ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
1. ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
ANGORON
2. ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ
Αμιωδαρόνη υδροχλωρική 150 mg ανά φύσιγγα των 3 ml
Για τον πλήρη κατάλογο των εκδόχων, βλ. παράγραφο 6.1.
3. ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ
Ενέσιμο διάλυμα
4. ΚΛΙΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
4.1 Θεραπευτικές ενδείξεις
Το ενέσιμο Angoron θα πρέπει να χρησιμοποιείται όταν απαιτείται άμεση
ανταπόκριση ή όταν η από του στόματος χορήγηση δεν είναι δυνατή.
Θεραπεία σοβαρών διαταραχών του ρυθμού, ιδιαίτερα οι ακόλουθες:
- Υπερκοιλιακές διαταραχές του ρυθμού με γρήγορο κοιλιακό ρυθμό.
- Ταχυκαρδίες σχετιζόμενες με σύνδρομο Wolff- Parkinson-White.
- Συμπτωματική και τεκμηριωμένη κοιλιακή ταχυκαρδία
4.2 Δ οσολογία και τ ρόπος χορήγησης
Δοσολογία
Ενδοφλέβια έγχυση
Δόση φόρτισης: Η συνήθης δοσολογία είναι 5 mg/kg βάρους σώματος σε διάλυμα
250 ml δεξτρόζης 5% αποκλειστικά για ένα διάστημα από 20 λεπτά έως 2 ώρες.
Η έγχυση μπορεί να επαναλαμβάνεται 2-3 φορές το 24ωρο. Ο ρυθμός της
έγχυσης θα πρέπει να ρυθμίζεται με βάση τα αποτελέσματα.
Το θεραπευτικό αποτέλεσμα εμφανίζεται εντός των πρώτων λεπτών και
κατόπιν μειώνεται προοδευτικά. Επομένως θα πρέπει να συνεχισθεί η έγχυση
για να διατηρηθεί το θεραπευτικό αποτέλεσμα.
Δόση συντήρησης: 10-20 mg/kg βάρους σώματος/24 ώρες (συνήθως 600-800
mg/24 ώρες και έως 1200 mg/24 ώρες) σε διάλυμα 250 ml δεξτρόζης 5% για λίγες
ημέρες.
Σύγχρονη χορήγηση δισκίων από την πρώτη ημέρα της έγχυσης (3 δισκία
ημερησίως).
Ενδοφλέβια ένεση
(βλ. παράγραφο 4.4)
Η δοσολογία είναι 5 mg/kg βάρους σώματος. Το φάρμακο πρέπει να ενίεται αργά
για διάστημα μεγαλύτερο από 3 λεπτά. Δεν πρέπει να επαναλαμβάνεται σε
1
διάστημα μικρότερο των 15 λεπτών από την προηγούμενη χορήγηση, ακόμη και
αν η προηγούμενη ένεση ήταν μόνο μία φύσιγγα (πιθανότητα μη ανατρέψιμης
κατέρρειψης). Δεν πρέπει να αναμιγνύονται άλλα σκευάσματα στην ίδια ένεση.
Καρδιοαναπνευστική ανάνηψη από κοιλιακή μαρμαρυγή ανθεκτική στην
ηλεκτρική ανάταξη: Η αρχική ενδοφλέβια δόση είναι 300 mg (ή 5 mg/kg βάρους
σώματος) σε διάλυμα 20 ml δεξτρόζης 5% και πρέπει να ενίεται ταχέως. Μία
επιπρόσθετη ενδοφλέβια δόση 150 mg (ή 2,5 mg/kg βάρους σώματος) μπορεί να
χορηγηθεί εάν η κοιλιακή μαρμαρυγή επιμένει.
Παιδιατρικός πληθυσμός
Η ασφάλεια και αποτελεσματικότητα της αμιωδαρόνης σε παιδιά δεν έχει
τεκμηριωθεί. Τα παρόντα διαθέσιμα δεδομένα περιγράφονται στις παραγράφους
5.1 και 5.2.
Κατά συνέπεια η χορήγησή του σε παιδιατρικούς ασθενείς αντενδείκνυται.
4.3 Αντενδείξεις
- Φλεβοκομβική βραδυκαρδία, φλεβοκολπικός αποκλεισμός και σύνδρομο
νοσούντος φλεβόκομβου (κίνδυνος φλεβοκομβικής παύσης), σοβαρές
διαταραχές κολποκοιλιακής αγωγιμότητας εκτός εάν χορηγείται σε ασθενείς με
βηματοδότη.
- Διαταραχές της αγωγιμότητας με αποκλεισμό 2 ή 3 σκελών εκτός εάν
χρησιμοποιείται μαζί με λειτουργικό βηματοδότη ή εκτός εάν ο ασθενής είναι
στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας και η αμιωδαρόνη χρησιμοποιείται κάτω από
ηλεκτοσυστολικό βηματοδότη.
- Κυκλοφορική ανεπάρκεια, σοβαρή αρτηριακή υπόταση.
- Συνδυασμός με άλλα φάρμακα τα οποία μπορούν να προκαλέσουν «κοιλιακή
ταχυκαρδία δίκην ριπιδίου» (“torsade
de
pointes”)
(βλ. παράγραφο 4.5)
- Δυσλειτουργία του θυρεοειδή.
- Γνωστή υπερευαισθησία στο ιώδιο ή στην αμιωδαρόνη, ή σε κάποιο από τα
έκδοχα.
- Κύηση, εκτός από εξαιρετικές περιπτώσεις
(βλ. παράγραφο 4.6)
.
- Γαλουχία,
(βλ. παράγραφο 4.6)
.
- Η ενδοφλέβια ένεση αντενδείκνυται σε περίπτωση υπότασης, σοβαρής
αναπνευστικής ανεπάρκειας, μυοκαρδιοπάθειας ή καρδιακής ανεπάρκειας
(πιθανή επιδείνωση).
Όλες οι παραπάνω αντενδείξεις δεν εφαρμόζονται όταν η αμιωδαρόνη
χορηγείται για καρδιοαναπνευστική ανάνηψη από κοιλιακή μαρμαρυγή
ανθεκτική στην ηλεκτρική ανάταξη.
- Λόγω της παρουσίας βενζυλικής αλκοόλης, η ενδοφλέβια αμιωδαρόνη
αντενδείκνυται σε νεογνά, βρέφη και παιδιά ηλικίας μέχρι 3 ετών.
