επεμβάσεις κρανίου.
2.3 Αντενδείξεις:
Η φαινυτοΐνη αντενδείκνυται σε ασθενείς με ιστορικό υπερευαισθησίας στη φαινυτοΐνη ή στα
αδρανή συστατικά του φαρμάκου ή σε άλλες υδαντοΐνες.
1
2.4 Ειδικές προφυλάξεις και προειδοποιήσεις κατά τη χρήση:
2.4.1 Γενικά:
Μην τροποποιήσετε τη δοσολογία ή σταματήσετε τη λήψη του φαρμάκου αν δεν σας το
συμβουλεύσει ο ιατρός σας.
Ενημερώστε τον ιατρό σας εάν πρόκειται να βρεθείτε σε κλινική κατάσταση η οποία σας
εμποδίζει να λάβετε την από του στόματος θεραπεία σας όπως συνήθως, π.χ. πρόκειται να
υποβληθείτε σε χειρουργική επέμβαση.
Ενημερώστε τον ιατρό σας εάν πρόκειται να λάβετε άλλα φάρμακα ή αλκοόλ.
Το EPANUTIN δεν είναι αποτελεσματικό στις προσβολές αφαίρεσης (petit mal). Αν
παρουσιάζονται τονικοκλονικοί σπασμοί (grand mal) και αφαίρεση (petit mal), τότε
χρειάζεται συνδυασμός φαρμακευτικής αγωγής.
Το EPANUTIN δεν ενδείκνυται σε σπασμούς που οφείλονται σε υπογλυκαιμία ή άλλα
μεταβολικά αίτια. Στις περιπτώσεις αυτές πρέπει να γίνονται οι κατάλληλες διαγνωστικές
εξετάσεις.
Το EPANUTIN δεν πρέπει να διακόπτεται απότομα εξαιτίας της πιθανότητας αυξημένης
συχνότητας σπασμών, συμπεριλαμβανομένου του status epilepticus. Όταν απαιτείται, κατά
την κρίση του γιατρού, η ανάγκη για ελάττωση της δόσης, διακοπή ή αντικατάσταση με
εναλλακτική αντιεπιληπτική αγωγή, αυτή θα πρέπει να γίνεται σταδιακά. Ωστόσο, σε
περίπτωση εμφάνισης αλλεργίας ή αντίδρασης υπερευαισθησίας, μπορεί να χρειαστεί άμεση
αντικατάσταση με εναλλακτική αντιεπιληπτική θεραπεία. Σ’αυτή την περίπτωση, η
εναλλακτική θεραπεία, θα πρέπει να είναι ένα αντιεπιληπτικό φάρμακο, που δεν ανήκει στην
κατηγορία των υδαντοϊνών.
Μικρό ποσοστό ατόμων που έπαιρναν φαινυτοΐνη αποδείχθηκε ότι μεταβόλιζαν βραδέως το
φάρμακο. Ο βραδύς μεταβολισμός που πιθανόν οφείλεται σε περιορισμένη διαθεσιμότητα
ενζύμων και έλλειψη επαγωγής, φαίνεται να είναι γενετικά προκαθορισμένος.
Εφάπαξ λήψη μεγάλων ποσοτήτων οινοπνευματωδών ποτών πιθανόν να αυξήσουν τα επίπεδα
φαινυτοΐνης στον ορό, ενώ η χρόνια λήψη μπορεί να μειώσει τα επίπεδα στον ορό.
Προσοχή στην αλλαγή ιδιοσκευασμάτων, γιατί, λόγω της πιθανής διαφοράς
βιοδιαθεσιμότητας, μπορούν να μεταβληθούν σημαντικώς τα επίπεδα της φαινυτοΐνης στο
αίμα.
Επίδραση στο κεντρικό νευρικό σύστημα:
Επίπεδα φαινυτοΐνης στον ορό πάνω από τα θεραπευτικά όρια, μπορεί να προκαλέσουν
συγχυτικές καταστάσεις, που αναφέρονται ως ‘παραλήρημα’, ‘ψύχωση’ ή ‘εγκεφαλοπάθεια’ ή
σπανίως μη αναστρέψιμη παρεγκεφαλιδική δυσλειτουργία. Συνεπώς, με το πρώτο σημείο
οξείας τοξικότητας, πρέπει να προσδιορίζονται τα επίπεδα του φαρμάκου στον ορό. Αν τα
επίπεδα φαινυτοΐνης στον ορό είναι υψηλά, ενδείκνυται μείωση της δόσης. Αν τα
συμπτώματα επιμένουν, συνιστάται διακοπή της .
Σε ασθενείς με λιποείδωση τύπου Vogt-Spielmeyer, πρέπει να μειώνεται η δόση του
φαρμάκου, γιατί φαίνεται ότι έχουν μειωμένη ανοχή σε αυτό.
