ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΙΟΝΤΟΣ
1. ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
Heparin LEO
2. ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ
1 ml διαλύματος περιέχει 5.000 IU Heparin Sodium
Έκδοχα με γνωστές δράσεις: Benzyl Alcohol 10 mg,
Methylparaben E218 1 mg,
Propylparaben E216 0.2 mg
Sodium Citrate Dihydrate 5 mg,
Sodium Chloride 4 mg
Για τον πλήρη κατάλογο των εκδόχων, βλ. παράγραφο 6.1.
3. ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ
Ενέσιμο διάλυμα.
Άχρωμο ή υποκίτρινο υδατικό διάλυμα.
4. ΚΛΙΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
4.1 Θεραπευτικές ενδείξεις
Α. Με στόχο τη θεραπεία :
1. Θρόμβωση των εν τω βάθει φλεβών ναστολή επέκτασης της
θρόμβωσης και μείωση της πιθανότητας πνευμονικής εμβολής)
2. μ μΠνευ ονική ε βολή
3. Οξεία περιφερική αρτηριακή απόφραξη
4. Μερικές περιπτώσεις διάχυτης ενδαγγειακής πήξης (εάν υπάρχει
θρόμβωση και ιδίως αν έχει αναπτυχθεί νεφρική δυσλειτουργία) με την
πρόσθετη βασική προϋπόθεση ότι έχει ήδη επιτευχθεί αιμόσταση.
5. Ασταθής στηθάγχη, μη θρομβολυμένο οξύ έμφραγμα μυοκαρδίου,
διάχυτη ενδαγγειακή πήξη.
Β. Με στόχο την προφύλαξη
1. Προφύλαξη προεγχειρητικώς, από την πιθανότητα εμφάνισης
μετεγχειρητικής θρόμβωσης σε ασθενείς “υψηλού κινδύνου” που θα
υποστούν γενικής φύσεως χειρουργικές επεμβάσεις. ς ασθενείς “υψηλού
κινδύνου θεωρούνται π.χ. οι παχύσαρκοι, οι πάσχοντες από κακοήθη
νοσήματα, οι έχοντες ιστορικό εν των βάθει φλεβικής θρόμβωσης ή
πνευμονικής εμβολής, οι ηλικίας >60 ετών, οι ασθενείς με εγκατεστημένη
θρομβοφιλική διαταραχή, οι ασθενείς που υπόκεινται σε μείζονες ή
περίπλοκες χειρουργικές επεμβάσεις).
2. Σε χειρουργικές επεμβάσεις καρδιάς και αρτηριών, καθώς επίσης και σε
ορισμένες περιπτώσεις εγκεφαλικών επεισοδίων ρομβωτικών, μη
αιμορραγικών).
3. Συμπληρωματικώς στο οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου (οπότε η χορήγηση
της ηπαρίνης γίνεται ενδοφλεβίως μετά το πέρας της θρομβόλυσης για 3-4
ημέρες).
4. Σε κολπική μαρμαρυγή με εμβολικά επεισόδια.
5. Διατήρηση της βατότητας συσκευών έγχυσης που θα παραμείνουν άνω των 48
ωρών.
6. Εξωσωματική κυκλοφορία, αιμοκάθαρση, ενδοαορτική αντλία, συνεχής
αρτηριοφλεβική αιμοδιήθηση.
7. Ασθενείς με τεχνητή βαλβίδα στην καρδιά, που πρόκειται να υποβληθούν
σε χειρουργική επέμβαση ή βρίσκονται στο τελευταίο στάδιο της κυήσεως.
4.2. Δοσολογία και Τρόπος Χορήγησης
) Αντιμετώπιση με στόχο την θεραπεία (οι περιπτώσεις 4.1.α και 4.1.β 5,6,7):
Νατριούχος ηπαρίνη
Αρχική δόση φόρτισης: 5000 I.U. bolus ενδοφλεβίως. Ακολουθεί συνεχής
ενδοφλέβια έγχυση διαλύματος σε δόση 1000 I.U./h και αναπροσρμογή της δόσης
ανά 6-8 ώρες, ανάλογα τον χρόνο aPTT (χρόνος μερικώς ενεργοποιημένης
θρομβοπλαστίνης) ο οποίος πρέπει να διατηρείται 2-2,5 φορές μεγαλύτερος του
ανωτέρου φυσιολογικού.