4.4 Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση
4.4.1 Προειδοποιήσεις
Ιδιαίτερα σε ενδοφλέβια ένεση:
(βλ. επίσης παράγραφο 4.3)
- Η ενδοφλέβια ένεση γενικώς δεν ενδείκνυται λόγω των αιμοδυναμικών
κινδύνων (σοβαρή υπόταση, κυκλοφορική κατέρρειψη). Η ενδοφλέβια έγχυση
θα πρέπει να προτιμάται όπου είναι δυνατόν.
2
- Η ενδοφλέβια ένεση θα πρέπει να γίνεται μόνο σε επείγουσες καταστάσεις
όπου εναλλακτικές θεραπείες έχουν αποτύχει και μόνο σε μονάδες εντατικής
θεραπείας κάτω από συνεχή παρακολούθηση (ΗΚΓ, πίεση αίματος).
- H δοσολογία είναι περίπου 5mg/kg βάρους σώματος. Εκτός της
καρδιοαναπνευστικής ανάνηψης από κοιλιακή μαρμαρυγή ανθεκτική στην
ηλεκτρική ανάταξη, η αμιωδαρόνη πρέπει να ενίεται για διάστημα 3 λεπτών
τουλάχιστον και η ενδοφλέβια ένεση δεν θα πρέπει να επαναλαμβάνεται σε
διάστημα μικρότερο από 15 λεπτά μετά την πρώτη ένεση ακόμα και εάν η
προηγούμενη ήταν μόνο μία φύσιγγα (πιθανότητα μη αναστρέψιμης
κατέρρειψης).
- Δεν πρέπει να αναμιγνύονται άλλα σκευάσματα στην ίδια σύριγγα. Μην
ενίετε άλλα σκευάσματα από την ίδια γραμμή. Εάν η αγωγή με αμιωδαρόνη
πρέπει να συνεχιστεί, αυτό πρέπει να γίνει με ενδοφλέβια έγχυση
(βλ.
παράγραφο 4.2)
.
Καρδιακές διαταραχές
Έχει αναφερθεί εμφάνιση νέων αρρυθμιών ή επιδείνωση των υπό αγωγή
αρρυθμιών, μερικές φορές με θανατηφόρο έκβαση. Είναι σημαντικό, αλλά
δύσκολο, να διαφοροποιηθεί η μη δραστικότητα του φαρμάκου από μία προ-
αρρυθμική δράση, ανεξάρτητα από το εάν αυτή συνδέεται με επιδείνωση της
καρδιακής λειτουργικότητας. Προαρρυθμική δράση έχει αναφερθεί πιο σπάνια
με την αμιωδαρόνη απ’ ότι με τα άλλα αντιαρρυθμικά φάρμακα και γενικά
εμφανίζεται στο πλαίσιο των παραγόντων παράτασης του διαστήματος QT
όπως αλληλεπιδράσεις με άλλα φάρμακα και/ή ηλεκτρολυτικές διαταραχές (βλ.
παραγράφους 4.5 και 4.8). Παρόλη την παράταση του διαστήματος QT, η
αμιωδαρόνη παρουσιάζει χαμηλή δραστηριότητα στην κοιλιακή ταχυκαρδία
δίκην ριπιδίου.
Πνευμονικές διαταραχές
Η εμφάνιση δύσπνοιας ή μη-παραγωγικού βήχα μπορεί να συσχετισθεί με
πνευμονική τοξικότητα όπως η διάμεση πνευμονίτιδα. Πολύ σπάνια έχουν
αναφερθεί περιστατικά διάμεσης πνευμονίτιδας με την ενδοφλέβια αμιωδαρόνη.
Πρέπει να διενεργείται ακτινογραφία θώρακος σε ασθενείς που υποψιαζόμαστε
ότι πάσχουν από αυτή τη νόσο, και αναπτύσσουν δύσπνοια προσπάθειας είτε
μεμονωμένα είτε σε συνδυασμό με επιδείνωση της γενικής κατάστασης υγείας
(κόπωση, απώλεια βάρους, πυρετός). Η αγωγή με αμιωδαρόνη θα πρέπει να
επαναξιολογείται διότι η διάμεση πνευμονίτιδα είναι γενικά αναστρέψιμη με
την έγκαιρη διακοπή της αμιωδαρόνης (τα κλινικά συμπτώματα συνήθως
υποχωρούν εντός 3-4 εβδομάδων, ακολουθούμενα από μία αργή βελτίωση της
ακτινολογικής εικόνας και της πνευμονικής λειτουργίας εντός μερικών μηνών)
και θα πρέπει να ληφθεί υπόψη η αγωγή με κορτικοστεροειδή.
Πολύ σπάνια έχουν αναφερθεί περιστατικά σοβαρών αναπνευστικών
επιπλοκών, μερικές φορές θανατηφόρα, που παρατηρούνται συνήθως την
περίοδο αμέσως μετά την επέμβαση (σύνδρομο οξείας αναπνευστικής
ανεπάρκειας ενηλίκων – ARDS ), όπου πιθανόν να ενέχεται η αλληλεπίδραση με
υψηλές συγκεντρώσεις οξυγόνου (βλ. παραγράφους 4.5 και 4.8).
Ηπατικές διαταραχές (βλ. 4.8)
Συνιστάται προσεκτική παρακολούθηση των εξετάσεων ηπατικής λειτουργίας
(τρανσαμινάσες) αμέσως με την έναρξη της αμιωδαρόνης και τακτικά κατά τη
διάρκεια της θεραπείας. Οξείες ηπατικές διαταραχές (συμπεριλαμβανομένης
της σοβαρής ηπατοκυτταρικής δυσλειτουργίας ή ηπατικής ανεπάρκειας, μερικές
φορές με θανατηφόρο έκβαση) και χρόνια ηπατική διαταραχή, μπορεί να
εμφανιστούν μέσα στο πρώτο 24ωρο από τη χορήγηση ενδοφλέβιας
αμιωδαρόνης. Γι’ αυτό η δόση της αμιωδαρóνης θα πρέπει να μειωθεί ή να
3
διακοπεί η θεραπεία εάν η αύξηση των τρανσαμινασών ξεπεράσει κατά τρεις
φορές το φυσιολογικό εύρος.
Σοβαρές πομφολυγώδεις αντιδράσεις
Απειλητικές για τη ζωή ή ακόμα και θανατηφόρες δερματικές αντιδράσεις,
σύνδρομο Stevens-Johnson (SJS), Τοξική επιδερμική νεκρόλυση (TEN) (βλ.
παράγραφο 4.8). Εάν παρουσιαστούν συμπτώματα ή σημεία SJS, TEN (π.χ.