Επίδραση στο αιμοποιητικό σύστημα:
Αναφέρθηκε πιθανή σχέση μεταξύ φαινυτοΐνης και της εμφάνισης λεμφαδενοπάθειας
(τοπικής ή γενικευμένης), συμπεριλαμβανομένων και της καλοήθους υπερπλασίας των
λεμφαδένων, του ψευδολεμφώματος, του λεμφώματος και της νόσου του Hodgkin. Παρά το
ότι δεν διαπιστώθηκε μια σχέση αιτίου και αιτιατού, η εμφάνιση λεμφαδενοπάθειας επιβάλλει
την ανάγκη διαφορικής διάγνωσης αυτής της κατάστασης, από άλλου τύπου παθολογία των
λεμφαδένων. Μπορεί να υπάρχει συμμετοχή λεμφαδένων, παρουσία ή απουσία συμπτωμάτων
και σημείων που ομοιάζουν με ορονοσία, όπως π.χ. πυρετός, εξάνθημα και ηπατική
συμμετοχή. Σε όλες τις περιπτώσεις λεμφαδενοπάθειας, ενδείκνυται μακρά παρακολούθηση
και πρέπει να καταβληθεί κάθε προσπάθεια ελέγχου των σπασμών, με χρήση άλλων
αντιεπιληπτικών φαρμάκων.
Αν και έχουν αναφερθεί μακροκυττάρρωση και μεγαλοβλαστική αναιμία, αυτές οι
καταστάσεις συνήθως ανταποκρίνονται στη θεραπεία με φυλλικό οξύ. Μπορεί να
παρατηρηθεί μείωση στον έλεγχο των σπασμών, εάν στη θεραπεία με φαινυτοΐνη προστεθεί
φυλλικό οξύ.
Επίδραση στο ήπαρ/ Επίδραση στους νεφρούς/ Ανοσοποιητικό σύστημα:
Σε ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια ή ηπατική βλάβη, πρέπει να μειώνεται η δόση του
φαρμάκου, γιατί φαίνεται ότι έχουν μειωμένη ανοχή σε αυτό.
Το ήπαρ είναι το κύριο όργανο βιομετατροπής της φαινυτοΐνης. Ασθενείς με ηπατική
ανεπάρκεια, υπερήλικες ή βαρέως πάσχοντες ασθενείς, μπορεί να εμφανίσουν πρώιμα σημεία
τοξικότητας.
Έχουν αναφερθεί τοξική ηπατίτιδα και ηπατική βλάβη που μπορεί, σε σπάνιες περιπτώσεις,
να είναι θανατηφόρες.
Περιπτώσεις οξείας ηπατοτοξικότητας, περιλαμβανομένων σπάνιων περιπτώσεων οξείας
ηπατικής ανεπάρκειας, έχουν αναφερθεί με τη χορήγηση της φαινυτοΐνης. Τα περιστατικά
αυτά συνοδεύονται με ένα σύνδρομο υπερευαισθησίας, το οποίο χαρακτηρίζεται από πυρετό,
δερματικά εξανθήματα και λεμφαδενοπάθεια και εμφανίζεται συνήθως εντός των πρώτων
δύο μηνών της θεραπείας. Άλλες συχνές εκδηλώσεις περιλαμβάνουν αρθραλγίες, εξάνθημα,
ίκτερο, ηπατομεγαλία , αύξηση των επιπέδων των τρανσαμινασών του ορού, λευκοκυττάρωση
και ηωσινοφιλία. Η κλινική πορεία της οξείας ηπατοτοξικότητας από φαινυτοΐνη, κυμαίνεται
από ταχεία αποκατάσταση, μέχρι θανατηφόρο έκβαση. Στους ασθενείς με οξεία
ηπατοτοξικότητα, η φαινυτοΐνη πρέπει να διακόπτεται αμέσως και να μην επαναχορηγείται.
Αρκετές μεμονωμένες περιπτώσεις υποδηλώνουν ότι μπορεί να υπάρχει μια αυξημένη, αν και
σπάνια, συχνότητα εμφάνισης αντιδράσεων υπερευαισθησίας, συμπεριλαμβανομένου του
δερματικού εξανθήματος και της ηπατοτοξικότητας σε ασθενείς της μαύρης φυλής.
Επίδραση στο δέρμα:
Το EPANUTIN πρέπει να διακόπτεται, όταν εμφανίζεται εξάνθημα του δέρματος. Αν το
εξάνθημα είναι αποφολιδωτικό, πορφυρικό ή πομφολυγώδες ή αν υπάρχει υπόνοια
ερυθηματώδους λύκου, συνδρόμου Stevens-Johnson ή τοξικής επιδερμικής νεκρόλυσης, δεν
πρέπει να επαναληφθεί η χορήγηση αυτού του φαρμάκου, αλλά να χορηγηθεί άλλη θεραπεία.