Σε παιδιά & νεαρούς ενήλικες η αντιμετώπιση με στόχο τη θεραπεία γίνεται με
χορήγηση μικρότερης δόσης φόρτισης και μετά 15-25 I.U./kg/h με ενδοφλέβια
εγχυση.
) Αντιμετώπιση με στόχο την προφύλαξη (οι περιπτώσεις 4.11,2,3,4):
Νατριούχος ηπαρίνη
Σύμφωνα με την περίπτωση (Α) και διατήρηση του aPTT 1,5-2 φορές μεγαλύτερο
του φυσιολογικού.
ΤΡΟΠΟΣ ΧΟΡΗΓΗΣΗΣ
Τα σκευάσματα νατριούχου ηπαρίνης πρέπει να χορηγούνται μόνο ενδοφλεβίως:
μια αρχική δόση bolus και ακολούθως ενδοφλέβια στάγδην έγχυση (με τη χρήση
αντλίας εγχύσεως). Δεν ενδείκνυται πλέον η διαλείπουσα ενδοφλέβια χορήγηση
ηπαρίνης.
Σημαντική παρατήρηση:
Η ηπαρίνη είναι πολύτιμο φάρμακο, αλλά για τη χρησιμοποίησή του απαιτούνται
ειδικές γνώσεις, διότι συχνότατα αντιμετωπίζει απειλητικές για τη ζωή
παθολογικές καταστάσεις, αλλά και μπορεί να επιφέρει στον οργανισμό σοβαρές
ανεπιθύμητες ενέργειες. Η χορήγησή της πρέπει να γίνεται απο εξειδικευμένο
προσωπικό υπό την επίβλεψη γιατρού. Η ανάγκη συχνού εργαστηριακού έλεγχου
και η πιθανότητα αντιμετώπισης επιπλοκών επιβάλλει τη χορήγησή της μόνο σε
οργανωμένη υγειονομική μονάδα.
Τρόπος διάθεσης: Μόνο για Νοσοκομειακή χρήση.
4.3. Αντενδείξεις
Υπερευαισθησία στη δραστική ουσία ή σε κάποιο από τα έκδοχα που αναφέρονται
στην παράγραφο 6.1.
Ενεργός ή ιστορικό ανοσολογικής επαγόμενης από ηπαρίνη θρομβοκυττοπενίας
ύπου ΙΙ) (βλέπε παράγραφο 4.4).
Ενεργή μείζονα αιμορραγία και παράγοντες κινδύνου για μείζονα αιμορραγία.
Σηπτική ενδοκαρδίτιδα.
Ιδιαίτερα στους ασθενείς που λαμβάνουν ηπαρίνη για θεραπεία αντί για
προφύλαξη, η τοπική-περιοχική αναισθησία σε προγραμματισμένες χειρουργικές
επεμβάσεις αντενδείκνυται. Επιπλέον, σε ασθενείς που λαμβάνουν θεραπευτικές
δόσεις ηπαρίνης, αντενδείκνυται η εισαγωγή επισκληρίδιου καθετήρα. Αφαίρεση
ή χειρισμός του επισκληρίδιου καθετήρα πρέπει να γίνεται μόνο όταν το όφελος
υπερτερεί του κινδύνου (βλέπε παράγραφο 4.4).
Η Heparin LEO® περιέχει 10 mg/ml του συντηρητικού βενζυλική αλκοόλη (benzyl
alcohol). Αυτό δεν πρέπει να χορηγείται σε πρόωρα βρέφη και νεογνά λόγω του
κινδύνου εμφάνισης gasping syndrome.
Δεν πρέπει επίσης να χορηγείται μετά από χειρουργική επέμβαση στον εγκέφαλο,
οφθαλμό και νωτιαίο μυελό και σε αρρώστους στους οποίους γίνεται
οσφυονωτιαία παρακέντηση. Βαριά ηπατική και νεφρική ανεπάρκεια, μεγάλη
ηλικία. Τέλος η ηπαρίνη δεν πρέπει να χορηγείται ή πρέπει να χορηγείται με
μεγάλη προσοχή, σε ορισμένες ακόμη παθολογικές καταστάσεις.