εξελισσόμενο δερματικό εξάνθημα συχνά με φουσκάλες ή βλάβες του
βλεννογόνου) η θεραπεία με αμιωδαρόνη, θα πρέπει να διακοπεί αμέσως.
Αλληλεπιδράσεις φαρμάκων (βλ. 4.5)
Η συγχορήγηση της αμιωδαρόνης δεν συνιστάται με τα ακόλουθα φάρμακα: β-
αναστολείς, αναστολείς διαύλων ασβεστίου (βεραπαμίλη, διλτιαζέμη) που
μειώνουν την καρδιακή συχνότητα, υπακτικά φάρμακα, που μπορεί να
προκαλέσουν υποκαλιαιμία.
4.4.2 Ειδικές προφυλάξεις
Η ενδοφλέβια αμιωδαρόνη θα πρέπει να χρησιμοποιείται σε ειδικές μονάδες
κάτω από συνεχή παρακολούθηση (ΗΚΓ, πίεση αίματος).
Για την αποφυγή αντιδράσεων στο σημείο της ένεσης, η ενέσιμη αμιωδαρόνη θα
πρέπει όπου αυτό είναι δυνατόν, να χορηγείται μέσω κεντρικής φλεβικής
γραμμής.
Προσοχή θα πρέπει να δίνεται σε περιπτώσεις υπότασης, σοβαρής
αναπνευστικής ανεπάρκειας, μη αντιρροπούμενης ή σοβαρής καρδιακής
ανεπάρκειας.
Παιδιά
Η ασφάλεια και η αποτελεσματικότητα της αμιωδαρόνης στα παιδιά δεν έχει
τεκμηριωθεί. Επομένως,
η χρήση της δεν συστήνεται στα παιδιά.
Οι φύσιγγες της ενέσιμης αμιωδαρόνης περιέχουν βενζυλική αλκοόλη (βλ.
παράγραφο 6.1), η οποία μπορεί να προκαλέσει τοξικές και αλλεργικές
αντιδράσεις σε βρέφη και παιδιά ηλικίας μέχρι 3 ετών. *Έχουν αναφερθεί
περιπτώσεις θανατηφόρου συνδρόμου άπνοιας σε νεογνά (παιδιά ηλικίας κάτω
του ενός
μηνός) μετά από ενδοφλέβια χορήγηση διαλυμάτων που περιέχουν αυτό το
συντηρητικό. Τα
συμπτώματα περιλαμβάνουν μια ξαφνική εμφάνιση του συνδρόμου άπνοιας,
υπόταση, βραδυκαρδία
και καρδιαγγειακή κατέρρειψη.
Αναισθησία
(βλ, παράγραφο 4.5)
:
Πριν τη χειρουργική επέμβαση, ο αναισθησιολόγος θα πρέπει να ενημερώνεται
ότι ο ασθενής λαμβάνει αμιωδαρόνη.
4.5 Αλληλεπιδράσεις με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα και άλλες
μορφές αλληλεπίδρασης
Φαρμακοδυναμικές αλληλεπιδράσεις
 Φάρμακα τα οποία μπορεί να επάγουν κοιλιακή ταχυκαρδία δίκην ριπιδίου
ή να παρατείνουν το διάστημα QT
- Φάρμακα που επάγουν κοιλιακή ταχυκαρδία δίκην ριπιδίου
4
Ο συνδυασμός με φάρμακα τα οποία μπορεί να επάγουν κοιλιακή ταχυκαρδία
δίκην ριπιδίου αντενδείκνυται (βλ. παράγραφο 4.3)
- Αντιαρρυθμικά φάρμακα όπως αυτά της κατηγορίας Ια (κινιδίνη,
δισοπυραμίδη, κ.λ.π.), της κατηγορίας ΙΙΙ (σοταλόλη, ιμπουτιλίδη, κ.λ.π.) ή η
βεπριδίλη.
- Μη αντιαρρυθμικά φάρμακα όπως βινκαμίνη, ορισμένοι νευροληπτικοί
παράγοντες (θειοριδαζίνη, χλωροπρομαζίνη, σουλπιρίδη, σουλτοπρίδη,
αλοπεριδόλη, δροπεριδόλη, κ.λπ), σιζαπρίδη, ερυθρομυκίνη I.V., πενταμιδίνη
(όταν χορηγείται παρεντερικώς), κοτριμοξαζόλη, ορισμένα αντιϊσταμινικά
(τερφεναδίνη, αστεμιζόλη, μιζολαστίνη, κ.λ.π.), ανθελονοσιακά (κινίνη,
μεφλοκίνη, χλωροκίνη, αλοφαντρίνη, κ.λ.π.), λίθιο και τρικυκλικά
αντικαταθλιπτικά (δοξεπίνη, μαπροτιλίνη, αμιτριπτυλίνη, κ.λ.π.), καθώς
υπάρχει αυξημένος κίνδυνος πιθανώς θανατηφόρου “torsade
de
pointes”.
- Φάρμακα που παρατείνουν το διάστημα
QT
Η συγχορήγηση αμιωδαρόνης με φάρμακα που είναι γνωστό ότι παρατείνουν το
διάστημα QT θα πρέπει να βασίζεται σε προσεκτική αξιολόγηση των πιθανών
κινδύνων και των ωφελειών για κάθε ασθενή εφόσον ο κίνδυνος κοιλιακής
ταχυκαρδίας δίκην ριπιδίου μπορεί να αυξηθεί και ο ασθενής θα πρέπει να
παρακολουθείται για παράταση του QT.
Oι φθοριοκινολόνες πρέπει να αποφεύγονται σε ασθενείς που λαμβάνουν
αμιωδαρόνη.
 Φάρμακα που μειώνουν την καρδιακή συχνότητα ή προκαλούν διαταραχές
στον αυτοματισμό ή στην αγωγιμότητα
Ο συνδυασμός με αυτά τα φάρμακα δεν συνιστάται
- β- αναστολείς και αναστολείς διαύλων ασβεστίου (βεραπαμίλη, διλτιαζέμη)
που μειώνουν την καρδιακή συχνότητα καθώς διαταραχές στον αυτοματισμό
(έντονη βραδυκαρδία) και στην αγωγιμότητα μπορεί να εμφανισθούν.
 Φάρμακα που μπορεί να προκαλέσουν υποκαλιαιμία
Ο συνδυασμός με τα ακόλουθα φάρμακα δεν συνιστάται:
- υπακτικά φάρμακα, των οποίων η χρήση μπορεί να προκαλέσει υποκαλιαιμία
και επομένως
αύξηση του κινδύνου “torsade
de
pointes”. Θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί άλλος
τύπος υπακτικού.