Αν το εξάνθημα είναι ηπιότερης μορφής (ιλαροειδές ή οστρακιοειδές), η θεραπεία μπορεί να
επαναληφθεί μετά την πλήρη υποχώρηση του εξανθήματος. Αν το εξάνθημα επανεμφανισθεί
με την επανάληψη της θεραπείας, αντενδείκνυται η περαιτέρω χορήγηση EPANUTIN.
Βιβλιογραφικές αναφορές υποδεικνύουν ότι ο συνδυασμός φαινυτοΐνης, κρανιακής
ακτινοβόλησης και σταδιακής ελάττωσης των κορτικοστεροειδών, μπορεί να συσχετισθεί με
την ανάπτυξη πολύμορφου ερυθήματος, και/ή συνδρόμου Stevens-Johnson και/ή τοξικής
επιδερμικής νεκρόλυσης.
Επίδραση στον μεταβολισμό:
Λαμβάνοντας υπόψη μεμονωμένες αναφορές, που συσχετίζουν το EPANUTIN με την
επιδείνωση πορφυρίας, πρέπει να δίδεται προσοχή στη χρήση του φαρμάκου αυτού σε
ασθενείς, οι οποίοι πάσχουν από την ασθένεια αυτή.
Αναφέρθηκε υπεργλυκαιμία, που οφείλεται στην ανασταλτική δράση του φαρμάκου στην
έκκριση ινσουλίνης. Το EPANUTIN μπορεί να αυξήσει τα επίπεδα σακχάρου στον ορό σε
3
διαβητικούς ασθενείς.
Επίδραση στο μυοσκελετικό σύστημα:
Οστεομαλακία έχει συσχετισθεί με τη θεραπεία με το EPANUTIN και θεωρείται ότι οφείλεται
στην παρεμπόδιση του μεταβολισμού της βιταμίνης D, από την φαινυτοϊνη.
2.4.2 Ηλικιωμένοι:
Οι υπερήλικες μπορεί να μπορεί να εμφανίσουν πρώιμα σημεία τοξικότητας.
Να λαμβάνεται υπόψη η πιθανότητα αλληλεπιδράσεων, διότι οι ηλικιωμένοι συνήθως
λαμβάνουν ταυτόχρονα και άλλα φάρμακα.
2.4.3 Κύηση:
Ο θεράπων ιατρός θα αποφασίσει εάν θα γίνει διακοπή της θεραπείας πριν και κατά τη
διάρκεια της εγκυμοσύνης, γιατί αυτό εξαρτάται από τον κίνδυνο που διατρέχει η ασθενής
από την βαρύτητα και τη συχνότητα των παροξυσμών.
Εάν κριθεί αναγκαία η χορήγηση του φαρμάκου κατά την εγκυμοσύνη, ο θεράπων ιατρός θα
αποφασίσει για την κατάλληλη δοσολογία, με βάση τις μετρήσεις των επιπέδων της
φαινυτοΐνης στον ορό του αίματος.
Ενδείκνυται πάντως η μετά τον τοκετό επαναφορά στην αρχική δοσολογία.
Διαταραχές της πηκτικότητας αναφέρθηκαν κατά τις πρώτες 24 ώρες σε νεογνά που
γεννήθηκαν από μητέρες που έπαιρναν φαινοβαρβιτάλη και/ή φαινυτοΐνη. Η βιταμίνη Κ
αποδείχτηκε ότι προλαμβάνει ή επανορθώνει αυτήν την διαταραχή και συνιστάται να
χορηγείται στην επίτοκο προ του τοκετού και στο νεογνό μετά τον τοκετό.
2.4.4 Γαλουχία:
Δεν συνιστάται ο θηλασμός σε μητέρες που παίρνουν φαινυτοΐνη, γιατί το φάρμακο
εκκρίνεται στο μητρικό γάλα.
2.4.5 Παιδιά:
Βλέπε παρ. 2.6 Δοσολογία
2.4.6 Επίδραση στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανημάτων:
Οι ασθενείς πρέπει να προειδοποιούνται να μην οδηγούν οχήματα ή να χειρίζονται πιθανώς
επικίνδυνα μηχανήματα, μέχρις ότου καταστεί εμφανές ότι η φαρμακευτική αυτή αγωγή δεν
επηρεάζει την ικανότητά τους να ασχοληθούν με τέτοιες δραστηριότητες.
2.4.7 Ιδιαίτερες προειδοποιήσεις για τα περιεχόμενα έκδοχα:
To πόσιμο εναιώρημα EPANUTIN περιέχει:
Sodium Benzoate, που μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο ίκτερου σε νεογνά, Glycerol, που
μπορεί να προκαλέσει πονοκέφαλο, στομαχική ενόχληση και διάρροια.
Επίσης περιέχει Ethanol (0,4932%), που είναι επιβλαβές για αυτούς που πάσχουν από
αλκοολισμό και τις χρωστικές Carmoisine E 122, Sunset Yellow FCF E 110, που
μπορεί να προκαλέσουν αλλεργικές αντιδράσεις.
