
την δεκάτη πέμπτη ημέρα. Τα μέγιστα επίπεδα στο πλάσμα στα νεαρά άτομα
ανέρχονταν σε 4,3±2,6 ng/ml (t
max
0,9 ώρες) την πρώτη ημέρα και 2,5±1,4 ng/ml
(t
max
0,8 ώρες) την 15η ημέρα. Πριν από τη λήψη δειγμάτων αίματος την 15η
ημέρα τα άτομα έλαβαν 2 mg biperiden hydrochloride. Στους ηλικιωμένους
ασθενείς, οι μέγιστες συγκεντρώσεις στο πλάσμα ανήλθαν σε 7,2±4,4 και 4,2±2,2
ng/ml και μετρήθηκαν μετά από 1,6±0,7 και 1,6±0,3 ώρες.
Η συστηματική βιοδιαθεσιμότητα ανέρχεται μόλις σε 33±5%, πιθανώς λόγω
εκτεταμένου μεταβολισμού της ουσίας.
Η σύνδεση της biperiden με τις πρωτεϊνες του πλάσματος ανήλθε σε 94% στις
γυναίκες και 93% στους άνδρες.
Ο φαινόμενος όγκος κατανομής ανέρχεται σε 24±4,1 l/kg. Ο κύριος μεταβολίτης
της biperiden είναι προϊόν υδροξυλίωσης του δικυκλικού συστήματος (σε
ποσοστό 60%), σε συνδυασμό με υδροξυλίωση στο δακτύλιο της πιπεριδίνης (σε
ποσοστό 40%). Δεν ανευρίσκεται αμετάβλητη biperiden στα ούρα.
Μετά από ενδοφλέβια χορήγηση 4 mg biperiden lactate, προσδιορίσθηκαν οι
ακόλουθοι τελικοί χρόνοι ημιζωής στο πλάσμα: 24,3 ώρες (μέσος όρος από έξι
άτομα ηλικίας 23-27 ετών), 11-21,3 ώρες σε νεαρά άτομα και 23,8-36,6 ώρες σε
ηλικιωμένους ασθενείς μετά από εφάπαξ από του στόματος χορήγηση 4 mg
biperiden hydrochloride. Στην σταθεροποιημένη κατάσταση (2 mg biperiden
hydrochloride δύο φορές ημερησίως επί 6 ημέρες) μετρήθηκαν χρόνοι ημιζωής
που κυμαίνονται, στα μεν νεαρά άτομα από 15,7 ως 33,3 ώρες, στους δε
ηλικιωμένους ασθενείς από 26,3 ως 40,7. Η κάθαρση του πλάσματος ήταν
11,6±0,8 ml/min/kg.
Η biperiden εκκρίνεται μέσω του μητρικού γάλακτος. Είναι δυνατόν να
επιτευχθούν συγκεντρώσεις ίσες με εκείνες που ανευρίσκονται στο πλάσμα της
μητέρας.
5.3 Προκλινικά στοιχεία για την ασφάλεια
Χρόνια τοξικότητα:
Σε σκύλους, χορηγήθηκε από του στόματος biperiden σε ποσότητες 6, 20, 63 και
200 mg/kg σωματικού βάρους και για χρονική περίοδο 6 μηνών.
Σε αρουραίους, χορηγήθηκαν από του στόματος δόσεις 30, 95 και 300 mg/kg
σωματικού βάρους, για περιόδους 9 και 15 μηνών.
Κατά την περίοδο αυτή, διεξήχθησαν σε τακτά χρονικά διαστήματα κλινικές,
αιματολογικές και ουρολογικές εξετάσεις, καθώς και διάφορες δοκιμασίες σχετικά
με τη χημική σύσταση του ορού. Τα όργανα των πειραματοζώων που κατέληξαν
κατά τη διάρκεια των μελετών καθώς και εκείνων που εφονεύθησαν στο τέλος
των, εξετάσθησαν μακροσκοπικά και με οπτικό μικροσκόπιο.
Η biperiden έγινε καλώς ανεκτή στους σκύλους σε δόσεις που κυμαίνονταν από 6-
63 mg/kg σωματικού βάρους. Συγκριτικά με την ομάδα ελέγχου, η αύξηση του
βάρους σε σκύλους που ελάμβαναν 63 mg/kg σωματικού βάρους επηρεάστηκε
ελαφρώς. Αποδείχθηκε πως η δόση των 200 mg/kg σωματικού βάρους απέβη
θανατηφόρος για διάστημα θεραπείας άνω των 6 εβδομάδων.
Οι αρουραίοι οι οποίοι ελάμβαναν 30 mg/kg σωματικού βάρους, δεν εμφάνισαν
ανεπιθύμητες ενέργειες που να σχετίζονται με την θεραπεία. Συγκριτικά με την
ομάδα ελέγχου, η θνησιμότητα ήταν αυξημένη στις ομάδες που ελάμβαναν 95 και