Προσοχή θα πρέπει να δίνεται όταν χρησιμοποιούνται τα ακόλουθα φάρμακα σε
συνδυασμό με Angoron
- Διουρητικά που προκαλούν υποκαλιαιμία, είτε μόνα τους είτε σε συνδυασμό.
- Συστηματικά χορηγούμενα κορτικοστεροειδή (γλυκο-, αλατο-),
τετρακοσακτίδη.
- Αμφοτερικίνη B (IV)
Είναι αναγκαίο να αποτρέπεται η εμφάνιση υποκαλιαιμίας (και να
διορθώνεται). Τα διαστήματα QT θα πρέπει να παρακολουθούνται, και σε
περίπτωση torsade
de
pointes, δε θα πρέπει να χορηγούνται αντιαρρυθμικά
φάρμακα (θα πρέπει να τοποθετείται βηματοδότης, μπορεί να χορηγηθεί
μαγνήσιο ενδοφλεβίως).
5
Φάρμακα που μειώνουν τον καρδιακό ρυθμό ή προκαλούν διαταραχές του
αυτοματισμού ή της συσταλτικότητας
- β-αναστολείς για τη θεραπεία της καρδιακής ανεπάρκειας (καρβεδιλόλη,
μετοπρολόλη), διότι υπάρχει αυξημένος κίνδυνος εκσεσημασμένης
βραδυκαρδίας. Απαιτείται τακτικός κλινικός και ΗΚΓ/φικός έλεγχος.
 Γενική αναισθησία, (βλ. παραγράφους 4.4.2 και 4.8):
Έχουν αναφερθεί πιθανώς σοβαρές επιπλοκές σε ασθενείς που έχουν λάβει
γενική αναισθησία: βραδυκαρδία (που δεν ανταποκρίνεται στην ατροπίνη),
υπόταση, διαταραχές της αγωγιμότητας, μείωση καρδιακής παροχής.
Πολύ σπάνια έχουν αναφερθεί μερικές περιπτώσεις σοβαρών αναπνευστικών
επιπλοκών, (σύνδρομο οξείας αναπνευστικής δυσχέρειας ενηλίκων - ARDS)
μερικές φορές θανατηφόρες, πιο συχνά στην περίοδο αμέσως μετά την
επέμβαση. Ίσως εμπλέκεται μια πιθανή αλληλεπίδραση με μια υψηλή
συγκέντρωση οξυγόνου.
Επίδραση του Angoron σε άλλα φαρμακευτικά προϊόντα
Η αμιωδαρόνη ή/και ο μεταβολίτης της, desethylamiodarone, αναστέλλουν τα
CYP1A1, CYP1A2, CYP3A4, CYP2C9, CYP2D6 και την P-γλυκοπρωτεϊνη και μπορεί
να αυξήσουν την έκθεση των υποστρωμάτων τους. Λόγω του μακρού χρόνου
ημίσειας ζωής της αμιωδαρόνης, αλληλεπιδράσεις μπορεί να παρατηρηθούν για
αρκετούς μήνες μετά τη διακοπή της
 Υποστρώματα PgP
Η αμιωδαρόνη είναι ένας αναστολέας της Pgp. Συγχορήγηση με υποστρώματα
της Pgp αναμένεται να οδηγήσει σε αύξηση στην έκθεσή τους.
- Δακτυλίτιδα
Διαταραχές του αυτοματισμού (έντονη βραδυκαρδία) και της κολποκοιλιακής
αγωγιμότητας (συνεργική δράση) μπορεί να εμφανιστούν. Επιπρόσθετα,
υπάρχει πιθανότητα αύξησης των επιπέδων της διγοξίνης στο πλάσμα λόγω
μείωσης της κάθαρσης της διγοξίνης.
Θα πρέπει να γίνεται ΗΚΓ, να παρακολουθούνται τα επίπεδα διγοξίνης στο
πλάσμα και οι ασθενείς να ελέγχονται για κλινικές ενδείξεις τοξικότητας από
δακτυλίτιδα. Η ρύθμιση της δόσης της δακτυλίτιδας ίσως είναι απαραίτητη.
-
Dabigatran
Χρειάζεται προσοχή όταν η αμιωδαρόνη συγχορηγείται με dabigatran λόγω του
κίνδυνου αιμορραγίας . Μπορεί να χρειαστεί η προσαρμογή της δοσολογίας του
dabigatran σύμφωνα με την επισήμανσή του.
Υποστρώματα CYP 2 C 9
Η αμιωδαρόνη προκαλεί αύξηση της συγκέντρωσης των υποστρωμάτων CYP2C9
όπως η βαρφαρίνη ή η φαινυτοΐνη λόγω αναστολής του κυτοχρώματος P450
2C9.
- Βαρφαρίνη
Ο συνδυασμός βαρφαρίνης με αμιωδαρόνη μπορεί να επιτείνει τη δράση της
χορηγούμενης από το στόμα αντιπηκτικής θεραπείας με αποτέλεσμα την αύξηση
του κινδύνου αιμορραγίας. Είναι απαραίτητο να γίνεται πιο συχνή
παρακολούθηση των επιπέδων προθρομβίνης (INR) και να ρυθμίζεται η
χορηγούμενη από το στόμα δόση των αντιπηκτικών και κατά τη διάρκεια της
θεραπείας με αμιωδαρόνη και μετά τη διακοπή της.
6
- Φαινυτοΐνη
Ο συνδυασμός φαινυτοΐνης με αμιωδαρόνη μπορεί να οδηγήσει σε
υπερδοσολογία της φαινυτοΐνης με αποτέλεσμα νευρολογικά συμπτώματα. Θα
πρέπει να γίνεται κλινική παρακολούθηση και η δοσολογία της φαινυτοΐνης θα
πρέπει να μειώνεται μόλις εμφανισθούν συμπτώματα υπερδοσολογίας. Τα
επίπεδα της φαινυτοΐνης στο πλάσμα θα πρέπει να προσδιορίζονται.
Υποστρώματα CYP2D6
- Φλεκαΐνίδη
Η αμιωδαρόνη προκαλεί αύξηση της συγκέντρωσης στο πλάσμα της
φλεκαϊνίδης λόγω αναστολής του κυτοχρώματος CYP 2D6. Επομένως η
δοσολογία της φλεκαϊνίδης θα πρέπει να προσαρμόζεται.