Kάθε κουταλάκι του γλυκού (5ml) περιέχει 1,044g Sucrose, οπότε, αν σας έχει πει
ο γιατρός σας ότι παρουσιάζετε δυσανεξία σε κάποια σάκχαρα, θα πρέπει να τον
ενημερώσετε πριν λάβετε αυτό το φάρμακο.
Τα καψάκια EPANUTIN περιέχουν Lactose Monohydrate, οπότε, αν σας έχει πει ο
γιατρός σας ότι παρουσιάζετε δυσανεξία σε κάποια σάκχαρα, θα πρέπει να τον
ενημερώσετε πριν λάβετε αυτό το φάρμακο.
2.5 Αλληλεπιδράσεις με άλλα φάρμακα ή άλλες μορφές αλληλεπίδρασης
Θα πρέπει να ενημερώσετε το γιατρό σας για κάθε άλλο φάρμακο που τυχόν παίρνετε, με ή
χωρίς ιατρική συνταγή.
To EPANUTIN μπορεί να αλληλεπιδράσει με τις παρακάτω κατηγορίες φαρμάκων:
αναλγητικά/αντιφλεγμονώδη (αζαπροπαζόνη, σαλικυλικά,φαινυλβουταζόνη)
αναισθητικά (αλοθάνη)
αντιμικροβιακούς παράγοντες (χλωραμφενικόλη, ερυθρομυκίνη, ισονιαζίδη,
σουλφοναμίδες, δοξυκυκλίνη, πραζικουαντέλη, ριφαμπικίνη, τετρακυκλίνη,
σιπροφλοξασίνη)
αντιεπιληπτικά (φελβαμάτη, σουξινιμίδια, η καρβαμαζεπίνη, η φαινοβαρβιτάλη, το
βαλπροϊκό οξύ, το βαλπροϊκό νάτριο, λαμοτριγίνη, βιγκαμπατρίνη)
αντιμυκητιασικούς παράγοντες (αμφοτερικίνη Β, φλουκοναζόλη, κετοκοναζόλη,
μικοναζόλη, αζόλες, ιτρακοναζόλη)
βενζοδιαζεπίνες, ψυχοτρόπα και αντικαταθλιπτικά (χλωροδιαζεποξείδη, διαζεπάμη,
δισουλφιράμη, μεθυλφαινιδάτη, βιλοξαζίνη, κλοζαπίνη, τραζοδόνη, παροξετίνη),
ανταγωνιστές ασβεστίου/φάρμακα καρδιαγγειακών παθήσεων (αμιωδαρόνη,
δικουμαρόλη, διλτιαζέμη, νιφεδιπίνη, τικλοπιδίνη, ρεσερπίνη, διγιτοξίνη, νικαρδιπίνη,
νιμοδιπίνη, κινιδίνη, βεραπαμίλη, φουροσεμίδη )
αντιελκωτικούς παράγοντες (σουκραλφάτη)
Η
2
-ανταγωνιστές (σιμετιδίνη)
αναστολείς αντλίας πρωτονίων (ομεπραζόλη)
ορμόνες (οιστρογόνα, από του στόματος αντισυλληπτικά, θυρεοειδικές ορμόνες),
αντιδιαβητικά από το στόμα (χλωροπροπαμίδη, γλυβουρίδη, τολβουταμίδη).
αναστολείς επαναπρόσληψης της σεροτονίνης (φλουοξετίνη, φλουβοξαμίνη,
σερτραλίνη)
αντινεοπλασματικούς παράγοντες (τενιποσίδη)
νευρομυϊκούς αποκλειστές (αλκουρόνιο, πανκουρόνιο, βεκουρόνιο),
οπιοειδή αναλγητικά (μεθαδόνη)
κουμαρινικά αντιπηκτικά
κορτικοστεροειδή
υπεργλυκαιμικούς παράγοντες (διαζοξείδη)
κυκλοσπορίνη
βιταμίνη D
βρογχοδιασταλτικά (θεοφυλλίνη)
Ο χρόνος λήψης Εpanutin και αντιόξινων που περιέχουν ασβέστιο πρέπει να ρυθμίζεται
κατάλληλα, για να αποφευχθούν προβλήματα απορρόφησης, καθώς χορήγηση αλάτων
ασβεστίου, είτε με την μορφή τροφής, είτε με την μορφή αντιόξινων, μειώνει την
απορρόφηση της φαινυτοΐνης και συνεπώς, τα επίπεδά της στο αίμα.
Αν και δεν πρόκειται για αληθή αλληλεπίδραση, τα τρικυκλικά αντικαταθλιπτικά μπορεί να
προκαλέσουν επιληπτικές κρίσεις σε ευαίσθητους ασθενείς, οπότε η δόση του EPANUTIN
μπορεί να χρειαστεί ρύθμιση.
Εφάπαξ λήψη ή χρόνια λήψη μεγάλων ποσοτήτων αλκοολούχων ποτών επηρεάζουν τα
επίπεδα φαινυτοΐνης στον ορό.
