Στην περίπτωση που ένας ιατρός αποφασίσει την χορήγηση αντιπηκτικής
αγωγής στο πλαίσιο εφαρμογής επισκληρίδιου ή νωτιαίας αναισθησίας, θα
πρέπει να ασκείται ύψιστη επαγρύπνηση και συχνή παρακολούθηση για την
ανίχνευση σημείων και συμπτωμάτων νευρολογικής βλάβης, όπως πόνος στην
πλάτη, αισθητικά και κινητικά ελλείμματα (μούδιασμα και αδυναμία στα κάτω
άκρα) και δυσλειτουργία του εντέρου ή της ουροδόχου κύστης. Οι νοσοκόμες θα
πρέπει να εκπαιδεύονται για να ανιχνεύουν αυτά τα σημεία και συμπτώματα.
Οι ασθενείς θα πρέπει να καθοδηγούνται να ενημερώσουν άμεσα μια νοσοκόμα
ή έναν κλινικό ιατρό, εάν αντιμετωπίσουν κάποιο από αυτά. Αν υπάρχει
υποψία σημείων ή συμπτωμάτων επισκληρίδιου ή νωτιαίου αιματώματος, θα
πρέπει να ξεκινήσει επείγουσα διάγνωση και θεραπεία, συμπεριλαμβανομένης
αποσυμπίεσης του νωτιαίου μυελού.
Η ηπαρίνη δεν πρέπει να χορηγείται με ενδομυϊκή ένεση, εξ’ αιτίας του
κινδύνου δημιουργίας αιματώματος. Εξ’ αιτίας του κινδύνου δημιουργίας
αιματώματος, η ταυτόχρονη χρήση ενδομυϊκών ενέσεων θα πρέπει να
αποφεύγεται.
Εξ’ αιτίας του κινδύνου εμφάνισης ανοσολογικής θρομβοκυττοπενίας
επαγόμενης από ηπαρίνη (τύπου II), θα πρέπει να μετράται ο αριθμός των
αιμοπεταλίων πριν την έναρξη της θεραπείας και περιοδικά στη συνέχεια. Η
Heparin LEO® πρέπει να διακόπτεται σε ασθενείς που αναπτύσσουν
ανοσολογική θρομβοκυττοπενία επαγόμενη από ηπαρίνη (τύπου II) (βλέπε
παραγράφους 4.3 και 4.8). Ο αριθμός των αιμοπεταλίων συνήθως θα
ομαλοποιηθεί εντός 2 έως 4 εβδομάδων μετά τη διακοπή.
Δεν πρέπει να χρησιμοποιείται χαμηλού μοριακού βάρους ηπαρίνη ως
εναλλακτική της ηπαρίνης σε περίπτωση εμφάνισης ανοσολογικής
θρομβοκυττοπενίας επαγόμενης από ηπαρίνη (τύπου II).
Τα προϊόντα ηπαρίνης μπορεί να καταστείλουν την επινεφριδιακή έκκριση
αλδοστερόνης που οδηγεί σε υπερκαλιαιμία (βλέπε παράγραφο 4.8). Στους
παράγοντες κινδύνου περιλαμβάνονται ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη,
χρόνια νεφρική ανεπάρκεια, προϋπάρχουσα μεταβολική οξέωση, αυξημένο
κάλιο του ορού πριν την έναρξη της θεραπείας, ταυτόχρονη θεραπεία με
φάρμακα τα οποία μπορεί να αυξήσουν το επίπεδο καλίου στο πλάσμα και
μακροχρόνια χρήση της ηπαρίνης (βλέπε παράγραφο 4.5).
Σε ασθενείς που διατρέχουν κίνδυνο, θα πρέπει να μετρούνται τα επίπεδα του
καλίου πριν την έναρξη της Heparin LEO® και να παρακολουθούνται τακτικά
στη συνέχεια. Η υπερκαλιαιμία που σχετίζεται με την ηπαρίνη είναι συνήθως
αναστρέψιμη μετά τη διακοπή της θεραπείας, ωστόσο μπορεί να χρειαστεί να
εξεταστεί η εφαρμογή άλλων μεθόδων εάν η θεραπεία με ηπαρίνη θεωρείται
ζωτικής σημασίας, (π.χ. μείωση της πρόσληψης καλίου, διακοπή άλλων
φαρμάκων που μπορεί να επηρεάζουν την ισορροπία του καλίου).
Η Heparin LEO® περιέχει benzyl alcohol, methylparaben E218, propylparapen E216 και
sodium ως έκδοχα.
Τα methylparaben E218 και propylparapen E216 μπορούν να προκαλέσουν
αλλεργικές αντιδράσεις (πιθανώς καθυστερημένες), και κατ' εξαίρεση,
βρογχόσπασμο.
Η βενζυλική αλκοόλη μπορεί να προκαλέσει τοξικές και αναφυλακτικές
αντιδράσεις σε βρέφη και παιδιά έως 3 χρονών (βλέπε παράγραφο 4.3).