Υποστρώματα CYP P450 3A4
Όταν αυτά τα φάρμακα συγχορηγούνται με αμιωδαρόνη, η οποία είναι
αναστολέας του CYP 3A4, αυτό μπορεί να οδηγήσει σε υψηλότερα επίπεδα των
συγκεντρώσεών τους στο πλάσμα και μπορεί να αυξήσει την τοξικότητά τους
- Κυκλοσπορίνη: ο συνδυασμός της με την αμιωδαρόνη μπορεί να αυξήσει
τα επίπεδα κυκλοσπορίνης στο πλάσμα. Η δόση θα πρέπει να ρυθμίζεται.
- Φαιντανύλη: ο συνδυασμός της με την αμιωδαρόνη μπορεί να ενισχύσει
τη φαρμακολογική δράση της φαιντανύλης και να αυξήσει τον κίνδυνο
τοξικότητας.
- Στατίνες: Ο κίνδυνος μυϊκής τοξικότητας (π.χ. ραβδομυόλυση)
αυξάνεται όταν συγχορηγείται αμιωδαρόνη με στατίνες που
μεταβολίζονται από το CYP 3A4 όπως σιμβαστατίνη, ατορβαστατίνη και
λοβαστατίνη. Συνιστάται η χρήση στατίνης που δεν μεταβολίζεται από το
CYP 3A4, όταν χορηγείται με αμιωδαρόνη.
- Άλλα φάρμακα που μεταβολίζονται από το κυτόχρωμα CYP 3A4:
λιδοκαΐνη, τακρόλιμους, σιλντεναφίλη, μιδαζολάμη, τριαζολάμη,
διϋδροεργοταμίνη, εργοταμίνη, σιμετιδίνη, ινδιναβίρη, κολχικίνη.
Επίδραση άλλων φαρμακευτικών προϊόντων στο Angoron
Οι αναστολείς CYP3A4 και CYP2C8 μπορεί ενδεχομένως να αναστείλουν το
μεταβολισμό της αμιωδαρόνης και να αυξήσουν την έκθεσή της.
Συστήνεται να αποφεύγονται οι αναστολείς CYP3A4 (π.χ. χυμός grapefruit και
ορισμένα φαρμακευτικά προϊόντα) κατά τη διάρκεια της θεραπείας με
αμιωδαρόνη.
4.6 Κύηση και γαλουχία
Κύηση
Λόγω της επίδρασης στο θυρεοειδή αδένα των εμβρύων, η αμιωδαρόνη
αντενδείκνυται στην εγκυμοσύνη, εκτός εάν τα οφέλη αντισταθμίζουν τους
κινδύνους.
Γαλουχία
Η αμιωδαρόνη εκκρίνεται στο μητρικό γάλα σε σημαντικές ποσότητες,
επομένως αντενδείκνυται σε θηλάζουσες μητέρες.
4.7 Επιδράσεις στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανών
7
Σύμφωνα με τα δεδομένα ασφάλειας για την αμιωδαρόνη, δεν υπάρχουν
στοιχεία ότι η αμιωδαρόνη επηρεάζει την ικανότητα οδήγησης και χρήσης
μηχανών.
4.8 Ανεπιθύμητες ενέργειες
Οι παρακάτω ανεπιθύμητες ενέργειες έχουν καταταχθεί ανά κατηγορία οργάνου
συστήματος και ιεραρχηθεί ανά συχνότητα με βάση τις ακόλουθες παραδοχές:
πολύ συχνές (≥10%), συχνές (≥1% και <10%), όχι συχνές (≥0,1% και <1%),
σπάνιες (≥0,01% και <0,1%) πολύ σπάνιες (<0,01%), μη γνωστές (δεν μπορούν
να εκτιμηθούν με βάση τα διαθέσιμα δεδομένα).
Διαταραχές του αιμοποιητικού και του λεμφικού συστήματος
Μη γνωστές: Ουδετεροπενία, ακοκκιοκυτταραιμία.
Καρδιακές διαταραχές
Συχνές: βραδυκαρδία, η οποία γενικά είναι ήπια
Πολύ σπάνιες: εμφάνιση αρρυθμίας ή επιδείνωση της ήδη υπάρχουσας, η οποία
μερικές φορές ακολουθείται από καρδιακή ανακοπή (βλ. παραγράφους 4.4.1 και
4.5). Έντονη βραδυκαρδία ή φλεβοκομβική παύση που απαιτεί διακοπή της
αμιωδαρόνης, ειδικά σε ασθενείς με δυσλειτουργία φλεβοκόμβου και/ή σε
ηλικιωμένους ασθενείς
Μη γνωστές: κοιλιακή ταχυκαρδία δίκην ριπιδίου (βλ. παραγράφους 4.4 και
4.5).
Διαταραχές του ενδοκρινικού συστήματος
Μη γνωστές: υπερθυρεοειδισμός
Πολύ σπάνιες: Σύνδρομο απρόσφορης έκκρισης αντιδιουρητικής ορμόνης
(SIADH).
Διαταραχές του γαστρεντερικού
Πολύ σπάνιες: ναυτία
Μη γνωστές: παγκρεατίτιδα/οξεία παγκρεατίτιδα.
Γενικές διαταραχές και καταστάσεις της οδού χορήγησης
Συχνές: αντιδράσεις της θέσης ένεσης όπως άλγος, ερύθημα, οίδημα, νέκρωση,
εξαγγείωση, διήθηση, φλεγμονή, σκλήρυνση, θρομβοφλεβίτις, φλεβίτις,
κυτταρίτις, λοίμωξη, μεταβολές της μελάγχρωσης.
Διαταραχές του ήπατος και των χοληφόρων (βλ. παραγράφους 4.4.1
και 4.4.2)
Πολύ σπάνιες: μεμονωμένη αύξηση, συνήθως μέτρια, των τρανσαμινασών στον
ορό (1,5 έως 3 φορές του φυσιολογικού) στην αρχή της θεραπείας. Μπορεί να
επανέλθουν στο φυσιολογικό με τη μείωση της δόσης ή αυτόματα.
Oξείες ηπατικές διαταραχές με αύξηση των επιπέδων τρανσαμινασών στον ορό
και/ή ίκτερο, συμπεριλαμβανομένης της ηπατικής ανεπάρκειας, η οποία μερικές
φορές μπορεί να είναι θανατηφόρα. (βλ. παράγραφο 4.4.1).