Το φυλλικό οξύ εξουδετερώνει την αντιεπιληπτική δράση της φαινυτοΐνης και η φαινυτοΐνη
ελαττώνει την δράση του φυλλικού οξέος, με κίνδυνο πρόκλησης μεγαλοβλαστικής αναιμίας,
ενώ αυξάνει την τοξικότητα της μεθοτρεξάτης.
Φυτικά προϊόντα που περιέχουν St.John’s wort (Hypericum perforatum) μπορεί να μειώσουν
τις συγκεντρώσεις της φαινυτοΐνης στο πλάσμα.
Βιβλιογραφικές αναφορές υποδηλώνουν ότι ασθενείς οι οποίοι λάμβαναν εντερική σίτιση και/
ή σχετικά διαιτητικά συμπληρώματα έχουν χαμηλότερα από το αναμενόμενο επίπεδα
φαινυτοΐνης στο πλάσμα. Επομένως συνιστάται να μην χορηγείται EPANUTIN ταυτόχρονα
με παρασκεύασμα εντερικής σίτισης.
Μπορεί να είναι απαραίτητη σε αυτούς τους ασθενείς η πιο συχνή παρακολούθηση των
επιπέδων φαινυτοΐνης στον ορό.
Αλληλεπιδράσεις του Φαρμάκου σε Εργαστηριακές Εξετάσεις:
Η φαινυτοΐνη πιθανόν να προκαλέσει μείωση των επιπέδων του, πρωτεϊνικά συνδεδεμένου
ιωδίου στον ορό (ΡΒΙ). Μπορεί επίσης να προκαλέσει χαμηλότερες, του φυσιολογικού, τιμές
5
των δοκιμασιών δεξαμεθαζόνης ή μετυραπόνης. Η φαινυτοΐνη μπορεί να προκαλέσει αύξηση
των επιπέδων στον ορό της γλυκόζης, της αλκαλικής φωσφατάσης και της γ-
γλουταμυλοτρανσπεπτιδάσης (GGT). Η φαινυτοΐνη μπορεί να επηρεάσει το ασβέστιο του
αίματος και τις δοκιμασίες του μεταβολισμού της γλυκόζης του αίματος.
2.6 Δοσολογία:
ΤΟ ΠΌΣΙΜΟ ΕΝΑΙΏΡΗΜΑ EPANUTIN ΔΕΝ ΠΡΟΟΡΙΖΕΤΑΙ ΓΙΑ ΠΑΡΕΝΤΕΡΙΚΗ
ΧΡΗΣΗ.
Γενικά:
Τα καψάκια EPANUTIN περιέχουν το νατριούχο άλας της φαινυτοΐνης. Η ελεύθερη μορφή
του οξέος της φαινυτοΐνης χρησιμοποιείται στο εναιώρημα της φαινυτοΐνης (30 mg / 5 ml).
Επειδή παρατηρείται περίπου 8% αύξηση στη περιεκτικότητα του φαρμάκου με τη μορφή του
ελεύθερου οξέος, σε σχέση με τη μορφή του νατριούχου άλατος, μπορεί να είναι απαραίτητη
η προσαρμογή της δοσολογίας και η παρακολούθηση των επιπέδων του στον ορό, κατά τη
μετάβαση από ένα προϊόν το οποίο περιέχει το ελεύθερο οξύ, σε ένα προϊόν που περιέχει το
νατριούχο άλας και αντίστροφα.
Η δοσολογία πρέπει να εξατομικεύεται για να επιτευχθεί η μεγιστοποίηση του κλινικού
οφέλους διότι από ασθενή σε ασθενή μπορεί να υπάρχει διακύμανση στα επίπεδα φαινυτοΐνης
στο πλάσμα με ισοδύναμες δόσεις. Η φαινυτοΐνη πρέπει να χορηγείται σε μικρές δόσεις με
σταδιακή αύξηση μέχρι έλεγχος των συμπτωμάτων ή να εμφανισθούν σημεία τοξικότητας.. Σε
ορισμένες περιπτώσεις, μπορεί να είναι απαραίτητος ο προσδιορισμός των επιπέδων του
φαρμάκουστον ορό για να βελτιστοποιηθεί η προσαρμογή της δοσολογίας. Ο βέλτιστος
έλεγχος, χωρίς κλινικά σημεία τοξικότητας, επιτυγχάνεται συχνότερα σε επίπεδα ορού μεταξύ
10-20 μg/ml, παρόλο που ορισμένες ήπιες περιπτώσεις τονικοκλονικών κρίσεων (grand mal)
μπορεί να ελεγχθούν με χαμηλότερα επίπεδα φαινυτοΐνης στον ορό. Με την προτεινόμενη
δοσολογία, μπορεί να απαιτηθεί μια χρονική περίοδος επτά έως δέκα ημερών για επιτευχθούν
επίπεδα φαινυτοΐνης σε σταθεροποιημένη κατάσταση, και αλλαγές στη δοσολογία (αύξηση ή
μείωση), δεν πρέπει να πραγματοποιούνται σε διαστήματα βραχύτερα των επτά έως δέκα
ημερών. Η θεραπεία συντήρησης πρέπει να γίνεται με τη χαμηλότερη δόση που επιτυγχάνει
έλεγχο των σπασμών.
