1. ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΙΟΝΤΟΣ
Garamycin
2. ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ
Κάθε ml περιέχει θειική γενταμικίνη που ισοδυναμεί με 40 mg γενταμικίνης βάσης.
Για τον πλήρη κατάλογο των εκδόχων βλέπε παράγραφο 6.1.
3. ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ
Ενέσιμο διάλυμα.
4. ΚΛΙΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
41. Θεραπευτικές ενδείξεις
Το Garamycin Injection ενδείκνυται για την αγωγή λοιμώξεων που προκαλούνται από
ευαίσθητα στελέχη των ακόλουθων μικροοργανισμών: Pseudomonas aeruginosa, ειδών
Proteus (ινδόλη θετικών και αρνητικών), Escherichia coli, ειδών της ομάδας Klebsiella-
Enterobacter- Serratia, ειδών Citrobacter, ειδών Providencia, ειδών Staphylococcus
(κοαγκουλάση θετικών και αρνητικών, περιλαμβανομένων των στελεχών που είναι ανθεκτικά
στην πενικιλλίνη και μεθικιλλίνη) και Neisseria gonorrhoeae.
Κλινικές μελέτες έχουν δείξει ότι το Garamycinh Injection είναι αποτελεσματικό σε :
σηψαιμία, μικροβιαιμία (περιλαμβανομένης της νεογνικής σήψεως)
βαριές λοιμώξεις του κεντρικού νευρικού συστήματος (ΚΝΣ) (περιλαμβανομένης της
μηνιγγίτιδας)
λοιμώξεις των νεφρών και του ουροποιογεννητικού συστήματος (περιλαμβανομένων των
πυελικών λοιμώξεων)
λοιμώξεις του αναπνευστικού συστήματος (βλέπε Συμπληρωματική Χρήση με Εισπνοές)
λοιμώξεις του γαστρεντερικού συστήματος
λοιμώξεις του δέρματος, των οστών ή των μαλακών μορίων (περιλαμβανομένων των
εγκαυμάτων και των τραυμάτων με λοίμωξη)
ενδοκοιλιακές λοιμώξεις (περιλαμβανομένης της περιτονίτιδας)
οφθαλμικές λοιμώξεις
Το Garamycin Injection μπορεί να ληφθεί υπ’ όψη ως αρχική θεραπεία όταν υπάρχει υποψία
ή επιβεβαιωμένη Gram- αρνητική λοίμωξη. Σε υποψία Gram- αρνητικών λοιμώξεων, η
απόφαση του να συνεχιστεί η θεραπεία με το Garamycin Injection θα πρέπει να βασίζεται σε
αποτελέσματα των δοκιμασιών ευαισθησίας και στην κλινική ανταπόκριση του ασθενούς και
την ανοχή του στο φάρμακο.
Σε βαριές λοιμώξεις, όταν οι αιτιολογικοί μικροοργανισμοί είναι άγνωστοι, το Garamycin
Injection μπορεί να χορηγηθεί ως αρχική θεραπεία σε συνδυασμό με ένα φάρμακο της ομάδας
των πενικιλλινών ή των κεφαλοσπορινών πριν να ληφθούν τα αποτελέσματα των δοκιμασιών
ευαισθησίας. Αν υπάρχει υποψία αναεροβίων μικροοργανισμών, θα πρέπει τότε να
συνεχίζεται η κατάλληλη αντιμικροβιακή θεραπεία σε συνδυασμό με το Garamycin Injection
ή άλλη κατάλληλη αντιμικροβιακή θεραπεία.
Το Garamycin Injection έχει χρησιμοποιηθεί αποτελεσματικά σε συνδυασμό με
καρβενικιλλίνη ή τικαρσιλλίνη για την αγωγή απειλητικών για την ζωή λοιμώξεων από
Pseudomonas aeruginosa. Έχει επίσης βρεθεί αποτελεσματική όταν χρησιμοποιείται σε
συνδυασμό με ένα φάρμακο της κατηγορίας των πενικιλλινών για την αγωγή της
1
ενδοκαρδίτιδας που προκαλείται από στρεπτόκοκκους της ομάδας D. Στα νεογέννητα με
υποψία σήψεως ή σταφυλοκοκκικής πνευμονίας, συνήθως ενδείκνυται επίσης ένα φάρμακο
της κατηγορίας των πενικιλλινών ως συνδυασμένη θεραπεία με την γενταμικίνη.
Το Garamycin Injection έχει επίσης δειχτεί αποτελεσματικό στην αγωγή βαριών
σταφυλοκοκκικών λοιμώξεων.
Κατά την περιεγχειρητική περίοδο, το Garamycin Injection μπορεί να χορηγηθεί προ-
εγχειρητικά και να συνεχιστεί μετ-εγχειρητικά για την αγωγή υποψίας ή επιβεβαιωμένης
λοιμώξεως από ευαίσθητους μικροοργανισμούς.
Η χορήγηση της γενταμικίνης κάτω από τον επιπεφυκότα συνιστάται για την αντιμετώπιση
της ενδοφθαλμίτιδας που προκαλείται από ευαίσθητους μικροοργανισμούς. Μπορεί να
χρησιμοποιηθεί προφυλακτικά σε ασθενείς που υφίστανται ενδοφθάλμια εγχείρηση υψηλού
κινδύνου, ιδιαίτερα αν οι προ-εγχειρητικές καλλιέργειες ή τα επιχρίσματα περιέχουν Gram-
αρνητικούς μικροοργανισμούς.
Το Garamycin Injection μπορεί επίσης να χορηγηθεί με άμεση ενδοτραχειακή ενστάλαξη ή με
νεφελοποίηση ως συμπλήρωμα της συστηματικής θεραπείας στην αγωγή βαριών
πνευμονικών λοιμώξεων.
4.2 Δοσολογία και τρόπος χορήγησης
Η συνιστώμενη δοσολογία για την ενδοφλέβια και την ενδομυϊκή χορήγηση είναι η ίδια. Το
Garamycin Injection μπορεί επίσης να χορηγηθεί με ένεση κάτω από τον επιπεφυκότα ή την
κάψα του Tenon, με ψεκασμό ή με απ’ ευθείας ενδοτραχειακή ενστάλαξη.
Για τον υπολογισμό της σωστής δόσεως θα πρέπει να λαμβάνεται το βάρος του ασθενούς πριν
την αγωγή.
Το Garamycin Injection δεν θα πρέπει να προαναμιγνύεται φυσικά με άλλα φάρμακα αλλά θα
πρέπει να χορηγείται χωριστά σύμφωνα με την συνιστώμενη οδό χορηγήσεως και το
δοσολογικό σχήμα.