Διαταραχές του ανοσοποιητικού συστήματος
Πολύ σπάνιες: αναφυλακτικό shock
Μη γνωστές: αγγειονευρωτικό οίδημα (οίδημα Quinckes).
Διαταραχές του μυοσκελετικού συστήματος και του συνδετικού ιστού
Μη γνωστές: οσφυαλγία.
8
Διαταραχές του νευρικού συστήματος
Πολύ σπάνιες: καλοήθης ενδοκρανιακή υπέρταση (εγκεφαλικός ψευδο-όγκος),
κεφαλαλγία.
Ψυχιατρικές διαταραχές
Μη γνωστές: Συγχυτική κατάσταση/παραλήρημα, ψευδαίσθηση.
Διαταραχές του αναπαραγωγικού συστήματος και του μαστού
Μη γνωστές: γενετήσια ορμή μειωμένη.
Διαταραχές του αναπνευστικού συστήματος, του θώρακα και του
μεσοθωρακίου
Πολύ σπάνιες: διάμεση πνευμονίτιδα (βλ. παράγραφο 4.4.1), σοβαρές
αναπνευστικές επιπλοκές (σύνδρομο οξείας αναπνευστικής δυσχέρειας
ενηλίκων) μερικές φορές θανατηφόρο (βλ. παραγράφους 4.4.1 και 4.5),
βρογχόσπασμος και/ή άπνοια σε περίπτωση σοβαρής αναπνευστικής
ανεπάρκειας και ιδιαίτερα σε ασθματικούς ασθενείς.
Διαταραχές του δέρματος και του υποδόριου ιστού
Συχνές: έκζεμα
Πολύ σπάνιες: εφίδρωση
Μη γνωστές: κνίδωση, σοβαρές δερματικές αντιδράσεις μερικές φορές
θανατηφόρες όπως τοξική επιδερμική νεκρόλυση (ΤΕΝ), σύνδρομο Stevens-Johnson
(SJS), πομφολυγώδης δερματίτιδα και φαρμακευτική αντίδραση με ηωσινοφιλία
και συστηματικά συμπτώματα (DRESS).
Αγγειακές διαταραχές
Συχνές: Πτώση της αρτηριακής πίεσης, συνήθως μέτρια και παροδική. Έχουν
αναφερθεί περιπτώσεις σοβαρής υπότασης ή κατέρρειψης μετά από
υπερδοσολόγηση ή πολύ γρήγορη ενδοφλέβια ένεση.
Πολύ σπάνιες: εξάψεις.
Αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών
Η αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών μετά από τη χορήγηση
άδειας κυκλοφορίας του φαρμακευτικού προϊόντος είναι σημαντική. Επιτρέπει
τη συνεχή παρακολούθηση της σχέσης οφέλους-κινδύνου του φαρμακευτικού
προϊόντος. Ζητείται από τους επαγγελματίες του τομέα της υγειονομικής
περίθαλψης να αναφέρουν οποιεσδήποτε πιθανολογούμενες ανεπιθύμητες
ενέργειες μέσω του εθνικού συστήματος αναφοράς:
Ελλάδα
Εθνικός Οργανισμός Φαρμάκων
Μεσογείων 284
GR-15562 Χολαργός, Αθήνα
Τηλ: + 30 21 32040380/337
Φαξ: + 30 21 06549585
Ιστότοπος: http :// www . eof . gr
Κύπρος
Φαρμακευτικές Υπηρεσίες
Υπουργείο Υγείας
CY-1475 Λευκωσία
Φαξ: + 357 22608649
Ιστότοπος: www . moh . gov . cy / phs
9
4.9 Υπερδοσολογία
Δεν υπάρχουν διαθέσιμες πληροφορίες σχετικά με την υπερδοσολογία με την
ενδοφλέβια αμιωδαρόνη.
Λίγες πληροφορίες είναι διαθέσιμες σχετικά με την οξεία υπερδοσολογία με την
από του στόματος χορήγηση αμιωδαρόνης. Λίγες περιπτώσεις κολπικής
βραδυκαρδίας, καρδιακού αποκλεισμού, προσβολών κοιλιακής ταχυκαρδίας,
torsade
de
pointes”, κυκλοφορικής ανεπάρκειας και ηπατικής βλάβης έχουν
αναφερθεί.
Η θεραπεία θα πρέπει να είναι συμπτωματική. Ούτε η αμιωδαρόνη, ούτε οι
μεταβολίτες της απομακρύνονται κατά την αιμοδιύλιση.
Τηλ. Κέντρου Δηλητηριάσεων: 210 77 93 777
5. ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
5.1 Φαρμακοδυναμικές ιδιότητες
Φαρμακοθεραπευτική κατηγορία: Αντιαρρυθμικά τάξης ΙΙΙ, κωδικός
ATC: C01BD01
Αντι-αρρυθμικές ιδιότητες
- Παράταση στη φάση 3 του δυναμικού ενέργειας των καρδιακών ινών
οφειλόμενο κυρίως σε μια μείωση της ροής Καλίου (κλάση ΙΙΙ κατά Vaughan
Williams). Αυτή η παράταση του δυναμικού ενέργειας δεν σχετίζεται με την
καρδιακή συχνότητα.
- Μειώνει τον αυτοματισμό του φλεβόκομβου οδηγώντας σε βραδυκαρδία που
δεν ανταποκρίνεται σε χορήγηση ατροπίνης.
- Μη συναγωνιστικη α- και β-αδρενεργική αναστολή.
- Μειώνει την φλεβοκομβική, κολπική και κομβική αγωγιμότητα, ιδιότητα η
οποία είναι πιο έντονη όσο πιο γρήγορος είναι ο ρυθμός.
- Καμία αλλαγή στην ενδοκοιλιακή αγωγιμότητα.
- Αύξηση της ανερέθιστης περιόδου και μείωση της διεγερσιμότητας του
μυοκαρδίου στα επίπεδα του κόλπου, κόμβου και κοιλίας.
- Μείωση της αγωγιμότητας και παράταση της ανερέθιστης περιόδου στις
συμπληρωματικές κολποκοιλιακές οδούς.
Αντι-ισχαιμικές ιδιότητες
- Μέτρια πτώση των περιφερικών αντιστάσεων και μείωση της καρδιακής
συχνότητας που οδηγεί σε ελάττωση της πρόσληψης οξυγόνου.
- Μη συναγωνιστικές α- και β-αδρενεργικές ανταγωνιστικές ιδιότητες.
- Αύξηση της στηθαγχικής παροχής που οφείλεται στην άμεση επίδραση στις
λείες μυϊκές ίνες των αρτηριών του μυοκαρδίου.