Ενήλικες:
Αρχικά 3-4mg/kg/ημέρα με επακόλουθη προσαρμογή της δόσης αν απαιτηθεί. Για τους
περισσότερους ασθενείς 200-500 mg ημερησίως σε μία ή σε διηρημένες δόσεις είναι
ικανοποιητική δόση συντήρησης. Κατ’ εξαίρεση ημερήσια δόση εκτός αυτού του εύρους
μπορεί να ενδείκνυται.
Βρέφη και Παιδιά
5mg/kg βάρους σώματος, την ημέρα σε δύο διηρημένες δόσεις με επακόλουθη
εξατομικευμένη προσαρμογή της δοσολογίας μέχρι το ανώτερο 300 mg ημερησίως. Συνήθης
συνιστώμενη δόση συντήρησης 4-8 mg/kg βάρους σώματος, την ημέρα. Εάν η ημερήσια δόση
δεν μπορεί να διαιρεθεί σε ίσα μέρη, η μεγαλύτερη δόση πρέπει να χορηγείται κατά την
κατάκλιση.
Νεογνά:
Η απορρόφηση της φαινυτοΐνης δεν μπορεί να προβλεφθεί μετά την από του στόματος
χορήγηση. Επιπλέον ο μεταβολισμός μπορεί να κατασταλεί. Διά τούτο είναι ιδιαίτερα
σημαντική η παρακολούθηση των επιπέδων στον ορό στα νεογνά
Ηλικιωμένοι (ηλικίας άνω των 65 ετών):
΄Όπως για τους ενήλικες η δοσολογία πρέπει να εξατομικεύεται ανάλογα με τις απαιτήσεις
του ασθενούς, βάσει των ανωτέρω αναφερομένων οδηγιών. Να λαμβάνεται υπόψη η
πιθανότητα αλληλεπιδράσεων , διότι οι ηλικιωμένοι συνήθως λαμβάνουν ταυτόχρονα και
άλλα φάρμακα.
2.7 Υπερδοσολογία - Αντιμετώπιση:
Η θανατηφόρος δόση σε παιδιά δεν είναι γνωστή. Η θανατηφόρος δόση στους ενήλικες
υπολογίστηκε ότι είναι 2-5g. Τα αρχικά συμπτώματα είναι νυσταγμός, αταξία, δυσαρθρία.
Άλλα σημεία είναι τρόμος, αυξημένα αντανακλαστικά, υπνηλία, νωθρότητα, λήθαργος,
συγκεχυμένη ομιλία, διαταραχές στην όραση, ναυτία, έμετος, κώμα και υπόταση. Ο θάνατος
προέρχεται από αναπνευστική και κυκλοφορική καταστολή.
Υπάρχουν σημαντικές διαφορές από άτομο σε άτομο, ως προς τις συγκεντρώσεις της
φαινυτοΐνης στον ορό , στις οποίες εμφανίζεται τοξικότητα. Οριζόντιος νυσταγμός
εμφανίζεται συνήθως με 20 μg/mL, αταξία με 30 μg/mL, δυσαρθρία και λήθαργος όταν η
συγκέντρωση στον ορό είναι άνω των 40 μg/mL. Εν τούτοις, έχει αναφερθεί συγκέντρωση
του ύψους των 50 μg/mL, χωρίς σημεία τοξικότητας. Έχει αναφερθεί περίπτωση που έχει
ληφθεί το 25πλάσιο της θεραπευτικής δόσης της φαινυτοΐνης, με αποτέλεσμα η συγκέντρωση
στον ορό να είναι άνω των 100 μg/mL, με πλήρη ανάνηψη.
Παρατεταμένη υπέρβαση της δόσης, μπορεί να προκαλέσει μόνιμη παρεγκεφαλιδική βλάβη.
Θεραπεία:
Η θεραπεία είναι μη ειδική, επειδή δεν υπάρχει γνωστό αντίδοτο.
Πρέπει να παρακολουθείται προσεκτικά η λειτουργία του αναπνευστικού και του
κυκλοφορικού συστήματος και να λαμβάνονται τα ανάλογα υποστηρικτικά μέτρα. Μπορεί να
γίνει αιμοκάθαρση, δεδομένου ότι η φαινυτοΐνη δεν συνδέεται πλήρως με τις πρωτεΐνες του
πλάσματος. Ολική αφαιμαξομετάγγιση έχει χρησιμοποιηθεί στη θεραπεία βαρείας
δηλητηριάσεως σε παιδιά.