4.4. Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση
Συνιστάται προσοχή όταν χορηγείται Heparin LEO
®
σε ασθενείς με κίνδυνο
αιμορραγίας (βλέπε παράγραφο 4.3).
Ο συνδυασμός με φαρμακευτικά προϊόντα που επηρεάζουν τη λειτουργία των
αιμοπεταλίων ή του συστήματος πήξης θα πρέπει να αποφεύγεται ή να
παρακολουθείται προσεκτικά (βλέπε παράγραφο 4.5).
Σε ασθενείς που υποβάλλονται σε επισκληρίδιο ή νωτιαία αναισθησία ή
νωτιαία παρακέντηση, η προφυλακτική χρήση της ηπαρίνης μπορεί πολύ σπάνια
να συνδέεται με επισκληρίδιο ή νωτιαίο αιμάτωμα με αποτέλεσμα την
παρατεταμένη ή μόνιμη παράλυση. Ο κίνδυνος αυξάνεται με τη χρήση
επισκληρίδιου ή νωτιαίου καθετήρα για αναισθησία, με την ταυτόχρονη χρήση
φαρμάκων που επηρεάζουν την αιμόσταση όπως μη-στεροειδή αντιφλεγμονώδη
φάρμακα (NSAIDs), αναστολείς των αιμοπεταλίων ή αντιπηκτικά, και από
τραυματική ή επαναλαμβανόμενη παρακέντηση.
Κατά τη λήψη αποφάσεων σχετικά με το διάστημα μεταξύ της τελευταίας
χορήγησης ηπαρίνης σε προφυλακτικές δόσεις (≤15.000 IU/ημέρα) και την
τοποθέτηση ή αφαίρεση ενός επισκληρίδιου ή νωτιαίου καθετήρα, τα
χαρακτηριστικά του προϊόντος και το προφίλ του ασθενούς θα πρέπει να
λαμβάνονται υπόψη. Η τοποθέτηση ή η αφαίρεση ενός επισκληρίδιου ή
νωτιαίου καθετήρα δεν θα πρέπει να επιτρέπεται μέχρι 4-6 ώρες μετά την
τελευταία χορήγηση ηπαρίνης και η επακόλουθη δόση δεν θα πρέπει να
πραγματοποιηθεί πριν από την πάροδο τουλάχιστον 1 ώρας μετά τη διαδικασία.
Για θεραπευτικές δόσεις (>15,000 IU/ημέρα), η τοποθέτηση ή η αφαίρεση ενός
επισκληρίδιου ή νωτιαίου καθετήρα δεν θα πρέπει να επιτρέπεται μέχρι 4-6
ώρες μετά την τελευταία χορήγηση ηπαρίνης ενδοφλεβίως ή 8-12 ώρες μετά την
τελευταία χορήγηση ηπαρίνης υποδορίως. Η επαναχορήγηση θα πρέπει να
καθυστερεί μέχρι η χειρουργική διαδικασία να έχει ολοκληρωθεί ή τουλάχιστον
για 1 ώρα μετά τη διαδικασία.
Στην περίπτωση που ένας ιατρός αποφασίσει την χορήγηση αντιπηκτικής
αγωγής στο πλαίσιο εφαρμογής επισκληρίδιου ή νωτιαίας αναισθησίας, θα
πρέπει να ασκείται ύψιστη επαγρύπνηση και συχνή παρακολούθηση για την
ανίχνευση σημείων και συμπτωμάτων νευρολογικής βλάβης, όπως πόνος στην
πλάτη, αισθητικά και κινητικά ελλείμματα (μούδιασμα και αδυναμία στα κάτω
άκρα) και δυσλειτουργία του εντέρου ή της ουροδόχου κύστης. Οι νοσοκόμες θα
πρέπει να εκπαιδεύονται για να ανιχνεύουν αυτά τα σημεία και συμπτώματα.
Οι ασθενείς θα πρέπει να καθοδηγούνται να ενημερώσουν άμεσα μια νοσοκόμα
ή έναν κλινικό ιατρό, εάν αντιμετωπίσουν κάποιο από αυτά. Αν υπάρχει
υποψία σημείων ή συμπτωμάτων επισκληρίδιου ή νωτιαίου αιματώματος, θα
πρέπει να ξεκινήσει επείγουσα διάγνωση και θεραπεία, συμπεριλαμβανομένης
αποσυμπίεσης του νωτιαίου μυελού.
