πιθανή αιτιολογική συσχέτιση με τη χορήγηση Ferrum Hausmann
.
Διαταραχές του γαστρεντερικού συστήματος
Πολύ σπάνιες (≥ 0,001% και < 0,01%):
Κοιλιακό άλγος, δυσκοιλιότητα, διάρροια, ναυτία, επιγαστραλγία, δυσπεψία και έμετος.
Διαταραχές του δέρματος και του υποδόριου ιστού
Πολύ σπάνιες (≥ 0,001% και < 0,01%):
Κνίδωση, εξάνθημα, κνησμός.
Χρώση των κοπράνων λόγω αποβολής του σιδήρου δεν έχει κλινική σημασία.
4.9 Υπερδοσολογία
Κατά τη διάρκεια των πρώτων 6-8 ωρών από τη λήψη υπερβολικής δόσης αλάτων σιδήρου, ο
ασθενής μπορεί να παρουσιάσει επιγαστρικό άλγος, ναυτία, έμετο, διάρροια και αιματέμεση
τα οποία συνοδεύονται συχνά από υπνηλία, ωχρότητα, κυάνωση, καταπληξία μέχρι και
κώμα. Η θεραπεία πρέπει να αρχίσει όσο το δυνατόν πιο γρήγορα και συνιστάται η χορήγηση
ενός εμετικού, μετά τη χορήγηση του οποίου πιθανό να χρειαστεί πλύση στομάχου, καθώς
και κατάλληλη υποστηρικτική θεραπεία.
Τηλέφωνο Κέντρου Δηλητηριάσεων: 210 7793777.
5. ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
Φαρμακοθεραπευτική κατηγορία: Αντιαναιμικό
Κωδικός ATC: Β03ΑΒ05
5.1 Φαρμακοδυναμικές ιδιότητες
Οι πυρήνες υδροξειδίου του σιδήρου (III) περιβάλλονται επιφανειακά από έναν αριθμό μη
ομοιοπολικά συνδεδεμένων μορίων πολυμαλτόζης που έχει ως αποτέλεσμα ολική μοριακή
μάζα (M
w
) του συμπλόκου περίπου 50 kD, η οποία είναι τόσο μεγάλη ώστε η διάχυση δια
μέσου της μεμβράνης του βλεννογόνου να είναι περίπου 40 φορές μικρότερη από αυτή της
μονάδας του δισθενούς σιδήρου. Το σύμπλοκο είναι σταθερό και δεν αποδεσμεύει σίδηρο σε
μορφή ιόντων υπό φυσιολογικές συνθήκες. Ο σίδηρος του συμπλόκου απορροφάται με
ελεγχόμενο μηχανισμό. Ο απορροφώμενος σίδηρος αποθηκεύεται κυρίως στο ήπαρ, όπου
είναι συνδεδεμένος με φερριτίνη. Εν συνεχεία στο μυελό των οστών ενσωματώνεται στην
αιμοσφαιρίνη.
Το σύμπλοκο πολυμαλτόζης και υδροξειδίου του σιδήρου δεν έχει προοξειδωτικές ιδιότητες
όπως τα άλατα του δισθενούς σιδήρου. Η ευαισθησία των λιποπρωτεϊνών όπως VLDL +
LDL στην οξείδωση είναι μειωμένη.
Το Ferrum Hausmann
δεν χρωματίζει την αδαμαντίνη των δοντιών.
5.2 Φαρμακοκινητικές ιδιότητες
Μελέτες που χρησιμοποιούν τεχνικές δύο ισοτόπων (
55
Fe και
59
Fe) δείχνουν ότι η
απορρόφηση σιδήρου μετρούμενη ως αιμοσφαιρίνη στα ερυθροκύτταρα είναι αντίστροφα
ανάλογη με τη χορηγούμενη δόση (όσο μεγαλύτερη η δόση, τόσο μικρότερη η απορρόφηση).
Υπάρχει στατιστικά αρνητική συσχέτιση μεταξύ του βαθμού της σιδηροπενίας και της
ποσότητας του απορροφώμενου σιδήρου (όσο μεγαλύτερη η σιδηροπενία, τόσο καλύτερη η
απορρόφηση). Η μέγιστη απορρόφηση σιδήρου λαμβάνει χώρα στο δωδεκαδάκτυλο και στη
νήστιδα. Ο σίδηρος που δεν απορροφάται απομακρύνεται μέσω των κοπράνων. Η
απομάκρυνση μέσω της αποφολίδωσης των επιθηλιακών κυττάρων του γαστρεντερικού
σωλήνα και του δέρματος καθώς και μέσω του ιδρώτα, της χολής και των ούρων ανέρχεται
σε περίπου 1 mg σιδήρου ημερησίως. Για τις γυναίκες, η απώλεια σιδήρου λόγω της εμμήνου
ρύσεως πρέπει επίσης να λαμβάνεται υπόψη.
R:\ANNEXES\FERRUM TABS\spc 0001. 67129_22092009. ferrum hausmann tab.doc Page 3 of 5