Σε οξεία υπερδοσολογία πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η πιθανότητα λήψης και άλλων
κατασταλτικών του Κεντρικού Νευρικού Συστήματος, συμπεριλαμβανομένου του
οινοπνεύματος.
Τηλέφωνο Κέντρου Δηλητηριάσεων: 210 779 3777 - Αθήνα.
2.8 Ανεπιθύμητες ενέργειες:
Σύνολο του οργανισμού: Αναφυλακτοειδής αντίδραση και αναφυλαξία
.
Συγγενείς και οικογενειακές/γενετικές διαταραχές: Συγγενείς ανωμαλίες του εμβρύου.
Καρδιαγγειακό: ΄Εχει παρατηρηθεί υπόταση, σοβαρές καρδιοτοξικές αντιδράσεις κ.ά. (βλέπε
2.4 Ειδικές προειδοποιήσεις & προφυλάξεις κατά τη χρήση – Γενικά και Επίδραση στο
καρδιαγγειακό).
Κεντρικό Νευρικό Σύστημα: Οι πιο συνήθεις εκδηλώσεις που αναφέρονται κατά τη θεραπεία
με φαινυτοΐνη αφορούν σ΄ αυτό το σύστημα και συνήθως σχετίζονται με τη δόση. Αυτές
περιλαμβάνουν νυσταγμό, αταξία, συγκεχυμένη ομιλία, ελαττωμένη ικανότητα συντονισμού
κινήσεων και διανοητική σύγχυση. (βλέπε 2.4 Ειδικές προειδοποιήσεις & προφυλάξεις κατά
τη χρήση –Επίδραση στοΚεντρικό Νευρικό Σύστημα).
Επίσης αναφέρθηκαν ζάλη, αϋπνία, παροδική νευρικότητα, σπαστικές κινήσεις, δυσαρθρία,
κεφαλαλγία, παραισθησία και υπνηλία.
Υπήρξαν επίσης σπάνιες αναφορές δυσκινησίας, που προκλήθηκε από φαινυτοΐνη, που
συμπεριλάμβανε χορεία, δυστονία, τρόμο και πτερυγίζοντα τρόμο, παρόμοιες με αυτές που
προκαλούνται από τη φαινοθειαζίνη και άλλα νευροληπτικά φάρμακα.
Σε ασθενείς που έπαιρναν φαινυτοΐνη για μακρό χρονικό διάστημα, παρατηρήθηκε
περιφερική πολυνευροπάθεια με προεξάρχοντα τον αισθητικό χαρακτήρα.
Συνδετικοί ιστοί: Τράχυνση των χαρακτηριστικών του προσώπου, πάχυνση των χειλέων,
7
χαρακτηριστική υπερπλασία των ούλων, κυρίως στα παιδιά (αναστρέψιμη), υπερτρίχωση,
που τείνει να παραμείνει και μετά την διακοπή, και νόσος του Peyronie, σύσπαση Dupuytren.
Γαστρεντερικό Σύστημα: Ναυτία, έμετος, δυσκοιλιότητα ή διάρροια, σπάνιες περιπτώσεις
τοξικής ηπατίτιδας, ηπατική βλάβη. (βλέπε 2.4 Ειδικές προειδοποιήσεις & προφυλάξεις κατά
τη χρήση – Επίδραση στο ´ Ηπαρ/Επίδραση στους νεφρούς/Ανοσοποιητικό Σύστημα).
Αιμοποιητικό Σ ύστημα/Διαταραχές μεταβολισμού : Αιματολογικές επιπλοκές, μερικές από τις
οποίες απέβησαν θανατηφόρες, έχουν αναφερθεί κατά καιρούς, σε σχέση με την χορήγηση
φαινυτοΐνης. Αυτές περιλαμβάνουν μυελοτοξικότητα (θρομβοπενία, λευκοπενία,
ακοκκιοκυτταραιμία), κοκκιοκυταροπενία, και παγκυτοπενία μετά ή άνευ καταστολής του
μυελού των οστών. Αναφέρθηκαν επίσης μακροκυττάρωση, ένδεια φυλλικού οξέος και
μεγαλοβλαστική αναιμία. Έχει επίσης αναφερθεί υπασβαεστιαιμία και σπάνιες περιπτώσεις
οξείας υπεργλυκαιμίας. Επίσης αναφέρθηκαν λεμφαδενοπάθεια περιλαμβάνουσα καλοήθη
υπερπλασία των λεμφαδένων, ψευδολέμφωμα, λέμφωμα και νόσος του Hodgkin. (βλέπε 2.4
Ειδικές προειδοποιήσεις & προφυλάξεις κατά τη χρήση –Επίδραση στο Αιμοποιητικό σύστημα).
Μυοσκελετικές διαταραχές: Έχει αναφερθεί οστεομαλάκυνση.
Ενδοκρινικές διαταραχές: Αναφέρθηκαν σπάνιες περιπτώσεις θυρεοειδίτιδας.