Η ηπαρίνη δεν πρέπει να χορηγείται με ενδομυϊκή ένεση, εξ’ αιτίας του
κινδύνου δημιουργίας αιματώματος. Εξ’ αιτίας του κινδύνου δημιουργίας
αιματώματος, η ταυτόχρονη χρήση ενδομυϊκών ενέσεων θα πρέπει να
αποφεύγεται.
Εξ’ αιτίας του κινδύνου εμφάνισης ανοσολογικής θρομβοκυττοπενίας
επαγόμενης από ηπαρίνη (τύπου II), θα πρέπει να μετράται ο αριθμός των
αιμοπεταλίων πριν την έναρξη της θεραπείας και περιοδικά στη συνέχεια. Η
Heparin LEO® πρέπει να διακόπτεται σε ασθενείς που αναπτύσσουν
ανοσολογική θρομβοκυττοπενία επαγόμενη από ηπαρίνη (τύπου II) (βλέπε
παραγράφους 4.3 και 4.8). Ο αριθμός των αιμοπεταλίων συνήθως θα
ομαλοποιηθεί εντός 2 έως 4 εβδομάδων μετά τη διακοπή.
Δεν πρέπει να χρησιμοποιείται χαμηλού μοριακού βάρους ηπαρίνη ως
εναλλακτική της ηπαρίνης σε περίπτωση εμφάνισης ανοσολογικής
θρομβοκυττοπενίας επαγόμενης από ηπαρίνη (τύπου II).
Τα προϊόντα ηπαρίνης μπορεί να καταστείλουν την επινεφριδιακή έκκριση
αλδοστερόνης που οδηγεί σε υπερκαλιαιμία λέπε παράγραφο 4.8). Στους
παράγοντες κινδύνου περιλαμβάνονται ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη,
χρόνια νεφρική ανεπάρκεια, προϋπάρχουσα μεταβολική οξέωση, αυξημένο
κάλιο του ορού πριν την έναρξη της θεραπείας, ταυτόχρονη θεραπεία με
φάρμακα τα οποία μπορεί να αυξήσουν το επίπεδο καλίου στο πλάσμα και
μακροχρόνια χρήση της ηπαρίνης (βλέπε παράγραφο 4.5).
Σε ασθενείς που διατρέχουν κίνδυνο, θα πρέπει να μετρούνται τα επίπεδα του
καλίου πριν την έναρξη της Heparin LEO® και να παρακολουθούνται τακτικά
στη συνέχεια. Η υπερκαλιαιμία που σχετίζεται με την ηπαρίνη είναι συνήθως
αναστρέψιμη μετά τη διακοπή της θεραπείας, ωστόσο μπορεί να χρειαστεί να
εξεταστεί η εφαρμογή άλλων μεθόδων εάν η θεραπεία με ηπαρίνη θεωρείται
ζωτικής σημασίας, (π.χ. μείωση της πρόσληψης καλίου, διακοπή άλλων
φαρμάκων που μπορεί να επηρεάζουν την ισορροπία του καλίου).
Η Heparin LEO® περιέχει benzyl alcohol, methylparaben E218, propylparapen E216 και
sodium ως έκδοχα.
Τα methylparaben E218 και propylparapen E216 μπορούν να προκαλέσουν
αλλεργικές αντιδράσεις (πιθανώς καθυστερημένες), και κατ' εξαίρεση,
βρογχόσπασμο.
Η βενζυλική αλκοόλη μπορεί να προκαλέσει τοξικές και αναφυλακτικές
αντιδράσεις σε βρέφη και παιδιά έως 3 χρονών (βλέπε παράγραφο 4.3).
Αυτό το φαρμακευτικό προϊόν περιέχει λιγότερο από 1 mmol νάτριο (23 mg)
ανά φιαλίδιο των 5 ml, δηλ. ουσιαστικά είναι «ελεύθερο νατρίου».