Είναι επιθυμητό να μετρώνται οι μέγιστες και οι ελάχιστες συγκεντρώσεις της γενταμικίνης
στον ορό για να εξασφαλιστούν επαρκή, αλλά όχι υπερβολικά υψηλά επίπεδα. Μετά από
ενδοφλέβια ή ενδομυϊκή χορήγηση του Garamycin Injection δυο ή τρεις φορές ημερησίως, η
μέγιστη συγκέντρωση, που μετράται 30 λεπτά με μια ώρα μετά την χορήγηση, αναμένεται να
είναι μεταξύ 4 έως 6 mcg/ml. Για να προσδιοριστούν τα επαρκή επίπεδα στον ορό για τον
ασθενή, πρέπει να ληφθούν υπ΄ όψη η ευαισθησία του παθογόνου μικροοργανισμού στο
φάρμακο, η βαρύτητα της λοίμωξης και η κατάσταση του ανοσολογικού συστήματος του
ασθενή.
Η συνηθισμένη διάρκεια θεραπείας για όλους τους ασθενείς είναι επτά έως δέκα ημέρες. Σε
επιπλεγμένες λοιμώξεις, μπορεί να απαιτηθεί μια μακρύτερη θεραπευτική αγωγή. Σε τέτοιες
περιπτώσεις συνιστάται η παρακολούθηση της νεφρικής, ακουστικής και αιθουσαϊκής
λειτουργίας, μια και η τοξικότητα είναι πιο πιθανό να εμφανιστεί με αγωγή που παρατείνεται
για περισσότερο από δέκα μέρες. Η δοσολογία θα πρέπει να μειώνεται αν ενδείκνυται κλινικά.
Ενδομυϊκή χορήγηση
Ασθενείς με Φυσιολογική νεφρική λειτουργία
Ενήλικοι: Η συνιστώμενη δοσολογία του GARAMYCIN Injection για τους ασθενείς με
βαριές λοιμώξεις και φυσιολογική νεφρική λειτουργία είναι 3 mg / kg βάρους ημερησίως,
χορηγούμενα σε τρεις ίσες δόσεις ανά οκτώ ώρες ή σε δυο ίσες δόσεις ανά 12 ώρες.
Μια απλοποιημένη δοσολογία μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε ενήλικους βάρους μεγαλύτερου
των 60 kg, 80 mg τρεις φορές ημερησίως ή δόση 120 mg μπορεί να χορηγηθεί ανά 12 ώρες.
2
Σε ενήλικους βάρους 60 kg ή λιγότερου, 60 mg τρεις φορές ημερησίως. Για πολύ
μικρόσωμους ή πολύ μεγαλόσωμους ενήλικες, η δοσολογία θα πρέπει να υπολογίζεται σε
mg/kg καθαρού βάρους σώματος.
Σε ασθενείς με απειλητικές για την ζωή λοιμώξεις, μπορούν να χορηγηθούν δοσολογίες μέχρι
5 mg/kg ημερησίως σε τρεις ή τέσσερεις ίσες δόσεις. Αυτή η δοσολογία θα πρέπει να μειωθεί
σε 3 mg/kg ημερησίως αμέσως μόλις γίνει ενδεδειγμένο κλινικά.
Οταν οι συστηματικές ή ουρολογικές λοιμώξεις είναι μέτριας βαρύτητας και ο αιτιολογικός
μικροοργανισμός είναι πιθανόν να ανταποκρίνεται πλήρως, μπορεί να ληφθεί υπ’ όψη η
χορήγηση δοσολογίας 2 mg/kg ημερησίως χορηγούμενη σε δυο ίσες δόσεις ή άπαξ
ημερησίως. Εντούτοις αν δεν είναι εμφανής η άμεση κλινική ανταπόκριση, η δοσολογία θα
πρέπει να αυξάνεται στα 3 mg/kg ημερησίως χορηγούμενα σε τρεις ίσες δόσεις.
Η γενταμικίνη δημιουργεί υψηλές συγκεντρώσεις στα ούρα και τους νεφρικούς ιστούς. Σε
ασθενείς με λοίμωξη του ουροποιητικού ιδιαίτερα αν είναι χρόνια ή υποτροπιάζουσα και
χωρίς ένδειξη βλάβης της νεφρικής λειτουργίας, το Garamycin Injection μπορεί να χορηγηθεί
ενδομυϊκά σε δόση 160 mg άπαξ ημερησίως για 7 ως 10 ημέρες. Σε ενήλικους βάρους
μικρότερου των 50 kg η απλή ημερήσια δόση θα πρέπει να είναι 3,0 mg/kg βάρους σώματος.
Παιδιατρικοί ασθενείς
Πρόωρα ή Τελειόμηνα Νεογέννητα Ηλικίας Μιας Εβδομάδας ή Μικρότερα : 5 έως 6 mg/kg
ημερησίως (2,5 έως 3.0 mg/kg χορηγούμενα ανά 12 ώρες).
Νεογέννητα Μεγαλύτερα της Μιας Εβδομάδας και Βρέφη : 7,5 mg/kg ημερησίως (2,5 mg/kg
χορηγούμενα ανά 8 ώρες).
Παιδιά: 6 έως 7,5 mg/kg ημερησίως (2 έως 2,5 mg/kg χορηγούμενα ανά 8 ώρες).
Διατίθεται επίσης μια μορφή Garamycin Paediatric Injection.
Ασθενείς με Μη φυσιολογική Νεφρική Λειτουργία
Η δοσολογία πρέπει να ρυθμίζεται στους ασθενείς με μη φυσιολογική νεφρική λειτουργία.
Όποτε είναι δυνατό, θα πρέπει να παρακολουθούνται οι συγκεντρώσεις ορού της
γενταμικίνης. Τα δοσολογικά σχήματα δεν προορίζονται ως αυστηρές συστάσεις αλλά
παρέχονται ως οδηγοί δοσολογίας όταν η μέτρηση των επιπέδων γενταμικίνης στον ορό δεν
είναι εφικτή. Μια μέθοδος ρύθμισης της δοσολογίας είναι να αυξηθεί το διάστημα μεταξύ των
χορηγήσεων των συνηθισμένων δόσεων. Μια και η συγκέντρωση της κρεατινίνης ορού έχει
υψηλή συσχέτιση με την ημιπερίοδο ζωής της γενταμικίνης στον ορό, αυτή η εργαστηριακή
δοκιμασία μπορεί να καθοδηγεί για την ρύθμιση των διαστημάτων μεταξύ των δόσεων. Το
διάστημα μεταξύ των δόσεων (σε ώρες) μπορεί να υπολογιστεί κατά προσέγγιση
πολλαπλασιάζοντας το επίπεδο κρεατινίνης στον ορό (mg/ 100 ml) επί 8 (Πίνακας Ι). Για
παράδειγμα, ένας ασθενής με βάρος 60 kg με επίπεδα κρεατινίνης στον ορό 2,0 mg/ 100 ml
θα μπορούσε να πάρει 60 mg (1 g/kg) ανά 16 ώρες (2,0 mg/ 100 ml Χ 8).