- Διατήρηση του όγκου παλμού που οφείλεται σε μείωση της αορτικής πίεσης
και των περιφερικών αντιστάσεων.
Άλλες
- Μειωμένη καρδιακή συσταλτικότητα κυρίως μετά από ενδοφλέβια ένεση.
Επιπλέον, όταν η αμιωδαρόνη χρησιμοποιείται για καρδιοαναπνευστική
ανάνηψη:
Η ασφάλεια και η αποτελεσματικότητα της ενδοφλέβιας αμιωδαρόνης σε
ασθενείς με εξωνοσοκομειακή καρδιακή ανακοπή λόγω κοιλιακής μαρμαρυγής
ανθεκτικής στην ηλεκτρική ανάταξη έχουν αξιολογηθεί σε δύο διπλές-τυφλές
μελέτες: την ARREST, μία μελέτη σύγκρισης μεταξύ αμιωδαρόνης και placebo και
10
την ALIVE, μία μελέτη σύγκρισης μεταξύ αμιωδαρόνης και λιδοκαΐνης. Το
πρωτεύον τελικό σημείο και των δύο μελετών ήταν η επιβίωση κατά την είσοδο
στο νοσοκομείο.
Στη μελέτη ARREST, 504 ασθενείς με εξω-νοσοκομειακή καρδιακή ανακοπή
οφειλόμενη σε κοιλιακή μαρμαρυγή ή σε άσφυγμη κοιλιακή ταχυκαρδία
ανθεκτική σε τρεις ή περισσότερους απινιδισμούς και επινεφρίνη,
τυχαιοποιήθηκαν σε 300 mg αμιωδαρόνης σε 20 ml διαλύματος δεξτρόζης 5%
ταχέως ενιόμενης σε περιφερική φλέβα (246 ασθενείς) ή σε placebo (258
ασθενείς). Από τους 197 ασθενείς (39%) οι οποίοι επέζησαν για να εισαχθούν
στο νοσοκομείο, η αμιωδαρόνη αύξησε σημαντικά την πιθανότητα ανάνηψης
και εισαγωγής στο νοσοκομείο: 44% στην ομάδα της αμιωδαρόνης και 34%
στην ομάδα του placebο αντίστοιχα, p = 0,03. Μετά από έλεγχο άλλων
ανεξάρτητων παραγόντων κινδύνου, η προσαρμοσμένη αναλογία επιβίωσης
κατά την είσοδο στο νοσοκομείο στην ομάδα της αμιωδαρόνης συγκριτικά με
την ομάδα placebo ήταν 1,6% (διάστημα εμπιστοσύνης 95%, 1,1 έως 2,4, p =
0,02). Περισσότεροι ασθενείς στην ομάδα της αμιωδαρόνης από ότι στην ομάδα
placebo είχαν υπόταση (59% έναντι 25%, p = 0,04) ή βραδυκαρδία (41% έναντι
25%, p = 0,004).
Στη μελέτη ALIVE, 347 ασθενείς με κοιλιακή μαρμαρυγή ανθεκτική σε τρεις
απινιδισμούς, επινεφρίνη και έναν επιπλέον απινιδισμό ή με υποτροπή
κοιλιακής μαρμαρυγής μετά από αρχικά επιτυχημένο απινιδισμό,
τυχαιοποιήθηκαν ώστε να λάβουν αμιωδαρόνη (5 mg ανά kg υπολογισθέντος
βάρους σώματος σε διάλυμα 30 ml δεξτρόζης 5%) και λιδοκαΐνη ελεγχόμενοι με
placebo, ή λιδοκαΐνη (1,5 mg ανά kg σε συγκέντρωση των 10 mg ανά ml) και
αμιωδαρόνη ελεγχόμενοι με placebo που περιέχει τον ίδιο διαλύτη (polysorbate 80).
Από τους 347 ασθενείς που εισήχθηκαν, η αμιωδαρόνη αύξησε σημαντικά την
πιθανότητα ανάνηψης και εισαγωγής στο νοσοκομείο: 22,8% στην ομάδα της
αμιωδαρόνης (41 ασθενείς από τους 180) και 12% στην ομάδα της λιδοκαΐνης
(20 ασθενείς από τους 167), p = 0,009. Μετά από ρύθμιση άλλων παραγόντων
οι οποίοι μπορεί να επηρεάσουν την πιθανότητα επιβίωσης, η προσαρμοσμένη
αναλογία επιβίωσης κατά την είσοδο στο νοσοκομείο σε δέκτες αμιωδαρόνης
συγκριτικά με δέκτες λιδοκαΐνης ήταν 2,49 (διάστημα εμπιστοσύνης 95%, 1,28
έως 4,85, p = 0,007). Δεν υπήρχαν διαφορές μεταξύ των ομάδων θεραπείας στις
αναλογίες των ασθενών που χρειάστηκαν θεραπεία της βραδυκαρδίας με
ατροπίνη ή της ανόδου της αρτηριακής πίεσης με ντοπαμίνη ή στις αναλογίες
των ασθενών που λάμβαναν λιδοκαΐνη ανοιχτά. Η αναλογία των ασθενών
στους οποίους προκλήθηκε ασυστολία μετά τον απινιδισμό που ακολούθησε τη
χορήγηση του φαρμάκου της αρχικής μελέτης ήταν σημαντικά υψηλότερη στην
ομάδα της λιδοκαΐνης (28,9%) σε σχέση με την ομάδα της αμιωδαρόνης
(18,4%), p = 0,04.
Δεν έχουν πραγματοποιηθεί ελεγχόμενες δοκιμές σε παιδιά.
Σε δημοσιευμένες δοκιμές, αξιολογήθηκε η ασφάλεια της αμιωδαρόνης σε 1118
παιδιατρικούς ασθενείς με ποικίλες αρρυθμίες. Η παρακάτω δοσολογία
χρησιμοποιήθηκε σε κλινικές δοκιμές σε παιδιά.
Δισκία
11
- Δόση φόρτισης: 10 έως 20 mg/kg/day για 7 έως 10 ημέρες 500 mg/m
2
/day
εκφραζόμενο ανά τετραγωνικό μέτρο).