4.5. Αλληλεπιδράσεις με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα και άλλες
μορφές αλληλεπίδρασης
Η αντιπηκτική δράση της Heparin LEO
®
μπορεί να ενισχυθεί από την
ταυτόχρονη χορήγηση άλλων φαρμάκων που επηρεάζουν τον πηκτικό
μηχανισμό, όπως αυτά που αναστέλλουν την λειτουργία των αιμοπεταλίων
(π.χ. ακετυλοσαλικυλικό οξύ, άλλα μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα
(NSAIDs) και εκλεκτικοί αναστολείς επαναπρόσληψης σεροτονίνης (SSRIs)),
θρομβολυτικοί παράγοντες, ανταγωνιστές της βιταμίνης Κ, ενεργοποιημένη
πρωτεΐνη C και άμεσοι αναστολείς της θρομβίνης. Τέτοιοι συνδυασμοί θα
πρέπει να αποφεύγονται ή να παρακολουθούνται προσεκτικά (βλέπε παράγραφο
4.4).
Η αντιπηκτική δράση της ηπαρίνης ενισχύεται με:τη διπυριδαμόλη, την
τικλοπιδίνη, τη δεξτράνητην γκουαϊακολική γλυκερίνη. Αντίθετα, το
αντιπηκτικό αποτέλεσμα της ηπαρίνης μπορεί να ανταγωνίζονται οι καρδιακοί
γλυκοσίδες (δακτυλίτιδα), η νικοτίνη, ορισμένα αντιβιοτικά (πενικιλλίνη,
τετρακυκλίνες, κλπ.), οι φαινοθειαζίνες, η κινακρίνη, η βρωμιούχος
εξαδιμεθρίνη.
Εξάλλου η ηπαρίνη ανταγωνίζεται τη δράση των κορτικοειδών, της ACTH και
της ινσουλίνης, ενώ αυξάνει τα επίπεδα της διαζεπάμης και θυροξίνης στο
αίμα.
Η χορήγηση ηπαρίνης αλλοιώνει τις μετρήσεις προθρομβίνης, SGOT, SGPT χωρίς
παράλληλη αύξηση της αλκαλικής φωσφατάσης. Δεδομένου ότι ο προσδιορισμός
των αμινοτρανσφερασών έχει ιδιαίτερη σημασία στη διάγνωση του εμφράγματος
του μυοκαρδίου, της πνευμονικής εμβολής και διαφόρων παθήσεων του ήπατος, η
αύξηση αυτών των ενζύμων στη διάρκεια της θεραπείας με ηπαρίνη πρέπει να
αξιολογείται με προσοχή.
4.6. Γονιμότητα, κύηση και γαλουχία
Εγκυμοσύνη
Αντιπηκτική αγωγή σε έγκυες γυναίκες απαιτεί τη φροντίδα εξειδικευμένου
ιατρού.
Ένας μεγάλος αριθμός δεδομένων σε έγκυες γυναίκες (περισσότερες από 1.000
εκβάσεις εγκυμοσύνης) δεν καταδεικνύει δυσμορφική ούτε εμβρυϊκή/νεογνική
τοξικότητα από την ηπαρίνη.
Η ηπαρίνη δεν διαπερνά τον πλακούντα και μπορεί να χρησιμοποιηθεί κατά τη
διάρκεια όλων των τριμήνων της εγκυμοσύνης εάν είναι κλινικά αναγκαίο.
Απαιτείται προσοχή σε σχέση με τον κίνδυνο αιμορραγίας, ειδικά κατά τη
διάρκεια του τοκετού και της επισκληρίδιου αναισθησίας (βλέπε παραγράφους
4.3 και 4.4).
Εξ’ αιτίας του κινδύνου εμφάνισης νωτιαίου αιματώματος, οι θεραπευτικές
δόσεις ηπαρίνης αντενδείκνυνται σε ασθενείς που λαμβάνουν νευραξονική
αναισθησία (βλέπε παράγραφο 4.3). Συνεπώς, η επισκληρίδιος αναισθησία σε
έγκυες γυναίκες θα πρέπει πάντα να καθυστερεί για τουλάχιστον 4-6 ώρες μετά
την ενδοφλέβια χορήγηση της τελευταίας θεραπευτικής δόσης ηπαρίνης, και 8-
12 ώρες μετά την υποδόρια χορήγηση της τελευταίας θεραπευτικής δόσης
ηπαρίνης. Ωστόσο, προφυλακτικές δόσεις μπορούν να χρησιμοποιηθούν, εφ’
όσον μεσολαβεί μία ελάχιστη καθυστέρηση 4-6 ωρών μεταξύ της τελευταίας
χορήγησης ηπαρίνης και της τοποθέτησης βελόνας ή καθετήρα (βλέπε
παράγραφο 4.4).