3
ΠΙΝΑΚΑΣ Ι
ΟΔΗΓΟΣ ΡΥΘΜΙΣΗΣ ΤΗΣ ΔΟΣΟΛΟΓΙΑΣ ΣΕ ΑΣΘΕΝΕΙΣ ΜΕ ΝΕΦΡΙΚΗ ΑΝΕΠΑΡΚΕΙΑ
(Παράταση του Διαστήματος χορηγήσεως μεταξύ των Συνηθισμένων Δόσεων)
Βάρος
Σώματος
Ενηλίκων
ασθενών
Δόση Ρυθμός
κάθαρσης
κρεατινίνης
(ml/min)
Κρεατινίνη
(mg/ 100 ml)
Αζωτο Ουρίας
Αίματος
mg/ 100 ml)
Συχνότητα
χορήγησης
Ανω των 60
kg
80 mg
(2 ml)
άνω των 70
kg
Λιγότερο από
1,4
Λιγότερο από
18
ανά 8 ώρες
35-70 1,4-1,9 18-29 ανά 12 ώρες
24-34 2,0-2,8 30-39 ανά 18 ώρες
16-23 2,9-3,7 40-49 ανά 24 ώρες
10-15 3,8-5,3 50-74 ανά 36 ώρες
5-9 5,4-7,2 75-100 ανά 48 ώρες
60 kg ή
λιγότερο
60 mg
(1,5 ml)
Το ίδιο όπως
παραπάνω
Σε ασθενείς με βαριές συστηματικές λοιμώξεις και νεφρική ανεπάρκεια, μπορεί να είναι
επιθυμητό να χορηγείται το αντιβιοτικό πιο συχνά αλλά σε μειωμένη δοσολογία. Σε τέτοιους
ασθενείς, θα πρέπει να μετρούνται οι συγκεντρώσεις γενταμικίνης ορού. Μετά την
συνηθισμένη αρχική δόση, ένας κατά προσέγγιση οδηγός για τον προσδιορισμό της
μειωμένης δοσολογίας ανά οκτάωρα διαστήματα είναι να διαιρέσετε την φυσιολογικά
συνιστώμενη δόση διά του επιπέδου κρεατινίνης στον ορό (Πίνακας ΙΙ). Για παράδειγμα, μετά
από μια αρχική δόση 60 mg (1 mg/kg),ένας ασθενής βάρους 60 kg με επίπεδο κρεατινίνης
στον ορό 2,0 mg/ 100 ml θα μπορούσε να πάρει 30 mg ανά οκτώ ώρες (60 : 2). Θα πρέπει να
σημειωθεί ότι η κατάσταση της νεφρικής λειτουργίας μπορεί να αλλάζει κατά την πορεία της
λοίμωξης.
ΠΙΝΑΚΑΣ ΙΙ
ΟΔΗΓΟΣ ΡΥΘΜΙΣΗΣ ΤΗΣ ΔΟΣΟΛΟΓΙΑΣ ΣΕ ΑΣΘΕΝΕΙΣ ΜΕ ΝΕΦΡΙΚΗ ΑΝΕΠΑΡΚΕΙΑ
(ΜΕΙΩΜΕΝΗ ΔΟΣΟΛΟΓΙΑ ΑΝΑ ΟΚΤΑΩΡΑ ΔΙΑΣΤΗΜΑΤΑ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΣΥΝΗΘΙΣΜΕΝΗ
ΑΡΧΙΚΗ ΔΟΣΗ)
Κρεατινίνη Ορού
(mg/ 100 ml)
Κατά προσέγγιση ρυθμός
κάθαρσης της κρεατινίνης
(mg/min/1,73m
2
)
Εκατοστιαίο ποσοστό
της συνηθισμένης δόσης
1,0
1,1-1,3
1,4-1,6
1,7-1,9
2,0-2,2
2,3-2,5
2,6-3,0
3,1-3,5
3,6-4,0
4,1-5,1
5,2-6,6
6,7-8,0
>100
70-100
55-70
45-55
40-45
35-40
30-35
25-30
20-25
15-20
10-15
<10
100
80
65
55
50
40
35
30
25
20
15
10
Σε ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια που κάνουν αιμοδιάλυση, η ποσότητα γενταμικίνης που
απομακρύνεται από το αίμα μπορεί να ποικίλει εξαρτώμενη από αρκετούς παράγοντες
περιλαμβανομένης και της μεθόδου αιμοδιαλύσεως που χρησιμοποιείται. Μια εξάωρη
αιμοδιάλυση μπορεί να μειώσει τις συγκεντρώσεις ορού της γενταμικίνης κατά 50% περίπου.
4
Συντομότερες περίοδοι διαλύσεων θα απομακρύνουν λιγότερο φάρμακο. Η συνιστώμενη
δοσολογία στο τέλος κάθε περιόδου διαλύσεως είναι 1 έως 1,7 mg/kg ανάλογα με την
βαρύτητα της λοιμώξεως. Σε παιδιά, μπορεί να χορηγηθεί δόση 2,0 έως 2,5 mg/kg. Οι
αμινογλυκοσίδες απομακρύνονται επίσης με περιτοναϊκή διάλυση αλλά ο ρυθμός είναι
σημαντικά μικρότερος απ’ ότι με την αιμοδιάλυση.
Ενδοφλέβια χορήγηση: Η ενδοφλέβια χορήγηση της γενταμικίνης είναι χρήσιμη για την αγωγή
ασθενών με σηψαιμία ή εκείνων σε καταπληξία. Μπορεί επίσης να είναι η προτεινόμενη οδός
χορηγήσεως για μερικούς ασθενείς με συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια, αιματολογικές
διαταραχές, βαριά εγκαύματα ή σε εκείνους με μειωμένη μυϊκή μάζα.
Για ενδοφλέβια χορήγηση σε ενηλίκους, μια απλή δόση του Garamycin Injection μπορεί να
διαλυθεί σε 50 έως 200 ml στείρου φυσιολογικού ορού ή σε στείρο υδατικό διάλυμα
δεξτρόζης 5% . Σε βρέφη και παιδιά, ο όγκος του διαλύτη θα πρέπει να είναι μικρότερος. Το
διάλυμα μπορεί να εγχυθεί κατά την διάρκεια περιόδου μισής έως δυο ωρών.
Σε συγκεκριμένες περιστάσεις μια απλή δόση του Garamycin Injection μπορεί επίσης να
χορηγηθεί άμεσα σε φλέβα ή ενδοφλέβιο σωλήνα αργά σε διάστημα 2 έως 3 λεπτών.
Xορήγηση κάτω από τον επιπεφυκότα και την κάψα του Τenon: Η χορήγηση του Garamycin
Injection κάτω από τον επιπεφυκότα έχει χρησιμοποιηθεί με ασφάλεια και
αποτελεσματικότητα για την αντιμετώπιση βαριών και βαθιά εγκατεστημένων μικροβιακών
λοιμώξεων του ματιού που προκαλούνται από ευαίσθητους μικροοργανισμούς. Έχει επίσης
χρησιμοποιηθεί με αποτελεσματικότητα σε συνδυασμό με πενικιλλίνη, πριν και μετά από
χειρουργικές επεμβάσεις στα μάτια, όποτε υπήρχε βεβαιότητα ή υποψία μικροβιακής
λοιμώξεως.
