εγρήγορση.
4.8 Ανεπιθύμητες Ενέργειες
Υπνηλία, εξωπυραμιδικά συμπτώματα, όπως δυστονικές αντιδράσεις,
παρκινσονισμός και ακαθισία, όψιμη δυσκινησία, διαταραχές της θερμορρύθμισης
(υποθερμία, σπανιότερα πυρετός και υπερπυρεξία) και σπάνια επιληπτικές κρίσεις.
Εγκεφαλικό οίδημα έχει αναφερθεί.
Από το αυτόνομο νευρικό σύστημα: ορθοστατική υπόταση, διαταραχές του
καρδιακού ρυθμού (ταχυκαρδία, σπανιότερα βραδυκαρδία), ΗΚΓραφικές ανωμαλίες,
ξηρότητα στόματος, διαταραχές προσαρμογής των οφθαλμών, ρινική συμφόρηση και
κατακράτηση ούρων. Τα συμπτώματα αυτά συχνά μειώνονται ή εξαφανίζονται κατά
τη διάρκεια της θεραπείας.
Από το ενδοκρινικό σύστημα: μεταβολές της libido, επιβράδυνση της
εκσπερμάτωσης, γαλακτόρροια, διόγκωση των μαστών, αναστολή της
εμμηνορυσίας, θετικοποίηση του τεστ εγκυμοσύνης στα ούρα, υπογλυκαιμία και
αύξηση του σωματικού βάρους. Αντιδράσεις υπερευαισθησίας, ίκτερος (ενδοηπατική
χολόσταση), αντιδράσεις φωτοευαισθησίας, δερματικές, ακοκκιοκυταραιμία (πολύ
σπάνια), θρομβοπενία. Περιφερικό οίδημα, ζάλη, ίλιγγος και μελάγχρωση του
δέρματος και του αμφιβληστροειδή μετά παρατεταμένη χορήγηση μεγάλων δόσεων.
Γενικά η τριφθοριοπεραζίνη προκαλεί ηπιότερες και σπανιότερες παρενέργειες από
το αυτόνομο νευρικό σύστημα, ενώ έχει μεγαλύτερη τάση να προκαλεί
εξωπυραμιδικά συμπτώματα.
4.9 Υπερδοσολογία
Συνιστάται πλύση του στομάχου ή χορήγηση αντιπαρκινσονικού ή βαρβιτουρικού και
αν χρειάζεται η χορήγηση διεγερτικού. Σε περίπτωση που εμφανισθεί υπόταση
απαιτείται έλεγχος των υποτασικών συμπτωμάτων.
Δεν συνιστάται η πρόκληση εμέτου διότι είναι δυνατόν να εμφανισθεί μια δυστονική
αντίδραση της κεφαλής ή του αυχένα με αποτέλεσμα την εισρόφηση των
εμερσμάτων.
5. ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
5.1 Φαρμακοδυναμικές ιδιότητες
Η τριφθοριοπεραζίνη είναι ένα ηρεμιστικό με ισχυρή αντιψυχωσική, αγχολυτική και
αντιεμετική δράση. Ασκεί ήπια κατασταλτική και υποτασική δράση ενώ έχει
μεγαλύτερη τάση να προκαλεί εξωπυραμιδικά συμπτώματα.
5.2 Φαρμακοκινητικές ιδιότητες
Η τριφθοριοπεραζίνη απορροφάται καλά αλλά υπόκειτα σε εκτεταμένο μεταβολισμό
πρώτης διόδου. Κατανέμεται ευρέως και απεκκρίνεται στη χολή και στα ούρα.