Η Heparin LEO
®
περιέχει βενζυλική αλκοόλη. Αυτό το συντηρητικό μπορεί να
διαπεράσει τον πλακούντα (βλ. παράγραφο 4.3 και 4.4)..
Θηλασμός
Δεν έχουν αναφερθεί περιστατικά ανεπιθύμητων ενεργειών σε θηλάζοντα βρέφη.
Γονιμότητα
Δεν υπάρχουν κλινικές μελέτες με ηπαρίνη όσον αφορά τη γονιμότητα.
Λόγω της βενζυλικής αλκοόλης, η ηπαρίνη δεν θα πρέπει να χορηγείται κατά τη
διάρκεια της κύησης.
4.7. Επιδράσεις στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανών
Η Heparin LEO
®
δεν έχει καμία ή έχει ασήμαντη επίδραση στην ικανότητα
οδήγησης και χειρισμού μηχανών.
4.8. Ανεπιθύμητες ενέργειες
Ο υπολογισμός της συχνότητας των ανεπιθύμητων ενεργειών βασίζεται σε
ανάλυση συγκεντρωτικών δεδομένων από κλινικές μελέτες καθώς και από
αυθόρμητες αναφορές.
Οι συχνότερα αναφερόμενες ανεπιθύμητες ενέργειες είναι η αιμορραγία και το
ερύθημα.
Αιμορραγία μπορεί να παρουσιαστεί σε οποιοδήποτε όργανο και να έχει
διαφορετικούς βαθμούς σοβαρότητας (βλέπε παράγραφο 4.4). Επιπλοκές μπορεί
να παρουσιαστούν, ιδίως όταν χορηγούνται μεγάλες δόσεις. Παρόλο που οι
μείζονες αιμορραγίες είναι ασυνήθεις, θάνατος ή μόνιμη ανικανότητα έχουν
αναφερθεί σε ορισμένες περιπτώσεις.
Η ανοσολογική θρομβοκυττοπενία επαγόμενη από ηπαρίνη (τύπου II) είναι μία
ασυνήθης αλλά ιδιαιτέρως γνωστή ανεπιθύμητη αντίδραση που σχετίζεται με
τη θεραπεία με ηπαρίνη. Η ανοσολογική θρομβοκυττοπενία επαγόμενη από
ηπαρίνη (τύπου II) εκδηλώνεται σε μεγάλο βαθμό μέσα σε 5 με 14 μέρες από τη
λήψη της πρώτης δόσης. Επιπλέον, έχει περιγραφεί μία μορφή ταχείας
εκδήλωσης σε ασθενείς οι οποίοι έχουν εκτεθεί κατά το παρελθόν στην
ηπαρίνη. Η ανοσολογική θρομβοκυττοπενία επαγόμενη από ηπαρίνη (τύπου II)
μπορεί να σχετίζεται με αρτηριακή και φλεβική θρόμβωση. Η ηπαρίνη πρέπει
να διακόπτεται σε όλες τις περιπτώσεις ανοσολογικής θρομβοκυττοπενίας
επαγόμενης από ηπαρίνη (βλέπε παράγραφο 4.4).
Σε σπάνιες περιπτώσεις, η ηπαρίνη μπορεί να προκαλέσει υπερκαλιαιμία λόγω
υποαλδοστερονισμού. Στους ασθενείς σε κίνδυνο περιλαμβάνονται αυτοί με
σακχαρώδη διαβήτη ή νεφρική βλάβη (βλέπε παράγραφο 4.4).
Οι ανεπιθύμητες ενέργειες κατατάσσονται κατά MedDRA Κατηγορία Οργανικό
Σύστημα (SOC) και οι μεμονωμένες ανεπιθύμητες ενέργειες ταξινομούνται
ξεκινώντας με τις πιο συχνά αναφερόμενες. Εντός κάθε κατηγορίας
συχνότητας εμφάνισης, οι ανεπιθύμητες αντιδράσεις αναφέρονται κατά
φθίνουσα σειρά σοβαρότητας.