Οι ενέσεις κάτω από τον επιπεφυκότα και κάτω από την κάψα του Tenon θα πρέπει να
γίνονται μόνο από εκείνους που έχουν εμπειρία σε τέτοια χορήγηση. Η συνήθης δόση του
Garamycin Injection κυμαίνεται από 10 έως 20 mg ανάλογα με την βαρύτητα της λοιμώξεως.
Η κατάλληλη δόση ανασύρεται σε μια σύριγγα φυματίνης χρησιμοποιώντας βελόνα 27 έως 30
G και ενίεται υπό άσηπτες συνθήκες κάτω από τον επιπεφυκότα ή μέσα στην κάψα του Tenon
μετά από ενστάλαξη τοπικού αναισθητικού. Η δόση μπορεί να επαναληφθεί μετά από 24 ώρες
αν χρειαστεί.
Θεραπεία εισπνοών: Η θεραπεία εισπνοών με γενταμικίνη ως συμπλήρωμα της συστηματικής
θεραπείας στην αγωγή βαριών πνευμονικών λοιμώξεων μπορεί να επιτευχθεί είτε με ψεκασμό
ή με απ’ ευθείας ενδοτραχειακή ενστάλαξη. Η συνηθισμένη δόση είναι 20 με 40 mg
χορηγούμενα ανά 8 έως 12 ώρες, διαλυμένα με φυσιολογικό ορό μέχρι όγκου 2 ml περίπου.
Ειδικά δοσολογικά σχήματα:
Γονόρροια σε Ανδρες και Γυναίκες :Έχει δειχτεί ότι το Garamycin Injection σε ενδομυϊκή
χορήγηση σε μια απλή δόση που κυμαίνεται από 240 έως 280 mg είναι αποτελεσματικό στην
αντιμετώπιση της γονοκοκκικής ουριθρίτιδας (περιλαμβανομένων των λοιμώξεων που
οφείλονται σε στελέχη ανθεκτικά στην πενικιλλίνη και σε άλλα αντιβιοτικά) στους άνδρες και
των γονοκοκκικών .λοιμώξεων του κατώτερου γεννητικού συστήματος στις γυναίκες. Αν
χρησιμοποιηθεί το Garamycin Injection (40 mg/ml), συνιστάται το μισό της δόσεως να ενίεται
σε κάθε γλουτό.
Λοιμώξεις του Ουροποιητικού : Οι ασθενείς με λοιμώξεις του ουροποιητικού, ιδιαίτερα αν
είναι χρόνιες και υποτροπιάζουσες χωρίς ενδείξεις νεφρικής ανεπάρκειας, μπορούν να
αντιμετωπιστούν με μια απλή ημερήσια δοσολογία 160 mg γενταμικίνης χορηγούμενη
ενδομυϊκά επί 7 έως 10 μέρες. Για ενήλικες βάρους μικρότερου των 50 kg η απλή ημερήσια
δόση θα πρέπει να είναι 3,0 mg/kg βάρους σώματος.
Συνδυασμένη θεραπεία: Σε συνδυασμό με άλλα αντιβιοτικά η δοσολογία του Garamycin
Injection δεν θα πρέπει να μειώνεται.
5
4.3 Aντενδείξεις
- Η υπερευαισθησία ή οι βαριές τοξικές αντιδράσεις στην γενταμικίνη ή άλλες
αμινογλυκοσίδες αποτελούν αντένδειξη για την χρήση της.
- Μυασθένεια gravis.
4.4 Ειδικές προειδοποιήσεις και ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά τη χρήση
Οι ασθενείς που παίρνουν αμινογλυκοσίδες θα πρέπει να είναι κάτω από στενή κλινική
παρακολούθηση λόγω της δυνητικής τοξικότητας που συνδέεται με την χρήση τους.
Έχει δειχτεί διασταυρούμενη πρόκληση αλλεργίας μεταξύ των αμινογλυκοσιδών.
Κατά την διάρκεια της αγωγής οι ασθενείς θα πρέπει να ενυδατώνονται καλά.
Ενήλικες και παιδιατρικοί ασθενείς που λαμβάνουν GARAMYCIN άνω των 7-10 ημερών για
τη θεραπεία σοβαρών λοιμώξεων ή οι οποίοι μπορεί να λάβουν δόσεις μεγαλύτερες της
συνιστώμενης δοσολογίας σύμφωνα με την ηλικία, το βάρος ή την εκτιμώμενη νεφρική
λειτουργία, θα πρέπει να ελέγχονται περιοδικά ως προς τη νεφρική λειτουργία και τους
ηλεκτρολύτες του ορού κατά τη διάρκεια της θεραπείας.
Συνιστάται η παρακολούθηση της νεφρικής λειτουργίας και της όγδοης εγκεφαλικής συζυγίας
κατά την διάρκεια της θεραπείας ιδιαίτερα σε ασθενείς που είναι γνωστό ή υπάρχει υποψία
μειωμένης νεφρικής λειτουργίας. Τα ούρα θα πρέπει να εξετάζονται για μείωση του ειδικού
τους βάρους, αύξηση της εκκρίσεως πρωτεϊνών και για παρουσία κυττάρων ή κυλίνδρων.
Θα πρέπει να προσδιορίζονται περιοδικά το άζωτο ουρίας αίματος (BUN), η κρεατινίνη ορού
ή η κάθαρση της κρεατινίνης. Επί ενδείξεων ωτοτοξικότητας (ζάλη, ίλιγγος, εμβοές, βουητό
στα αυτιά και απώλεια της ακοής) ή νεφροτοξικότητας απαιτείται ρύθμιση της δοσολογίας ή
διακοπή του φαρμάκου.
Θα πρέπει να παρακολουθούνται οι συγκεντρώσεις ορού της γενταμικίνης όποτε είναι εφικτό
για να εξασφαλιστούν επαρκή επίπεδα και να αποφευχθούν δυνητικά τοξικά επίπεδα. Όταν
παρακολουθείτε τις μέγιστες συγκεντρώσεις της γενταμικίνης, ρυθμίστε την δοσολογία ώστε
να αποφευχθούν παρατεταμένα επίπεδα μεγαλύτερα των 12 mcg/ml. Όταν παρακολουθείτε τα
ελάχιστα επίπεδα της γενταμικίνης, ρυθμίστε την δοσολογία ώστε να αποφευχθούν επίπεδα
μεγαλύτερα των 2 mcg/ml.
Σε ασθενείς με εκτεταμένα εγκαύματα, η αλλοίωση της φαρμακοκινητικής μπορεί να έχει ως
αποτέλεσμα μειωμένες συγκεντρώσεις αμινογλυκοσιδών στον ορό. Σε τέτοιους ασθενείς που
κάνουν αγωγή με γενταμικίνη, συνιστάται η μέτρηση των συγκεντρώσεων στον ορό ως βάση
για την ρύθμιση της δοσολογίας.
