Στην τενοντίτιδα, στην μυοσίτιδα, στην συνδετικίτιδα, την τενοντοθηκίτιδα, την περιτονίτιδα και τις
περιαρθρικές φλεγμονώδεις καταστάσεις, συνιστώνται στις περισσότερες περιπτώσεις τρεις ή
τέσσερις τοπικές ενέσεις του 1 ml έκαστη, σε διαστήματα μιας ή δύο εβδομάδων. Η ένεση θα πρέπει
μάλλον να πραγματοποιείται στα προσβεβλημένα τενόντια έλυτρα παρά στους ίδιους τους τένοντες.
Στις περιαρθρικές φλεγμονώδεις καταστάσεις, η επώδυνη περιοχή θα πρέπει να διηθείται. Στα γάγγλια
των αρθρικών θυλάκων, γίνεται ένεση 0.5 ml, απευθείας μέσα στις κύστεις των γαγγλίων.
Στην ρευματοειδή αρθρίτιδα και στην οστεοαρθρίτιδα, η ανακούφιση από τον πόνο, την ευαισθησία
και την δυσκαμψία μπορεί να εκδηλωθούν σε 2 ως 4 ώρες μετά την ενδοαρθρική έγχυση. Η
δοσολογία κυμαίνεται από 0.25 ως 2 ml, ανάλογα με το μέγεθος της αρθρώσεως που θα γίνει η ένεση:
στις πολύ μεγάλες αρθρώσεις (ισχίο) 1 με 2 ml. Μεγάλες αρθρώσεις (γόνατο, ποδοκνημική και ώμος),
1 ml. Αρθρώσεις μεσαίου μεγέθους (αγκώνας και καρπός) 0.5 με 1 ml. Και μικρές αρθρώσεις
(αρθρώσεις του χεριού και του θώρακα) 0.25 με 0.5 ml. Η ανακούφιση διαρκεί συνήθως από 1 ως 4 ή
περισσότερες εβδομάδες. Χρησιμοποιώντας άσηπτη τεχνική, μια βελόνα των 29 ως 24 G
προσαρμοσμένη σε μια άδεια σύριγγα αναρροφήσεως, εισάγεται στην αρθρική κοιλότητα και
αναρροφούνται μερικές σταγόνες του αρθρικού υγρού, ούτως ώστε να επιβεβαιωθεί ότι η βελόνα
βρίσκεται μέσα στην άρθρωση. Η σύριγγα αναρροφήσεως αντικαθίσταται με την σύριγγα που
περιέχει το Celestone Chronodose Injection και στην συνέχεια γίνεται η ένεση μέσα στην άρθρωση.
Μέρος της χορηγούμενης δόσης του Celestone Chronodose Injection απορροφάται συστηματικά μετά
από ενδοαρθρική ένεση. Γι΄ αυτό σε ασθενείς που γίνεται παράλληλη αγωγή με κορτικοστεροειδή,
παρεντερικά ή από το στόμα, και ειδικότερα σ΄ αυτούς που χορηγούνται μεγάλες δόσεις, θα πρέπει να
λαμβάνεται υπ΄ όψη η συστηματική απορρόφηση του φαρμάκου που χορηγείται ενδοαρθρικά.
Κατά τη διάρκεια της αγωγής μέσα στις αλλοιώσεις, 0.2ml/cm2 του Celestone Chronodose Injection
ενίονται ενδοδερμικά (όχι υποδορίως) χρησιμοποιώντας μια σύριγγα φυματίνης με βελόνα 25 G, ½
Ίντσας (1.27 cm). Χρειάζεται προσοχή ώστε να πραγματοποιείται μια ομοιόμορφή ενδοδερμική
εναπόθεση τοτ φαρμάκου. Η συνολική ποσότητα που ενίεται εβδομαδιαίως σε όλες τιε περιοχές δεν
θα πρέπει να ξεπερνά το 1 ml.
Το Celestone Chronodose Injection είναι επίσης αποτελεσματικό στην αγωγή των ανταποκρινόμενων
στα κορτικοστεροειδή παθήσεων του ποδιού. Η θυλακίτιδα κάτω από τον σκληρό κάλο, έχει τεθεί υπό
έλεγχο με δύο διαδοχικές ενέσεις των 0.25ml η κάθε μία. Σε καταστάσεις όπως το άκαμπτο μεγάλο
δάκτυλο του ποδιού (καμπτική παραμόρφωση του μεγάλου δακτύλου), το ραιβό μικρό δάκτυλο του
ποδιού (απόκλιση προς τα μέσα του πέμπτου δακτύλου) και η οξεία ουρική αρθρίτιδα, η έναρξη της
ανακουφίσεως μπορεί να είναι ταχύτατη. Για τις περισσότερες εγχύσεις στο πόδι, είναι κατάλληλη μια
σύριγγα φυματίνης με μια βελόνα 25 G, με μήκος ¾ ίντσας (1.90 cm). Στις περισσότερες ποδιατρικές
καταστάσεις, συνιστώνται δόσεις από 0.25 ως 0.5ml σε διαστήματα τριών ως επτά ημερών. Στην
οξεία ουρική αρθρίτιδα μπορεί να χρειασθούν δόσεις έως και 1ml.
4.3 Αντενδείξεις
Όπως με τα άλλά κορτικοστεροειδή, το Celestone Chronodose Injection αντενδείκνυται στις
συστηματικές μυκητιάσεις. Δεν θα πρέπει να γίνεται ένεση με κορτικοστεροειδή σε ασταθείς
αρθρώσεις, περιοχές που υπάρχει λοίμωξη ή στα μεσοσπονδύλια διαστήματα. Αναλυτικά οι
παρενέργειες των κορτικοστεροειδών είναι:
Παρενέργειες: Υπεργλυκαιμία και γλυκοζουρία (διαβητογόνος ενέργεια) ιδιαίτερα σε άτομα με
οικογενειακό ιστορικό σακχαρώδη διαβήτη. Κατακράτηση νατρίου και νερού με επακόλουθο οίδημα
και υπέρταση (τήρηση ανάλατης δίαιτας). Αρνητικό ισοζύγιο αζώτου και ασβεστίου με απώλεια των
λευκωμάτων του αίματος και οστεοπόρωση. Αποβολή καλίου με επακόλουθο υποκαλιαιμική
αλκάλωση (σε παρατρεχάμενη χορήγηση είναι σκόπιμη η χορήγηση χλωριούχου καλίου). Σύνδρομο
δασυτριχισμού και ακμής. Κλινική εικόνα ή προσωπείο συνδρόμου Cushing, σε παρατεταμένη
χορήγηση. Μείωση της αντιστάσεως του οργανισμού στις λοιμώξεις. Επιβράδυνση επουλώσεως
εγχειρητικής ουλής και τραυμάτων. Παρατεταμένη χορήγηση ενδέχεται να προκαλέσει ατροφία του
φλοιού των επινεφριδίων, λόγω αναστολής εκκρίσεων της ενδογενούς φλοιοεπινεφριδιοτρόπου
ορμόνης (ACTH) της υπόφυσης. Ως εκ τούτου επιβάλλεται επί διακοπής του φαρμάκου, η
προοδευτική μείωση των χορηγούμενων δόσεων. Είναι σκόπιμη η διακοπή πρώτα της βραδυνής
δόσης (αποκατάσταση του άξονα υποθάλαμος – υπόφυση – επινεφρίδια). Μείωση του ρυθμού