Μην πάρετε το Aloperidin αν παίρνετε ορισμένα φάρμακα
για:
Προβλήματα με τον καρδιακό σας παλμό (όπως αμιοδαρόνη,
δοφετιλίδη, δισοπυραμίδη, δρονεδαρόνη, ιμπουτιλίδη, κινιδίνη
και σοταλόλη)
Κατάθλιψη (όπως σιταλοπράμη και εσιταλοπράμη)
Ψύχωση (όπως φλουφαιναζίνη, λεβομεπρομαζίνη,
περφαιναζίνη, πιμοζίδη, προχλωρπεραζίνη, προμαζίνη,
σερτινδόλη, θειοριδαζίνη, τριφθοροπεραζίνη,
τριφθοροπρομαζίνη και ζιπρασιδόνη)
Βακτηριακές λοιμώξεις (όπως αζιθρομυκίνη, κλαριθρομυκίνη,
ερυθρομυκίνη, λεβοφλοξασίνη, μοξιφλοξασίνη και
τελιθρομυκίνη)
Μυκητιασικές λοιμώξεις (όπως πενταμιδίνη)
Ελονοσία (όπως αλοφαντρίνη)
Ναυτία και έμετο (όπως δολασετρόνη)
Καρκίνο (όπως τορεμιφαίνη και βανδετανίμπη)
Επίσης, ενημερώστε το γιατρό σας αν παίρνετε βεπριδίλη (για το
θωρακικό άλγος ή τη μείωση της αρτηριακής πίεσης) ή μεθαδόνη
(αναλγητικό ή για την αντιμετώπιση του φαρμακευτικού εθισμού).
Τα φάρμακα αυτά μπορεί να αυξήσουν την πιθανότητα εμφάνισης
καρδιακών προβλημάτων, ως εκ τούτου, ενημερώστε το γιατρό σας
αν παίρνετε οποιοδήποτε από τα παραπάνω και μην πάρετε το
Aloperidin (Βλ. «Μην χρησιμοποιήσετε το Aloperidin:».
Μπορεί να χρειαστεί ειδική παρακολούθηση αν λαμβάνετε
ταυτόχρονα λίθιο και Aloperidin. Ενημερώστε αμέσως το
γιατρό σας και διακόψτε τη λήψη και των δύο φαρμάκων αν
εμφανίσετε:
Ανεξήγητο πυρετό ή μη ελεγχόμενες κινήσεις.
Σύγχυση, αποπροσανατολισμό, κεφαλαλγία, προβλήματα
ισορροπίας και υπνηλία.
Πρόκειται για σημεία μιας σοβαρής πάθησης.
Ορισμένα φάρμακα μπορεί να επηρεάσουν τον τρόπο
δράσης του Aloperidin ή μπορεί να αυξήσουν την
πιθανότητα εμφάνισης καρδιακών προβλημάτων
Ενημερώστε το γιατρό σας αν παίρνετε:
Αλπραζολάμη ή βουσπιρόνη (για το άγχος)
Ντουλοξετίνη, φλουοξετίνη, φλουβοξαμίνη, νεφαζοδόνη,
παροξετίνη, σερτραλίνη, βαλσαμόχορτο (St John’s Wort) ή
βενλαφαξίνη (για την κατάθλιψη)
Βουπροπιόνη (για την κατάθλιψη ή ως βοήθημα για τη διακοπή
του καπνίσματος)
Καρβαμαζεπίνη, φαινοβαρβιτάλη, ή φαινυτοΐνη (για την
επιληψία)
Ριφαμπικίνη (για βακτηριακές λοιμώξεις)
Ιτρακοναζόλη, ποσακοναζόλη ή βορικοναζόλη (για
μυκητιασικές λοιμώξεις)
Δισκία κετοκοναζόλης (για την αντιμετώπιση του συνδρόμου
Cushing)
Ινδιναβίρη, ριτοναβίρη ή σακουιναβίρη (για τον ιό της
ανθρώπινης ανοσοανεπάρκειας ή HIV)
Χλωροπρομαζίνη ή προμεθαζίνη (για ναυτία και έμετο)
Βεραπαμίλη (για αρτηριακή πίεση ή καρδιακά προβλήματα).