Οι αμινογλυκοσίδες θα πρέπει να χρησιμοποιούνται με προσοχή σε ασθενείς με νευρομυϊκές
διαταραχές, όπως η βαριά μυασθένεια, ο παρκινσονισμός, ή βρεφική αλλαντίαση μια και αυτά
τα φάρμακα θεωρητικά μπορεί να επιδεινώσουν την μυϊκή αδυναμία λόγω των δυνητικών
δράσεων του τύπου του κουραρίου στις νευρομυϊκές συνάψεις.
Σε μερικούς ενήλικους και βρέφη που κάνουν αγωγή με γενταμικίνη έχει αναφερθεί ένα
σύνδρομο ανάλογο με αυτό του Fanconi με αμινοξυουρία και μεταβολική οξέωση.
Σε περιπτώσεις παχυσαρκίας πρέπει να παρακολουθούνται στενά τα επίπεδα της γενταμικίνης
στον ορό, διότι είναι πιθανόν να χρειαστεί μείωση της χορηγούμενης δοσολογίας.
Το Garamycin Injection περιέχει όξινο θειώδες νάτριο, και θειώδες νάτριο που μπορεί να
προκαλέσουν αντιδράσεις αλλεργικού τύπου περιλαμβανομένων των αναφυλακτικών
6
συμπτωμάτων και των απειλητικών για την ζωή ή των λιγότερο βαριών ασθματικών
επεισοδίων σε ευαίσθητους ασθενείς.
4.5 Αλληλεπιδράσεις με άλλα φάρμακα και άλλες μορφές αλληλεπίδρασης
Όπως και με άλλες αμινογλυκοσίδες η ταυτόχρονη και/ή διαδοχική συστηματική ή τοπική
χρήση άλλων δυνητικά νεφροτοξικών και/ή νευροτοξικών φαρμάκων θα πρέπει να
αποφεύγεται. Η ταυτόχρονη χρήση GARAMYCIN με άλλα φάρμακα τα οποία είναι δυνητικά
νεφροτοξικά αυξάνει τον κίνδυνο νεφροτοξικότητας. Αυτά τα φάρμακα περικλείουν τις
αμινογλυκοσίδες τη βανκομυκίνη, την πολυμυξίνη Β, την κολιστίνη, τις οργανοπλατίνες,
υψηλές δόσεις μεθοτρεξάτης, την ιφοσφαμίδη πενταμιδίνη, το foscarnet, μερικά αντιικά
φάρμακα (acyclovir, ganciclovir, adefovir, cidofovir, tenovir), την αμφοτερικίνη Β,
ανοσοκατασταλτές όπως κυκλοσπορίνη ή tacrolimus και προϊόντα αντίθεσης ιωδίου. Εάν
τέτοια συνδυασμένη χρήση είναι απαραίτητη, η νεφρική λειτουργία θα πρέπει να
παρακολουθείται στενά με τον κατάλληλο εργαστηριακό έλεγχο. Αλλοι παράγοντες που
μπορεί να αυξήσουν τον κίνδυνο νεφροτοξικότητας είναι η προχωρημένη ηλικία και η
αφυδάτωση.
Η ταυτόχρονη χρήση της γενταμικίνης με ισχυρά διουρητικά, όπως το αιθακρυνικό οξύ ή η
φουροσεμίδη, θα πρέπει να αποφεύγεται μια και αυτά τα διουρητικά από μόνα τους μπορούν
να προκαλέσουν ωτοτοξικότητα. Επιπλέον, όταν χορηγούνται ενδοφλεβίως, τα διουρητικά
μπορούν να αυξήσουν την τοξικότητα των αμινογλυκοσιδών αλλάζοντας την συγκέντρωση
του αντιβιοτικού στον ορό και τους ιστούς.
Οι ηλικιωμένοι ασθενείς μπορεί να έχουν μειωμένη νεφρική λειτουργία η οποία μπορεί να
μην είναι εμφανής στα αποτελέσματα των κλασσικών δοκιμασιών,όπως το BUN ή η
κρεατινίνη ορού.Μπορεί να είναι πιο χρήσιμος ο προσδιορισμός της κάθαρσης της
κρεατινίνης. Σε τέτοιους ασθενείς η παρακολούθηση της νεφρικής λειτουργίας κατά την
διάρκεια της αγωγής με γενταμικίνη, όπως με άλλες αμινογλυκοσίδες, είναι ιδιαίτερα
σημαντική.
Έχει αναφερθεί αυξημένη νεφροτοξικότητα μετά από ταυτόχρονη χορήγηση
αμινογλυκοσιδικών αντιβιοτικών και μερικών κεφαλοσπορινών.
Τα νευροτοξικά και νεφροτοξικά αντιβιοτικά μπορεί να απορροφώνται από επιφάνειες του
σώματος μετά από τοπικό καταιονισμό ή εφαρμογή. Η δυνητική τοξική δράση των
αντιβιοτικών που χορηγούνται με αυτόν τον τρόπο θα πρέπει να λαμβάνεται υπ’ όψη.
Νευρομυικός αποκλεισμός και αναπνευστική παράλυση έχουν αναφερθεί στην γάτα που
έλαβε υψηλές δόσεις (40 mg/kg) γενταμικίνης. Η δυνατότητα να εμφανιστούν αυτά τα
φαινόμενα στον άνθρωπο θα πρέπει να λαμβάνεται υπ’ όψη αν η γενταμικίνη χορηγείται σε
ασθενείς που παίρνουν παράγοντες που προκαλούν νευρομυϊκό αποκλεισμό, όπως η
σουκινυλοχολίνη, η τουβοκουραρίνη ή το δεκαμεθόνιο, αναισθητικά ή κάνουν μαζικές
μεταγγίσεις αίματος με κιτρικά ως αντιπηκτικό. Αν εμφανιστεί αποκλεισμός, τα άλατα
ασβεστίου μπορεί να αναστρέψουν αυτά τα φαινόμενα.
Η in vitro ανάμιξη μιας αμινογλυκοσίδης με αντιβιοτικά του τύπου της βήτα λακτάμης
(πενικιλλίνες ή κεφαλοσπορίνες) μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα σημαντική αμοιβαία
αδρανοποίηση. Ακόμη και όταν μια αμινογλυκοσίδη και ένα φάρμακο του τύπου της
πενικιλλίνης χορηγούνται χωριστά από διαφορετικές οδούς χορηγήσεως, έχει αναφερθεί
μείωση της ημιπεριόδου ζωής της αμινογλυκοσίδης στον ορό ή των επιπέδων στον ορό σε
7
ασθενείς με μειωμένη νεφρική λειτουργία και σε μερικούς ασθενείς με φυσιολογική νεφρική
λειτουργία. Μια μείωση της ημιπεριόδου ζωής της γενταμικίνης έχει αναφερθεί σε ασθενείς
με βαριά νεφρική βλάβη οι οποίοι πήραν καρβενικιλλίνη ταυτόχρονα με γενταμικίνη.
