την ALIVE, μία μελέτη σύγκρισης μεταξύ αμιωδαρόνης και λιδοκαΐνης. Το
πρωτεύον τελικό σημείο και των δύο μελετών ήταν η επιβίωση κατά την είσοδο
στο νοσοκομείο.
Στη μελέτη ARREST, 504 ασθενείς με εξω-νοσοκομειακή καρδιακή ανακοπή
οφειλόμενη σε κοιλιακή μαρμαρυγή ή σε άσφυγμη κοιλιακή ταχυκαρδία
ανθεκτική σε τρεις ή περισσότερους απινιδισμούς και επινεφρίνη,
τυχαιοποιήθηκαν σε 300 mg αμιωδαρόνης σε 20 ml διαλύματος δεξτρόζης 5%
ταχέως ενιόμενης σε περιφερική φλέβα (246 ασθενείς) ή σε placebo (258
ασθενείς). Από τους 197 ασθενείς (39%) οι οποίοι επέζησαν για να εισαχθούν
στο νοσοκομείο, η αμιωδαρόνη αύξησε σημαντικά την πιθανότητα ανάνηψης
και εισαγωγής στο νοσοκομείο: 44% στην ομάδα της αμιωδαρόνης και 34%
στην ομάδα του placebο αντίστοιχα, p = 0,03. Μετά από έλεγχο άλλων
ανεξάρτητων παραγόντων κινδύνου, η προσαρμοσμένη αναλογία επιβίωσης
κατά την είσοδο στο νοσοκομείο στην ομάδα της αμιωδαρόνης συγκριτικά με
την ομάδα placebo ήταν 1,6% (διάστημα εμπιστοσύνης 95%, 1,1 έως 2,4, p =
0,02). Περισσότεροι ασθενείς στην ομάδα της αμιωδαρόνης από ότι στην ομάδα
placebo είχαν υπόταση (59% έναντι 25%, p = 0,04) ή βραδυκαρδία (41% έναντι
25%, p = 0,004).
Στη μελέτη ALIVE, 347 ασθενείς με κοιλιακή μαρμαρυγή ανθεκτική σε τρεις
απινιδισμούς, επινεφρίνη και έναν επιπλέον απινιδισμό ή με υποτροπή
κοιλιακής μαρμαρυγής μετά από αρχικά επιτυχημένο απινιδισμό,
τυχαιοποιήθηκαν ώστε να λάβουν αμιωδαρόνη (5 mg ανά kg υπολογισθέντος
βάρους σώματος σε διάλυμα 30 ml δεξτρόζης 5%) και λιδοκαΐνη ελεγχόμενοι με
placebo, ή λιδοκαΐνη (1,5 mg ανά kg σε συγκέντρωση των 10 mg ανά ml) και
αμιωδαρόνη ελεγχόμενοι με placebo που περιέχει τον ίδιο διαλύτη (polysorbate 80).
Από τους 347 ασθενείς που εισήχθηκαν, η αμιωδαρόνη αύξησε σημαντικά την
πιθανότητα ανάνηψης και εισαγωγής στο νοσοκομείο: 22,8% στην ομάδα της
αμιωδαρόνης (41 ασθενείς από τους 180) και 12% στην ομάδα της λιδοκαΐνης
(20 ασθενείς από τους 167), p = 0,009. Μετά από ρύθμιση άλλων παραγόντων
οι οποίοι μπορεί να επηρεάσουν την πιθανότητα επιβίωσης, η προσαρμοσμένη
αναλογία επιβίωσης κατά την είσοδο στο νοσοκομείο σε δέκτες αμιωδαρόνης
συγκριτικά με δέκτες λιδοκαΐνης ήταν 2,49 (διάστημα εμπιστοσύνης 95%, 1,28
έως 4,85, p = 0,007). Δεν υπήρχαν διαφορές μεταξύ των ομάδων θεραπείας στις
αναλογίες των ασθενών που χρειάστηκαν θεραπεία της βραδυκαρδίας με
ατροπίνη ή της ανόδου της αρτηριακής πίεσης με ντοπαμίνη ή στις αναλογίες
των ασθενών που λάμβαναν λιδοκαΐνη ανοιχτά. Η αναλογία των ασθενών
στους οποίους προκλήθηκε ασυστολία μετά τον απινιδισμό που ακολούθησε τη
χορήγηση του φαρμάκου της αρχικής μελέτης ήταν σημαντικά υψηλότερη στην
ομάδα της λιδοκαΐνης (28,9%) σε σχέση με την ομάδα της αμιωδαρόνης
(18,4%), p = 0,04.
Δεν έχουν πραγματοποιηθεί ελεγχόμενες δοκιμές σε παιδιά.
Σε δημοσιευμένες δοκιμές, αξιολογήθηκε η ασφάλεια της αμιωδαρόνης σε 1118
παιδιατρικούς ασθενείς με ποικίλες αρρυθμίες. Η παρακάτω δοσολογία
χρησιμοποιήθηκε σε κλινικές δοκιμές σε παιδιά.
Δισκία