- Δόση συντήρησης: η ελάχιστη αποτελεσματική δόση θα πρέπει να
χρησιμοποιείται, ανάλογα με την απόκριση του ασθενούς, που μπορεί να
κυμαίνεται μεταξύ 5 και 10 mg/kg/day (ή 250 mg/m
2
/day εκφραζόμενο ανά
τετραγωνικό μέτρο)
Ενέσιμο διάλυμα
- Δόση φόρτισης: 5 mg/kg βάρους σώματος για διάστημα από 20 λεπτά έως 2
ώρες,
- Δόση συντήρησης: 10 έως 15 mg/kg/day από λίγες ώρες έως μερικές ημέρες
Ένα χρειαστεί, η από του στόματος χορήγηση μπορεί να ξεκινήσει ταυτόχρονα
στη συνήθη δόση φόρτισης.
5.2 Φαρμακοκινητικές ιδιότητες
Η αμιωδαρόνη μεταβολίζεται κυρίως από τα CYP 3 A 4 καθώς επίσης και από το
CYP 2 C 8. Η αμιωδαρόνη και ο μεταβολίτης της, desethylamiodarone, έχουν τη
δυνατότητα in
vitro
να αναστέλλουν τα CYP1A1, CYP1A2, CYP2C9, CYP2C19,
CYP 2 D 6, CYP3A4, CYP2A6, CYP2B6 και 2C8. Η αμιωδαρόνη και η desethylamiodarone
έχουν επίσης τη δυνατότητα αναστολής κάποιων μεταφορέων όπως η P-gp και ο
οργανικός κατιονικός μεταφορέας (OCT2) (Μία μελέτη δείχνει μία αύξηση στη
συγκέντρωση της κρεατινίνης (OCT2 υπόστρωμα). Δεδομένα in vivo περιγράφουν
τις αλληλεπιδράσεις στα υποστρώματα CYP 3 A 4, CYP2C9, CYP2D6 και P-gp.
Μετά την ένεση τα επίπεδα της αμιωδαρόνης στο αίμα μειώνονται αμέσως
καθώς γίνεται ο εμποτισμός των ιστών. Η αποτελεσματικότητα φθάνει στο
μέγιστο 15 λεπτά μετά την ένεση και κατόπιν μειώνεται στις επόμενες 4 ώρες.
Σε περίπτωση που δεν επαναλαμβάνεται η ένεση το φάρμακο αποβάλλεται
προοδευτικά. Οι εναποθέσεις στους ιστούς διατηρούνται όταν οι ενέσεις
επαναλαμβάνονται ή η θεραπεία συνεχίζεται από το στόμα.
Δεν έχουν πραγματοποιηθεί ελεγχόμενες δοκιμές σε παιδιά. Από τα
περιορισμένα στοιχεία που έχουν δημοσιευτεί και είναι διαθέσιμα για τους
παιδιατρικούς ασθενείς, δεν επισημάνθηκαν διαφορές σε σύγκριση με τους
ενήλικες.
5.3 Προκλινικά δεδομένα για την ασφάλεια
Σε μια μελέτη καρκινογένεσης σε επίμυες, διάρκειας 2-ετών, η αμιωδαρόνη
προκάλεσε αύξηση των θυλακιωδών όγκων του θυρεοειδούς (αδενώματα ή / και
καρκινώματα) και στα δύο φύλα σε κλινικά σχετικές εκθέσεις. Δεδομένου ότι
τα ευρήματα για μεταλλαξιογένεση ήταν αρνητικά, ένας επιγενετικός, αντί για
γονοτοξικός, μηχανισμός προτείνεται για αυτό το είδος της επαγωγής του
όγκου. Σε ποντίκι, δεν παρατηρήθηκαν καρκινώματα, αλλά παρατηρήθηκε μια
δοσοεξαρτώμενη υπερπλασία των θυλακίων του θυρεοειδούς. Αυτές οι
επιπτώσεις στο θυρεοειδή σε επίμυες και ποντίκια είναι πιο πιθανόν να
οφείλεται σε επιδράσεις της αμιωδαρόνης για την σύνθεση και/ή απελευθέρωση
12
των ορμονών του θυρεοειδούς αδένα. Η σημασία αυτών των ευρημάτων για τον
άνθρωπο είναι χαμηλή.
6. ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
6.1 Κατάλογος εκδόχων
Βενζυλική αλκοοόλη, Πολυσορβικό 80, Ύδωρ για ενέσιμα.
6.2 Ασυμβατότητες
Η χρήση ιατρικού εξοπλισμού ή εξαρτημάτων που περιέχουν πλαστικοποιητές
όπως το DEHP (di-2-ethylhexylphthalate) παρουσία αμιωδαρόνης, μπορεί να οδηγήσει
σε διάχυση του DEHP στο διάλυμα της αμιωδαρόνης. Για να ελαχιστοποιηθεί η
έκθεση του ασθενή στο DEHP, το τελικό διάλυμα αμιωδαρόνης προς έγχυση θα
πρέπει, κατά προτίμηση, να μη χορηγείται μέσω συσκευών που περιέχουν DEHP.
Βλ. παράγραφο 6.6.
6.3 Διάρκεια ζωής
2 χρόνια.
6.4 Ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά την φύλαξη του προϊόντος
Οι φύσιγγες θα πρέπει να φυλάσσονται σε θερμοκρασία μικρότερη των 25C και
να προστατεύονται από το φως.
6.5 Φύση και συστατικά του περιέκτη
Διαφανείς γυάλινες φύσιγγες τύπου Ι που περιέχουν το διάλυμα.
Χαρτονένιο κουτί που φέρει τις απαραίτητες επισημάνσεις και περιλαμβάνει 6
φύσιγγες των 3 ml εκάστη και τις οδηγίες χρήσεως.
6.6 Οδηγίες χρήσης και χειρισμού
Λόγω των φαρμακευτικών χαρακτηριστικών του, θα πρέπει να μη
χρησιμοποιούνται περιεκτικότητες μικρότερες από 600 mg/l. Πρέπει να
χρησιμοποιείται μόνο διάλυμα δεξτρόζης 5%.
Δεν πρέπει να αναμιγνύονται άλλα παρασκευάσματα στο διάλυμα έγχυσης.
7. ΚΑΤΟΧΟΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
sanofi-aventis AEBE
Λ. Συγγρού 348, Κτίριο Α
176 74 Καλλιθέα
8. ΑΡΙΘΜΟΣ(ΟΙ) ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
A6a/3174/6045/22-03-79
13
9. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΡΩΤΗΣ ΕΓΚΡΙΣΗΣ/ΑΝΑΝΕΩΣΗΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ
Ημερομηνία πρώτης έγκρισης: 22 Μαρτίου 1979
Ημερομηνία τελευταίας ανανέωσης: 27 Μαΐου 2008
10. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
14