Ανοσοποιητικό σύστημα: Σύνδρομο υπερευαισθησίας, που μπορεί να είναι θανατηφόρο σε
ορισμένες περιπτώσεις, συστηματικός ερυθηματώδης λύκος, οζώδης περιαρτηρίτιδα,
διαταραχές ανοσοσφαιρινών. (βλέπε 2.4 Ειδικές προειδοποιήσεις & προφυλάξεις κατά τη
χρήση – Επίδραση στο ΄Ηπαρ /Επίδραση στους νεφρούς/Ανοσοποιητικό Σύστημα).
Δέρμα: Δερματικές εκδηλώσεις, που μερικές φορές συνοδεύονται από πυρετό, περιλαμβάνουν
οστρακιοειδή ή ιλαροειδή εξανθήματα. Το ιλαροειδές εξάνθημα είναι το πιο συχνό. ΄Αλλες
μορφές δερματίτιδας παρατηρούνται σπανιότερα. Άλλες δερματικές εκδηλώσεις, πιο σοβαρού
τύπου, που μπορεί να είναι θανατηφόρες, περιλαμβάνουν πομφολυγώδη, αποφολιδωτική ή
πορφυρική δερματίτιδα, ερυθηματώδη λύκο, σύνδρομο Stevens Johnson και τοξική
επιδερμική νεκρόλυση. (βλέπε 2.4 Ειδικές προειδοποιήσεις & προφυλάξεις κατά τη χρήση –
Επίδραση στο δέρμα).
Ειδικές αισθήσεις: Αλλοίωση της γεύσης, διπλωπία
2.9 Τι πρέπει να γνωρίζει ο ασθενής σε περίπτωση που παραλείψει να πάρει κάποια δόση:
Εάν παραλείψετε μία δόση, θα πρέπει να πάρετε τη δόση αυτή το ταχύτερο δυνατόν. Εάν,
ωστόσο, πλησιάζει η ώρα για την επόμενη δόση μη λάβετε τη δόση που παραλείψατε, αλλά
συνεχίστε κανονικά τη θεραπεία.
2.10 Ημερομηνία λήξης του προϊόντος:
Αναγράφεται στην εξωτερική και εσωτερική συσκευασία. Σε περίπτωση που η ημερομηνία
αυτή έχει παρέλθει, μην το χρησιμοποιήσετε.
2.11 Ιδιαίτερες προφυλάξεις για τη φύλαξη του προϊόντος:
Να φυλάσσεται σε θερμοκρασία περιβάλλοντος (<25
ο
C).
2.12 Ημερομηνία τελευταίας αναθεώρησης του φύλλου οδηγιών: 15 Οκτωβρίου 2009.
3. ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΡΘΟΛΟΓΙΚΗ ΧΡΗΣΗ ΤΩΝ ΦΑΡΜΑΚΩΝ
Το φάρμακο αυτό σας το έγραψε ο γιατρός σας μόνο για το συγκεκριμένο
ιατρικό σας πρόβλημα. Δεν θα πρέπει να το δίνετε σε άλλα άτομα ή να το
χρησιμοποιείτε για κάποια άλλη πάθηση, χωρίς προηγουμένως να έχετε
συμβουλευτεί το γιατρό σας.
Εάν κατά τη διάρκεια της θεραπείας εμφανιστεί κάποιο πρόβλημα με το
φάρμακο, ενημερώστε αμέσως το γιατρό σας ή το φαρμακοποιό σας.
Εάν έχετε οποιαδήποτε ερωτηματικά γύρω από τις πληροφορίες που αφορούν
το φάρμακο που λαμβάνετε ή χρειάζεστε καλύτερη ενημέρωση για το ιατρικό
σας πρόβλημα μη διστάσετε να ζητήσετε τις πληροφορίες αυτές από το
γιατρό σας.
Για να είναι αποτελεσματικό και ασφαλές το φάρμακο που σας χορηγήθηκε
θα πρέπει να λαμβάνεται σύμφωνα με τις οδηγίες που σας δόθηκαν.
Για την ασφάλειά σας και την υγεία σας είναι απαραίτητο να διαβάσετε με
προσοχή κάθε πληροφορία που αφορά το φάρμακο που σας χορηγήθηκε.
Μη διατηρείτε τα φάρμακα σε ερμάρια του λουτρού, γιατί η ζέστη και η
υγρασία μπορεί να αλλοιώσουν το φάρμακο και να γίνει επιβλαβές για την
υγεία σας.
Να μην κρατάτε φάρμακα που δεν τα χρειάζεστε πλέον ή που ήδη έχουν
λήξει.
Για μεγαλύτερη ασφάλεια φυλάξτε όλα τα φάρμακα σε ασφαλές μέρος
μακριά από τα παιδιά
4. Τρόπος διάθεσης
Το φάρμακο αυτό χορηγείται μόνο με ιατρική συνταγή.
9