Πολύ συχνές > 1/10
Συχνές > 1/100 και < 1/10
Όχι συχνές > 1/1.000 και < 1/100
Σπάνιες > 1/10.000 και < 1/1.000
Πολύ σπάνιες < 1/10.000
Διαταραχές του αιμοποιητικού και του λεμφικού συστήματος
Όχι συχνές > 1/1.000 και
< 1/100
Θρομβοκυττοπενία, συμπεριλαμβανομένης μη
ανοσολογικής θρομβοκυττοπενίας που
σχετίζεται με ηπαρίνη (τύπου Ι)
Διαταραχές του ανοσοποιητικού συστήματος
Όχι συχνές > 1/1.000 και
< 1/100
Αναφυλακτική αντίδραση
Επαγόμενη από ηπαρίνη θρομβοκυττοπενία
(τύπου ΙΙ)
Υπερευαισθησία
Διαταραχές του μεταβολισμού και της θρέψης
Όχι συχνές > 1/1.000 και
< 1/100
Υπερκαλιαιμία
Αγγειακές διαταραχές
Συχνές > 1/100 και < 1/10
Αιμορραγία
Αιμάτωμα
Διαταραχές του δέρματος και του υποδόριου ιστού
Συχνές > 1/100 και < 1/10
Ερύθημα
Όχι συχνές > 1/1.000 και
< 1/100
Νέκρωση του δέρματος
Εξάνθημα*
Κνίδωση
Κνησμός
* Έχουν αναφερθεί διάφοροι τύποι
εξανθημάτων, όπως ερυθηματώδες,
γενικευμένο, κηλιδώδες,
κηλιδοβλατιδώδες, βλατιδώδες και
Διαταραχές του μυοσκελετικού συστήματος και του συνδετικού
ιστού
Όχι συχνές > 1/1.000 και
< 1/100
Οστεοπόρωση (σε συνδυασμό με μακροχρόνια
θεραπεία)
Διαταραχές του αναπαραγωγικού συστήματος και του μαστού
Όχι συχνές > 1/1.000 και
< 1/100
Πριαπισμός
Γενικές διαταραχές και καταστάσεις της οδού χορήγησης
Όχι συχνές > 1/1.000 και
< 1/100
Αντιδράσεις στο σημείο της ένεσης
Διερευνήσεις
Συχνές > 1/100 και < 1/10
Αύξηση τρανσαμινασών
Όχι συχνές > 1/1.000 και
< 1/100
Παράταση χρόνου ενεργοποιημένης μερικής
θρομβοπλαστίνης πέρα από το θεραπευτικό
εύρος
Παιδιατρικός πληθυσµός
Το παρατηρούμενο προφίλ ασφαλείας είναι παρόμοιο σε παιδιά και σε
ενήλικες.
Αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών
Η αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών μετά από τη χορήγηση
άδειας κυκλοφοριάς του φαρμακευτικού προϊόντος είναι σημαντική. Επιτρέπει τη
συνεχή παρακολούθηση της σχέσης οφέλους-κινδύνου του φαρμακευτικού
προϊόντος. Ζητείται από τους επαγγελματίες του τομέα της υγειονομικής
περίθαλψης να αναφέρουν οποιεσδήποτε πιθανολογούμενες ανεπιθύμητες
ενέργειες μέσω του Εθνικού Οργανισμού Φαρμάκων, Μεσογείων 284, GR-15562
Χολαργός, Αθήνα, Τηλ: +30 21 32040380/337, Φαξ: + 30 21 06549585,
Ιστότοπος: http://www.eof.gr
4.9. Υπερδοσολογία
Η αιμορραγία είναι η κύρια επιπλοκή της υπερδοσολογίας.
Καθώς η ηπαρίνη εξουδετερώνεται γρήγορα, η διακοπή της θεραπείας είναι
επαρκής σε περιπτώσεις αιμορραγιών ήσσονος σημασίας.
Σοβαρή αιμορραγία μπορεί να απαιτήσει τη χορήγηση του αντίδοτου protamine
sulphate, 1 mg της οποίας εξουδετερώνει περίπου 100 μονάδες ηπαρίνης, αν δοθεί
μέσα σε 15 λεπτά από τη χορήγηση της ηπαρίνης.
