υπερπαραθυρεοειδισμού.
Διαγνωστικοί σκοποί : Σήμερα στη θέση της κορτιζόλης χρησιμοποιούνται τα
νεώτερα συνθετικά παράγωγα (δεξαμεθαζόνη)
4.2 ΔΟΣΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΤΡΟΠΟΣ ΧΟΡΗΓΗΣΗΣ (ΕΝΗΛΙΚΕΣ, ΠΑΙΔΙΑ,
ΗΛΙΚΙΩΜΕΝΟΙ)
Λαμβάνεται από το στόμα, 5-60 mg την ημέρα σε μία ή περισσότερες λήψεις .
Δυνατή ή αύξηση της δόσης ανάλογα με την περίπτωση.
Σε βαριές περιπτώσεις αρχικά χορηγούνται 30-50 mg ( 6-10 δισκία ) την ημέρα
μοιρασμένα σε 4 δόσεις ( μετά τα γεύματα και πριν από τη νυχτερινή κατάκλιση ) για
2-7 μέρες. Η δόση αυτή μειώνεται στη συνέχεια προοδευτικά μέχρι να καθοριστεί η
δόση συντήρησης που συνήθως είναι 5-15 mg ( 1-3 δισκία ) και μπορεί να δίνεται για
μεγάλο χρονικό διάστημα. Η διακοπή της θεραπείας γίνεται με βαθμιαία ελάττωση
της δόσης κατά 2,5-5 mg (1/2 - 1 δισκίο ) κάθε δύο μέρες. Σκόπιμο είναι να
διακόπτεται πρώτα η νυχτερινή δόση για την αποκατάσταση του άξονα Υποθάλαμος
- Υπόφυση - Επινεφρίδια (ΥΥΕ).
Αιφνίδια η απότομη μείωση της δόσης των γλυκοκορτικοειδών ενδέχεται να
προκαλέσει “σύνδρομο αποστέρησης“ που χαρακτηρίζεται από οξεία
φλοιοεπινεφριδική ανεπάρκεια με μυϊκή αδυναμία, υπόταση, υπογλυκαιμία, ναυτία,
εμέτους, ανησυχία, μυαλγίες αρθραλγίες.
Σε μερικές περιπτώσεις τα συμπτώματα μπορεί να δίνουν την κλινική εικόνα
υποτροπής της νόσου για την οποία ο άρρωστος θεραπευόταν. Έτσι μετά την
επίτευξη του επιθυμητού θεραπευτικού αποτελέσματος η δόση πρέπει να μειώνεται
βαθμιαία μέχρι την ελάχιστη αποτελεσματική. Επίσης θα πρέπει να προσαρμόζεται
ανάλογα με την έξαρση ή ύφεση της νόσου, την εξατομικευμένη ανταπόκριση του
αρρώστου και την έκθεση σε συγκινησιακά ή φυσικά STRESS,
(λοιμώξεις, εγχειρήσεις, τραυματισμοί κ.λ.π.) . Μετά την διακοπή και για χρονικό
διάστημα έτους περίπου ο άρρωστος βρίσκεται στον δυνητικό κίνδυνο εξέλιξης
φλοιοεπινεφριδικής ανεπάρκειας σε περιπτώσεις STRESS και πρέπει να
αντιμετωπίζεται με χορήγηση αυξημένων δόσεων.
4.3 ΑΝΤΕΝΔΕΙΞΕΙΣ
Περιλαμβάνουν σημαντικό αριθμό νοσημάτων και παθολογικών καταστάσεων θα
πρέπει όμως πάντα να σταθμίζεται ο δυνητικός κίνδυνος σε σχέση με το
προσδοκώμενο ευεργετικό θεραπευτικό αποτέλεσμα. Οι σημαντικότερες από αυτές
είναι: Γαστροδωδεκαδακτυλικό έλκος, απλούς οφθαλμικός έρπητας, γλαύκωμα,
εκσημασμένη οστεοπόρωση, σακχαρώδης διαβήτης, ψυχώσεις, αμέσως πριν και
μετά προφυλακτικό εμβολιασμό, καρδιοπάθεια ή υπέρταση με συμφορητική
καρδιακή ανεπάρκεια , συστηματική μυκητίαση, φυματίωση, βαριά νεφροπάθεια,
λοιμώδη νοσήματα , αιμορραγική διάθεση. Υπερευαισθησία στο φάρμακο.
4.4 ΙΔΙΑΙΤΕΡΕΣ ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΙΔΙΑΙΤΕΡΕΣ ΠΡΟΦΥΛΑΞΕΙΣ ΚΑΤΑ ΤΗ
ΧΡΗΣΗ
Η μακροχρόνια χορήγηση γλυκοκορτικοειδών οδηγεί, όπως προαναφέρθηκε σε
καταστολή του άξονα ΥΥΕ, δηλαδή σε αναστολή της φλοιεπινεφριδικής λειτουργίας.
Ο βαθμός της αναστολής αυτής εξαρτάται από τη δόση, την ισχύ του χορηγούμενο
κορτικοστερινοειδούς, τη συχνότητα και τον χρόνο χορήγησης του στην διάρκεια του
24ώρου, την ημιπερίοδο ζωής του στους ιστούς και την συνολική χρονική διάρκεια
της θεραπείας. Σημειώνεται ότι η κατασταλτική ενέργεια των γλυκοκορτικοειδών στον
άξονα ΥΥΕ είναι εντονότερη και πιο παρατεταμένη όταν χορηγούνται τις νυκτερινές
ώρες. Σε φυσιολογικά άτομα δόση 1 mg δεξαμεθαζόνης χορηγούμενης τη νύχτα
αναστέλλει την έκκριση της φλοιοεπινεφριδιοτρόπου ορμόνης της υπόφυσης για 24
ώρες. Ασθενείς που υποβάλλονται σε θεραπεία με κορτικοστεροειδή και βρίσκονται
σε ασυνήθιστες καταστάσεις stress απαιτούν αυξημένη δόση ταχέως δρώντων
κορτικοστεροειδών, πριν, κατά τη διάρκεια και μετά την πάραδο του stress. Αιφνίδια
η απότομη μείωση της δόσης των γλυκοκορτικοειδών ενδέχεται να προκαλέσει “
σύνδρομο στέρησης “ που χαρακτηρίζεται από οξεία φλοιοεπινεφριδική ανεπάρκεια
2