Συνήθως, τέτοια αδρανοποίηση της αμινογλυκοσίδης είναι κλινικά σημαντική μόνο σε
ασθενείς με βαριά νεφρική ανεπάρκεια.
Η αγωγή με γενταμικίνη μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την υπερανάπτυξη μη ευαίσθητων
μικροοργανισμών. Αν συμβεί αυτό, ενδείκνυται η κατάλληλη θεραπεία.
Η ποσότητα της γενταμικίνης που χορηγείται με εισπνοές μπορεί να ποικίλει ανάλογα με τον
τύπο του εξοπλισμού που χρησιμοποιείται και των συνθηκών κάτω από τις οποίες
λειτουργούν. Οταν χρησιμοποιείται σε συνδυασμό με συστηματική θεραπεία με
αμινογλυκοσίδες, η δυνατότητα αυξημένων επιπέδων ορού θα πρέπει να λαμβάνεται υπ’ όψη
ειδικά όταν χορηγείται απ’ ευθείας ενδοτραχειακά.
Το σύνδρομο Stevens-Johnson και η τοξική επιδερμική νεκρόλυση έχουν αναφερθεί πολύ
σπάνια με τη χρήση αμινογλυκοσιδών, που περιλαμβάνουν την νετιλμικίνη.
4.6 Χορήγηση κατά την κύηση και το θηλασμό
Τα αμινογλυκοσιδικά αντιβιοτικά διαπερνούν τον πλακούντα και μπορούν να προκαλέσουν
βλάβες στο έμβρυο όταν χορηγούνται σε εγκύους γυναίκες. Δεν είναι γνωστό αν η θειική
γενταμικίνη μπορεί να προκαλέσει βλάβες στο έμβρυο αν χορηγηθεί σε εγκύους γυναίκες ή αν
μπορεί να επηρεάσει την αναπαραγωγική ικανότητα.
Λόγω της δυνητικότητας βαριών ανεπιθυμήτων αντιδράσεων από αμινογλυκοσίδες σε βρέφη
που θηλάζουν, θα πρέπει να αποφασιστεί αν θα διακοπεί ο θηλασμός ή η θεραπεία
λαμβάνοντας υπ’ όψη την σημασία του φαρμάκου για την μητέρα.
4.7 Επίδραση στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανημάτων:
Δεν εφαρμόζεται.
4.8 Ανεπιθύμητες ενέργειες
Ωτοτοξικότητα, νεφροτοξικότητα (πολυουρική ή ολιγουρική νεφρική ανεπάρκεια),
αντιδράσεις υπερευαισθησίας, νευρομυϊκός αποκλεισμός, ναυτία, έμετοι, αύξηση των
τρανσαμινασών και αλκαλικής φωσφατάσης, αλλεργικές αντιδράσεις ειδικώτερα
επιπεφυκότων. Αναλυτικά:
Νεφροτοξικότητα: Έχουν αναφερθεί ανεπιθύμητες ενέργειες στους νεφρούς, όπως
αποδεικνύονται από την παρουσία συσσωματωμάτων, κυττάρων ή πρωτεϊνών στα ούρα ή από
την αύξηση των τιμών των BUN, NPN, της κρεατινίνης του ορού και από ολιγουρία.
Ηλικιωμένοι και παιδιατρικοί ασθενείς είναι δυνατόν να είναι ιδιαιτέρως σε κίνδυνο και
συνιστάται στενή κλινική παρακολούθηση. Τιμές εκκίνησης και περιοδικός έλεγχος της
νεφρικής λειτουργίας και των ηλεκτρολυτών του ορού συνιστάται για ασθενείς που μπορεί να
λάβουν μεγάλης διάρκειας θεραπεία (δηλ. μεγαλύτερη των 7-10 ημερών) με GARAMYCIN ή
οι οποίοι μπορεί να λάβουν δόσεις μεγαλύτερες της συνιστωμένης δοσολογίας σύμφωνα με
την ηλικία, το βάρος ή την εκτιμώμενη νεφρική λειτουργία. Οι ανεπιθύμητες αντιδράσεις από
τους νεφρούς εμφανίζονται πιο συχνά σε ασθενείς με ιστορικό νεφρικής ανεπάρκειας και σε
ασθενείς που κάνουν αγωγή για μεγαλύτερα διαστήματα ή με μεγαλύτερες από την
συνιστόμενη δοσολογίες.
Νευροτοξικότητα : Έχουν αναφερθεί ανεπιθύμητες αντιδράσεις τόσο στον αιθουσαϊκό όσο
και τον ακουστικό κλάδο της όγδοης εγκεφαλικής συζυγίας, κυρίως σε ασθενείς με νεφρική
8
ανεπάρκεια και σε ασθενείς που κάνουν αγωγή με υψηλές δοσολογίες και/ή με παρατεταμένη
θεραπεία. Τα συμπτώματα περιλαμβάνουν ζάλη, ίλιγγο, εμβοές και βουητό στα αυτιά και
απώλεια ακοής. Η απώλεια ακοής συνήθως εκδηλώνεται αρχικά με μείωση της ακουστικής
οξύτητας στους υψηλούς τόνους και μπορεί να είναι μη αναστρέψιμη. Οπως με άλλες
αμινογλυκοσίδες, οι αιθουσαικές ανωμαλίες επίσης μπορεί να είναι μη αναστρέψιμες. Στους
άλλους παράγοντες που μπορεί να αυξήσουν τον κίνδυνο ωτοτοξικότητας που προκαλείται
από αμινογλυκοσίδες περιλαμβάνονται η αφυδάτωση, η ταυτόχρονη χορήγηση αιθακρυνικού
οξέος ή φουροσεμίδης ή προηγούμενη έκθεση σε άλλα ωτοτοξικά φάρμακα.
Εχουν επίσης αναφερθεί μούδιασμα, μυρμήγκιασμα του δέρματος, σπασμοί και σύνδρομο
που μοιάζει με βαριά μυασθένεια.
Στις άλλες ανεπιθύμητες αντιδράσεις που έχουν αναφερθεί και που πιθανώς σχετίζονται με
την γενταμικίνη περιλαμβάνονται: αναπνευστική καταστολή, λήθαργος, σύγχυση, κατάθλιψη,
οπτικές διαταραχές, μείωση της ορέξεως, απώλεια βάρους, υπόταση, υπέρταση, εξάνθημα,
κνησμός, κνίδωση, γενικευμένος καύσος, οίδημα του λάρυγγα, αναφυλακτικές αντιδράσεις,
πυρετός και πονοκέφαλος, ναυτία, εμετός, αυξημένη σιελόρροια, στοματίτιδα, πορφύρα,
ψευδής όγκος του εγκεφάλου, οξύ οργανικό εγκεφαλικό σύνδρομο, πνευμονική ίνωση,
αλωπεκία, πόνος στις αρθρώσεις, παροδική ηπατομεγαλία και σπληνομεγαλία.