Αν έχει μεσολαβήσει μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, τότε οι δόσεις της θειικής
πρωταμίνης που είναι αναγκαίες είναι μικρότερες. Π.Χ. μετά πάροδο μισής ώρας,
η απαιτούμενη δόση είναι συνήθως η μισή. Μέγιστη εφάπαξ χορηγούμενη δόση:
50 mg. Η ένεση χορηγείται βραδέως ενδοφλεβίως (εντός 10 λεπτών). Γενικά να
αποφεύγεται η χορήγηση περισσότερων των 100 mg θειικής πρωταμίνης σε
σύντομο χρονικό διάστημα, γιατί μπορεί να έχει αντιπηκτικό αποτέλεσμα.. Οι
ασθενείς θα πρέπει να παρακολουθούνται προσεκτικά.
5. ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
5.1. Φαρμακοδυναμικές ιδιότητες
Φαρμακοθεραπευτική κατηγορία: Αντιθρομβοτικοί παράγοντες, κωδικός ATC
B01AB10
Η ηπαρίνη είναι αντιπηκτικό, έμμεσος αναστολέας της ελεύθερης
υκλοφορούμενης) στο πλάσμα θρομβίνης και δρα τόσο IN VIVO όσο και IN
VITRO.
5.2. Φαρμακοκινητικές ιδιότητες
Είναι αντιπηκτικό με άμεση δράση.
Η διάρκεια δράσης είναι μικρή όταν χορηγείται ενδοφλεβίως. Ο χρόνος ημίσειας
ζωής κυμαίνεται επομένως από 30 min-6 ώρες, ανάλογα με την οδό χορήγησης και
τη δόση.
Νεφρική και ηπατική ανεπάρκεια παρατείνουν το χρόνο ημίσειας ζωής. Αντίθετα,
πνευμονική εμβολή, λοίμωξη ή κακοήθεια τον ελαττώνουν. Επίσης η κάθαρση της
ηπαρίνης από το πλάσμα είναι ταχύτερη σε ασθενείς με εν τω βάθει φλεβική
θρόμβωση. Η ηπαρίνη απεκκρίνεται από τους νεφρούς τόσο σε μορφή
μεταβολιτών όσο και αυτούσια. Η ηπαρίνη δεν επηρεάζεται από την
αιμοκάθαρση.
5.3. Προκλινικά δεδομένα για την ασφάλεια
Δεν υπάρχουν προκλινικά δεδομένα σημαντικά για τον θεράποντα ιατρό επιπλέον
αυτών που ήδη συμπεριλαμβάνονται σε άλλες παραγράφους της περίληψης των
χαρακτηριστικών του προϊόντος.
6. ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
6.1 Κατάλογος εκδόχων
Benzyl Alcohol 10 mg
Methylparaben E 218
Propylparaben E 216
Sodium Citrate Dihydrate
Sodium Chloride
Water for injection
6.2. Ασυμβατότητες
Η συγχορήγηση παρεντερικών διαλυμάτων δεξτράνης 40 αυξάνει τον κίνδυνο
αιμορραγίας και επιβάλλει ελάττωση της δόσης ηπαρίνης.
Σε στάγδην ενδοφλέβια χορήγηση ηπαρίνης να αποφεύγεται η ανάμιξή της με
άλλα φάρμακα, όπως πολυμυξίνη, ερυθρομυκίνη, γενταμυκίνη, διότι μπορεί να
είναι ασύμβατη.
6.3. Διάρκεια ζωής
3 χρόνια.
6.4. Ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά την φύλαξη του προϊόντος
Φυλάσσετε σε θερμοκρασία < 25
o
C.
6.5. Φύση και συστατικά του περιέκτη
Κουτί των 10 γυάλινων φιαλιδίων x 5 ml
6.6. Ιδιαίτερες προφυλάξεις απόρριψης και άλλος χειρισμός
Κάθε αχρησιμοποίητο φαρμακευτικό προϊόν ή υπόλειμμα πρέπει να απορρίπτεται
σύμφωνα με τις κατά τόπους ισχύουσες σχετικές διατάξεις.
7. ΚΑΤΟΧΟΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
LEO Pharmaceutical Hellas S.A.
Μενεξέδων 10 14564 Κηφισιά Αττική
ΤΗΛ. 2106834322
8. ΑΡΙΘΜΟΣ(ΟΙ) ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
21936/15-3-2013
9. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΡΩΤΗΣ ΕΓΚΡΙΣΗΣ/ΑΝΑΝΕΩΣΗΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ
1959/15-3-2013
10. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
25-4-2000