Στις εργαστηριακές ανωμαλίες που πιθανώς σχετίζονται με την γενταμικίνη περιλαμβάνονται:
αυξημένη τρανσαμινάση ορού (SGOT, SGPT) αυξημένη γαλακτική δεϋδρογενάση (LDH) και
χολερυθρίνη ορού, μειωμένα επίπεδα ασβεστίου, μαγνησίου, νατρίου και καλίου ορού,
αναιμία, λευκοπενία, κοκκιοκυτταροπενία, παροδική ακοκκιοκυτταραιμία, ηωσινοφιλία,
αυξημένο και μειωμένο αριθμό δικτυοερυθροκυττάρων και θρομβοκυτταροπενία. Αν και οι
ανωμαλίες των εργαστηριακών δοκιμασιών μπορεί να είναι μεμονωμένα ευρήματα, μπορεί να
συνδέονται με κλινικά σχετιζόμενα σημεία και συμπτώματα.
Αν και η τοπική ανεκτικότητα του Garamycin Injection είναι γενικά εξαιρετική, έχουν
υπάρξει περιστασιακές αναφορές πόνου στο σημείο της ενέσεως. Υποδόρια ατροφία ή
λιποειδής νέκρωση που υποδηλώνει τοπικό ερεθισμό έχουν αναφερθεί σπάνια.
4.9 Υπερδοσολογία
Σε περίπτωση υπερδοσολογίας ή τοξικών αντιδράσεων, η αιμοδιάλυση θα βοηθήσει στην
απομάκρυνση της γενταμικίνης από το αίμα. Ο ρυθμός απομάκρυνσης της γενταμικίνης είναι
σημαντικά μικρότερος με περιτοναϊκή διάλυση απ’ ότι με αιμοδιάλυση. Στο νεογέννητο
βρέφος, μπορεί να σκεφτεί κανείς την αφαιμαξομετάγγιση. Αυτές οι διαδικασίες είναι
ιδιαίτερης σημασίας για ασθενείς με μειωμένη νεφρική λειτουργία.
5. ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
5.1 Φαρμακοδυναμικές ιδιότητες
Κωδικός ATC : J 01 GB 03
Μικροβιολογία: In vitro δοκιμασίες έχουν δείξει ότι η γενταμικίνη είναι ένα μικροβιοκτόνο
αντιβιοτικό που δρα αναστέλλοντας την πρωτεϊνική σύνθεση των ευαίσθητων
μικροοργανισμών. Είναι δραστική έναντι μιας μεγάλης ποικιλίας παθογόνων Gram-
αρνητικών και Gram- θετικών μικροβίων, περιλαμβανομένων των Escherichia coli, ειδών
Proteus (ινδόλη θετικών και αρνητικών), Pseudomonas aeruginosa, ειδών της ομάδας
Klebsiella- Enterobacter-Serratia, ειδών Citrobacter, ειδών Providencia, ειδών Staphylococcus
(κοαγκουλάση θετικών και αρνητικών περιλαμβανομένων των στελεχών που είναι ανθεκτικά
στην πενικιλλίνη και μεθικιλλίνη) και Neisseria gonorrhoeae. Η γενταμικίνη είναι επίσης
δραστική in vitro έναντι ειδών Salmonella και Shigella.
In vitro μελέτες έχουν δείξει ότι ο συνδυασμός μιας αμινογλυκοσίδης με ένα αντιβιοτικό που
9
παρεμβαίνει στην σύνθεση του κυτταρικού τοιχώματος μπορεί να δράσει συνεργικά έναντι
ορισμένων στρεπτοκοκκικών στελεχών της ομάδας D. Ο συνδυασμός γενταμικίνης και
πενικιλίνης G έχει συνεργική μικροβιοκτόνο δράση έναντι πρακτικά όλων των στελεχών
Streptococcus faecalis και των ποικιλιών του (S. Faecalis var. liquifaciens, S. faecalis var.
zymogenes), S. faecium και S.durans. Αυξημένη μικροβιοκτόνος δράση έναντι πολλών από
αυτά τα στελέχη έχει επίσης δειχτεί in vitro με συνδυασμούς γενταμικίνης και αμπικιλλίνης,
καρβενικιλλίνης, ναφκιλλίνης ή οξακιλλίνης.
Η συνδυασμένη δράση της γενταμικίνης και της καρβενικιλλίνης είναι συνεργική για πολλά
στελέχη Pseudomonas aeruginosa. In vitro συνέργεια έναντι άλλων Gram- αρνητικών
μικροοργανισμών έχει δειχτεί με συνδυασμούς γενταμικίνης και κεφαλοσπορινών.
Η γενταμικίνη μπορεί να είναι δραστική έναντι κλινικών στελεχών μικροβίων ανθεκτικών σε
άλλες αμινογλυκοσίδες. Μικρόβια ανθεκτικά σε μια αμινογλυκοσίδη μπορεί να είναι
ανθεκτικά σε μια ή περισσότερες άλλες αμινογλυκοσίδες. Η μικροβιακή αντοχή στην
γενταμικίνη αναπτύσσεται γενικά αργά και σταδιακά.
Δοκιμασία Ευαισθησίας: Αν η μέθοδος δοκιμασίας της ευαισθησίας με δίσκους που
χρησιμοποιείται είναι αυτή που περιγράφεται από τον Bauer και συν., (Am J. Clin. Path.,
45Q493, 1966; Federal Register, 7 : 20527-20529), δίσκος που περιέχει 10 mcg γενταμικίνης
θα πρέπει να δώσει ζώνη αναστολής 13 mm ή περισσότερο για να υποδηλώσει ευαισθησία
του μικροοργανισμού που προκαλεί την λοίμωξη. Ζώνη 12 mm ή μικρότερη υποδηλώνει ότι ο
μικροοργανισμός που προκαλεί την λοίμωξη είναι πιθανό να είναι ανθεκτικός. Σε ορισμένες
περιπτώσεις μπορεί να είναι επιθυμητό να γίνουν επιπλέον δοκιμασίες ευαισθησίας με τη
μέθοδο των αραιώσεων σε δοκιμαστικούς σωλήνες ή σε άγαρ.
5.2 Φαρμακοκινητικές ιδιότητες
Σε ασθενείς με φυσιολογική νεφρική λειτουργία, οι μέγιστες συγκεντρώσεις γενταμικίνης στον
ορό (mcg/ml) είναι συνήθως μέχρι τέσσερις φορές η εφάπαξ ενδομυϊκή δόση (mg/kg), για
παράδειγμα, μία ένεση 1,0 mg/kg σε ενήλικες αναμένεται να οδηγήσει σε μία μέγιστη
συγκέντρωση στον ορό μέχρι 4 mcg/ml, μία δόση 1,5 mg/kg μπορεί να οδηγήσει σε επίπεδα
μέχρι 6 mcg/ml.
Η γενταμικίνη, όπως όλες οι αμινογλυκοσίδες, μπορεί να συσσωρεύεται στον ορό και τους
ιστούς των ασθενών που λαμβάνουν θεραπεία με υψηλότερες δόσεις από τις συνήθεις και για
παρατεταμένες χρονικές περιόδους, ιδιαίτερα με την παρουσία διαταραγμένης νεφρικής
λειτουργίας. Σε ενήλικες ασθενείς, η θεραπεία με δόσεις γενταμικίνης των 4 mg/kg/ημέρα ή
υψηλότερες για επτά έως δέκα ημέρες μπορεί να οδηγήσει σε μία μικρή, προοδευτική αύξηση
και στις μέγιστες και στις ελάχιστες συγκεντρώσεις. Σε ασθενείς με διαταραγμένη νεφρική
λειτουργία, η γενταμικίνη απομακρύνεται από το σώμα πιο αργά από ότι στους ασθενείς με
φυσιολογική νεφρική λειτουργία. Όσο πιο σοβαρή είναι η διαταραχή, τόσο πιο αργή η κάθαρση.
Η προσαρμογή της δόσης είναι απαραίτητη.
Μετά την αρχική χορήγηση σε ασθενείς με φυσιολογική νεφρική λειτουργία, γενικώς το 70% ή
παραπάνω από τη δόση της γενταμικίνης ανακτάται στα ούρα μέσα σε 24 ώρες. Είναι δυνατό να
επιτευχθούν συγκεντρώσεις στα ούρα άνω των 100 mcg/ml. Μπορεί να εμφανισθεί μικρός
μεταβολικός μετασχηματισμός. Το φάρμακο απεκκρίνεται πρωτίστως με σπειραματική διήθηση.
Κατά συνέπεια, οι συγκεντρώσεις στα ούρα είναι υψηλές. Μετά από μερικές ημέρες θεραπείας, η
ποσότητα γενταμικίνης που απεκκρίνεται στα ούρα πλησιάζει την ημερήσια χορηγούμενη δόση.
Όπως και οι άλλες αμινογλυκοσίδες, μία μικρή ποσότητα της δόσης γενταμικίνης μπορεί να
συγκρατείται στους ιστούς, ιδιαίτερα στους νεφρούς. Μικρές ποσότητες αμινογλυκοσιδών έχουν
ανιχνευθεί στα ούρα εβδομάδες μετά τη διακοπή χορήγησης του φαρμάκου. Η νεφρική κάθαρση
της γενταμικίνης είναι παρόμοια με αυτή της ενδογενούς κρεατινίνης.
Σε ασθενείς με σαφή διαταραχή της νεφρικής λειτουργίας, υπάρχει μείωση στις συγκεντρώσεις
των αμινογλυκοσιδών στα ούρα και στη διείσδυση τους στο ελαττωματικό νεφρικό παρέγχυμα.
10
Αυτή η μειωμένη απέκκριση του φαρμάκου, σε συνδυασμό με την ενδεχόμενη νεφροτοξικότητα
των αμινογλυκοσιδών, θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όταν χρησιμοποιείται ως θεραπεία σε
τέτοια άτομα με ουρολοιμώξεις.
Ύστερα από παρεντερική χορήγηση, η γενταμικίνη μπορεί να ανιχνευθεί στο πλάσμα, στους
λεμφαδένες, στους ιστούς, στα πτύελα και στα περικαρδιακά, υπεζωκοτικά, αρθρικά και
περιτοναϊκά υγρά. Οι συγκεντρώσεις στο φλοιό των νεφρών μπορεί να είναι μερικές φορές οκτώ
φορές υψηλότερες από τα συνήθη επίπεδα στον ορό. Οι συγκεντρώσεις στους χοληφόρους ήταν,
γενικώς, χαμηλές και υποδήλωναν ελάχιστη απέκκριση στους χοληφόρους. Η γενταμικίνη
διασχίζει και την περιτοναϊκή και τη μεμβράνη του πλακούντα. Αφού οι αμινογλυκοσίδες
διαχέονται ελαφρώς στον υπαραχνοειδή χώρο μετά από παρεντερική χορήγηση, οι
συγκεντρώσεις γενταμικίνης στο εγκεφαλονωτιαίο υγρό είναι συχνά χαμηλές και εξαρτώμενες
από τη δόση, από το ρυθμό διείσδυσης και το βαθμό μηνιγγικής φλεγμονής.
Η γενταμικίνη απορροφάται ελαφρά από την από στόματος οδό και μόνο μικρές ποσότητες
βρέθηκαν στο αίμα μετά την από στόματος χορήγηση.
Η φαρμακοκινητική της γενταμικίνης στα νεογνά και τα βρέφη εξαρτάται κατά ένα μέρος από το
βάρος της γέννησης και τις ηλικίες κύησης και τη μεταγεννητική ηλικία. Ο χρόνος ημίσειας ζωής
και το φαινομενικό μέγεθος κατανομής της γενταμικίνης σε νεογέννητα βρέφη μπορεί να
μειώνεται με την ηλικία και ο χρόνος ημίσειας ζωής είναι αντιστρόφως ανάλογος με το βάρος
της γέννησης και την κάθαρση κρεατινίνης.
Η απέκκριση της γενταμικίνης στα ούρα σχετίζεται στενά με τους δείκτες κάθαρσης κρεατινίνης
και τη μεταγεννητική ηλικία. Περίπου το 10% της χορηγούμενης δόσης στα νεογνά ηλικίας
μικρότερης των τριών ετών απεκκρίνεται στα ούρα κατά τη διάρκεια των πρώτων 12 ωρών, στα
νεογνά ηλικίας πέντε έως 40 ημερών, περίπου το 40% απεκκρίνεται κατά την ίδια περίοδο.
Αυξανομένης ης μεταγεννητικής ηλικίας και με ταυτόχρονη αύξηση στη νεφρική ωρίμανση, η
γενταμικίνη απεκκρίνεται πιο γρήγορα. Μετά από αρκετές ημέρες θεραπείας, η ποσότητα της
γενταμικίνης που απεκκρίνεται στα ούρα πλησιάζει, αλλά δεν είναι ίση, με την ημερήσια
χορηγούμενη δόση.
6. ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
6.1 Κατάλογος των εκδόχων
Methylparaben, propylparaben, sodium bisulfite, edetate disodium και water for injection.
6.2 Ασυμβατότητες
Καμία γνωστή.
6.3 Διάρκεια ζωής
36 μήνες.
6.4 Ιδιαίτερες προφυλάξεις για τη διατήρηση του προϊόντος
Φυλάξτε μεταξύ 2 και 30
0
C.
6.5 Φύση και συστατικά του περιέκτη
Κουτί περιέχον ένα φιαλίδιο Garamycin Injection των 2 ml.
6.6 Επωνυμία Υπευθύνου Αδείας Κυκλοφορίας
11
SCHERING-PLOUGH Α.Φ.Β.Ε.Ε.
Αγ. Δημητρίου 63
174 55 Αλιμος
τηλ.: 210 98.97.300
12